Παρακολούθησα πριν μέρες στο Θέατρο Βουνού την Αντιγόνη σε σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη . Πρόκειται για μια σκηνοθετικά και ερμηνευτικά στιβαρή προσέγγιση που, παρόλη τη φρέσκια ανάγνωση, δεν ξεφεύγει από τον κλασικό νοηματικό άξονα της σύγκρουσης των ηθικών νόμων με τις εντολές του ηγεμόνα, της αυταρχικής διοίκησης και της ισοπεδωτικής ακατέργαστης βίας που επιβάλλεται στο σώμα των πολιτών, όταν αυτοί παρακάμπτουν τους θεσπισμένους νόμους.
Είναι αλήθεια πως, παρά τις συνεχείς απόπειρες ερμηνευτικής προσέγγισης – χαρακτηριστική η φετινή προσπάθεια του Ούλριχ Ράσε να προβάλει τον Κρέοντα, όχι ως έναν αυταρχικό τύραννο, αλλά ως προστάτη των συμφερόντων του Κράτους- που ορισμένες φορές , κυρίως σε περιόδους κοινωνικοπολιτικής έντασης, εστιάζουν ηπιότερα στις ηθικοπολιτικές διαστάσεις και τα διλήμματα του Κρέοντα, έχουν διαμορφωθεί δύο αρχετυπικά μοντέλα:
Το πρώτο είναι του κυβερνήτη που ως δικτατορικός, αυταρχικός άρχοντας, εκφράζοντας την ανάγκη για τάξη, θέτει τον νόμο πάνω από όλα απαιτώντας την απαρέγκλιτη τήρηση του. Γίνεται έτσι η μία πλευρά της αρχετυπικής σύγκρουσης μεταξύ του άγραφου, ηθικού ή θείου νόμου και του θεσπισμένου, ανθρώπινου νόμου της πόλεως.
Ο Κρέων ενσαρκώνει το μοντέλο που, λόγω της ύβρεως (υπεροψία, αδιαλλαξία, πεποίθηση ότι είναι ο μόνος που έχει δίκιο), οδηγείται στην καταστροφή και στην απώλεια όλων όσων αγαπά.
Το δεύτερο είναι το κατ’ εξοχήν αρχέτυπο του ατόμου που αντιστέκεται στην άδικη εξουσία και τον νόμο του κράτους. Που γίνεται φύλακας του άγραφου νόμου επιδιώκοντας δικαιοσύνη και υπερασπίζεται αυτοθυσιαστικά τα δικαιώματά του έναντι ενός καταπιεστικού συστήματος που συνθλίβει τις βαθύτερες αρχές του, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους ηθικούς νόμους της ανθρώπινης φύσης.
Η Αντιγόνη συμβολίζει το δίκαιο της συνείδησης έναντι του νόμου της εξουσίας γι αυτό και διαχρονικά προσεγγίζεται ως αρχέτυπο ηθικής ακεραιότητας, ατομικής και θρησκευτικής ελευθερίας αντίστασης στην τυραννία και με μια πιο επικαιροποιημένη οπτική ως σύμβολο φεμινιστικής αντίστασης.
Μ΄ αυτές τις ερμηνευτικές συντεταγμένες προσεγγίζεται η «Αντιγόνη» από τους θεατές, μ΄αυτές κι από τους δασκάλους μια που αποτελεί δεκαετίες τώρα μέρος της «διδαχθείσας ύλης» στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το αντιπαράδειγμα του Κρέοντα ήταν επαρκές για να καταγγελθεί η συστημική βία, η κατάχρηση εξουσίας και κάθε λογής αυταρχισμός την περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας.
Αυτή η ακατέργαστη, ετσιθελική άσκηση της εξουσίας. Η εύκολα αναγνωρίσιμη καταπιεστική πρόθεση, που συχνά εκφραζόταν μέσω της στρατιωτικής ή της αστυνομικής ισχύος, δεν απαιτούσε λεπτές δεξιότητες προκειμένου να αναγνωριστεί και να καταγγελθεί.
Κατά πόσο όμως το κυρίαρχο ερμηνευτικό πλαίσιο της «Αντιγόνης» μπορεί να μας διδάξει κάτι πέρα από το προφανές για την κρατική, εξουσιαστική οίηση την εποχή της μετανεωτερικότητας;
Ο Έκο αρκετά πρώιμα δήλωσε πως “Μόνο οι ηλίθιοι, σήμερα, κάνουν δικτατορίες με τανκ, τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση.” Φανταστείτε τι θα έλεγε αν προλάβαινε την φρενήρη επιρροή των social….
