ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Σαν σήμερα το 1941: Μάχη της στενωπού της Κλεισούρας

Η Μάχη της Στενωπού της Κλεισούρας ή ο Αγώνας της Στενωπού της Κλεισούρας,διαδραματίστηκε από το βράδυ της 13ης Απριλίου 1941 και συνεχίστηκε μέχρι το μεσημέρι της 14ης Απριλίου, στο στενό πέρασμα που σχηματίζεται από τα βουνά Βέρνο και Άσκιο, γνωστό και ως πέρασμα της Κλεισούρας Καστοριάς, μεταξύ των δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού της 20ής Μεραρχίας Πεζικού και της γερμανικής «Σωματοφυλακής SS Αδόλφος Χίτλερ», που ήταν μηχανοκίνητο γερμανικό πεζικό τμήμα σε επίπεδο ταξιαρχίας. Η κατάληψη του περάσματος ήταν για τους Γερμανούς στρατηγικής σημασίας για τη διάσπαση της γραμμής του μετώπου που είχαν σχηματίσει οι συμμαχικές δυνάμεις και ορίζονταν από τα όρη Βέρνο, Άσκιο και Βούρινος στα δυτικά, τον ποταμό Αλιάκμονα στα νότια και το όρος Όλυμπος στα νοτιοανατολικά. Η σημασία της διάβασης ήταν νευραλγική για την προστασία της ελεγχόμενης αποχώρησης των ελληνικών δυνάμεων που μάχονταν του Ιταλούς από τη Βόρεια Ήπειρο, η οποία συντελέστηκε μετά τη διάσπαση του ελληνοβουλγαρικού μετώπου λόγω της ταχείας γερμανικής εισβολής στη Γιουγκοσλαβία.

 Το μέτωπο της γραμμής της Δύναμης W του Βερμίου, η διάσπαση της Γραμμής Μεταξά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, η κάθοδος των δυνάμεων του Άξονα από τη Γιουγκοσλαβία και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Η ταχεία γερμανική προώθηση στη Γιουγκοσλαβία ανάγκασε τον Βρετανό Αντιστράτηγο Σερ Χένρι Μάιτλαντ Ουίλσον (Sir Henry Maitland Wilson), διοικητή της Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, που αποτελούνταν από την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία, τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία και τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις του ΤΣΚΜ (Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας) (XII και 20ή Μεραρχίες Πεζικού) να διατάξει την απόσυρση της συμμαχικής αμυντικής γραμμής του Βερμίου, σε μία νέα αμυντική γραμμή δυτικότερα, ώστε να να αντιμετωπιστεί η νέα κατάσταση που δημιουργούνταν από την εισβολή του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία και την απειλή εγκλωβισμού που θα δημιουργούνταν από την κάθοδο του γερμανικού στρατού στην πεδιάδα της Εορδαίας, στα μετόπισθεν δηλαδή από την πρώτη αμυντική γραμμή του Βερμίου. Η απόφαση του Βρετανού διοικητή ελήφθη πάρα τη διαφωνία των Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι θεωρούσαν την εσπευσμένη μετακίνηση ως επισφαλή στρατηγικά κίνηση η οποία θα εξέθετε τα συμμαχικά στρατιωτικά τμήματα. Και πράγματι, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, η μετακίνηση με μηχανοκίνητα μέσα δεν εφαρμόστηκε όπως θα έπρεπε από τους Βρετανούς αξιωματικούς και εγκαταλείφθηκε πολύτιμο πολεμικό υλικό.

Η αποχώρηση από τις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου, είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις για τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα καθώς, εκτός από τη βεβιασμένη εγκατάλειψη καλά προετοιμασμένων θέσεων, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος έκθεσης των συμμαχικών στρατευμάτων από την εχθρική παρατήρηση και τις αεροπορικές επιδρομές, αν και η πορεία προς στα δυτικά γίνονταν τη νύχτα. Η υποχώρηση καλύπτονταν από μια μονάδα μικτού  μεγέθους υπό τις διαταγές του Αυστραλού αντιστρατήγου Ίβεν Γκιφάρντ Μακέι (Iven Giffard Mackay).

Η πρώτη γραμμή στις 15 Απριλίου 1941

Ο σκοπός της 20ής Μεραρχίας ήταν να τοποθετηθεί και να υπερασπιστεί το πέρασμα της στενωπού, δηλαδή στενού του χωριού Κλεισούρα και το οδικό πέρασμα της στενωπού του χωριού Βλάστη. Το Δωδεκανησιακό Σύνταγμα Εθελοντών της 20ής Μεραρχίας είχε αποσπαστεί και ενσωματώνεται στη μονάδα του Ίβεν Γκιφάρντ Μακέι[6], και μένουν να υπερασπιστούν τα στενά, το 80ό Σύνταγμα το στενό της Κλεισούρας και το 35ο Σύνταγμα το στενό της Βλάστης. Ο διοικητής της 20ής Μεραρχίας Συνταγματάρχης Μιλτιάδης Παπακωνσταντίνου, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του στενού της Κλεισούρας και της οργάνωσης της τοποθεσίας, είχε στείλει ήδη από τις 10 Απριλίου δύο τάγματα πεζικού, το 1ο Τάγμα του 87ου Συντάγματος (I/87 Τάγμα) και το 2ο Τάγμα του 80ού Συντάγματος (II/80 Τάγμα), μία διλοχία σκαπανέων και μία μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, ώστε να προετοιμάσουν την άμυνα.[4] Επίσης εστάλη την 11η Απριλίου ο Ταγματάρχης Μηχανικού Ζησιμόπουλος για να οργανώσει την αντιαρματική άμυνα της στενωπού.

Το αυστραλιανό σώμα προσπάθησε να προστατέψει και να δώσει χρόνο στις ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις να μετακινηθούν, αλλά χωρίς επιτυχία, καθώς η μετακίνηση καθυστερούσε και οι δυνάμεις του Άξονα είχαν κατεβεί πολύ νότια απ’ ότι αναμενόταν. Όταν οι πρώτες γερμανικές δυνάμεις εμφανίστηκαν στις 13 Απριλίου, το μεγαλύτερο μέρος της 20ής Μεραρχίας δεν είχε φτάσει στον χώρο. Το Δωδεκανησιακό Σύνταγμα είχε διασπαστεί στη μετακίνηση και δεν μπορούσε να οργανωθεί και χρησιμοποιηθεί. Έτσι μετά την κατάληψη της Βεύης από τον γερμανικό στρατό, δεν άργησε το Σώμα, μαζί με κάποιες από τις δυνάμεις που μετακινούνταν, να συγκρουστούν τελικά στη Μάχη της Βεύης, που είχε ως αποτέλεσμα σημαντική νίκη του Άξονα. Η εξέλιξη βέβαια δεν επέτρεψε τελικά την τοποθέτηση των Ελλήνων τμημάτων και την έγκαιρη προετοιμασία στο στρατηγικής σημασίας πέρασμα της Κλεισούρας. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις δυνάμεις αποκόπηκαν και δεν μπόρεσαν να προωθηθούν στα δυτικά.

Αντίπαλες δυνάμεις