Στην εποχή της απόλυτης ρευστότητας, του τέλους των «μεγάλων αφηγήσεων», όπου η εξουσία δεν ασκείται από έναν κεντρικό φορέα (κράτος ή εκκλησία), αλλά, όπως τονίζει κι ο Φουκώ, είναι διάχυτη, δηλ. ενσωματωμένη στις κοινωνικές σχέσεις, τις πρακτικές και στους θεσμούς της καθημερινότητας και ασκείται απ όσους ελέγχουν τις κυρίαρχες αφηγήσεις, τα μέσα ενημέρωσης και τις “αλήθειες” της εποχής, πόσο διαφωτιστικό μπορεί να είναι ένα τέτοιο έργο;
Και πιο συγκεκριμένα: Την εποχή που η κρατική βία λόγω και του ψηφιακού ελέγχου τείνει να αντικατασταθεί από την εσωτερίκευση των κανόνων, την αυτοεπιτήρηση και την συμμόρφωση, την εποχή που η εξουσία ασκείται κυρίως μέσω της αγοράς των πολυεθνικών και του καταναλωτισμού, της διαφήμισης και της παραγωγής επιθυμιών που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων πολύ πιο αποτελεσματικά από τους νόμους του κράτους και καθιστούν την κατανάλωση τρόπο έκφρασης ταυτότητας και κοινωνικής ένταξης πόσο επαρκής διδακτικά είναι μια τέτοια αφήγηση;
Παλαιότερα, η καταγγελία του οιηματία Κρέοντα προσέφερε ένα επαρκές υπόδειγμα αντίδρασης απέναντι στον άδικο εξουσιαστικό τρόπο. Τι γίνεται, όμως, σήμερα που ο εξουσιαστικός τρόπος δεν πηγάζει μόνο από τις παραδοσιακές πηγές εξουσίας (έθνος-κράτος, εκκλησία, οικογένεια), αλλά κατανέμεται μεταξύ πολλαπλών κέντρων, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, οι πολυεθνικές, οι ΜΚΟ και οι ψηφιακές πλατφόρμες;
Πως να αντιληφθεί και να αμφισβητήσει κανείς την μετανεωτερική εξουσία όταν ως λεπτοφυής, ρευστή και δυσδιάκριτη που είναι λειτουργεί λιγότερο με την επιβολή και περισσότερο με την πειθώ, τη διαμόρφωση της γνώσης και την εσωτερίκευση των κανόνων;
Σ ένα τέτοιο πλαίσιο η ταύτιση του εξουσιαστικού , δυναστικού τρόπου με την ιταμότητα του Κρέοντα δεν συγκροτεί απλά ένα ισχνό ερμηνευτικό εργαλείο, αλλά συσκοτίζει και ενίοτε αποτελεί άλλοθι για την εξουσία καθώς της δίνεται η δυνατότητα να εργαλειοποιήσει τα άκρα και να καταγγείλει την ωμότητά τους, κρύβοντας τη δική της αυθαιρεσία.
Στα χέρια αυτής της εξουσίας ο κάθε Κρέοντας γίνεται ο «χρήσιμος ηλίθιος»!
Τα πολύτιμα διδάγματα της «Αντιγόνης», μοιάζουν με δόρατα και τόξα, όπλα μιας άλλης εποχής που η προφάνεια του εξουσιαστικού τρόπου δεν απαιτούσε λεπτές δεξιότητες.
Σήμερα, όμως, που έχει ξεπεραστεί ακόμη και το στάδιο τις οργουελικής δυστοπικής κοινωνίας της ελεγχόμενης με τον φόβο ,τον αυταρχισμό και τη βία έχουμε ανάγκη από μια πιο επικαιροποιημένη οπτική.
Ο Χάξλευ στο λυκόφως της νεωτερικότητας περιγράφει τα επίδικα της μετανεωτερικής εποχής.
Ας δούμε τον Μουσταφά Μοντ, τον Τζόν, και την Λενίνα Κράουν ως σύγχρονα χαρακτηρολογικά πρότυπα του Κρέοντα , της Αντιγόνης και της Ισμήνης αντίστοιχα μήπως και καταφέρουμε να κατανοήσουμε τους σύγχρονους τρόπους που υπονομεύουν το διαρκές ζητούμενο, την ανθρώπινη Ελευθερία.
3 λεπτά ανάγνωση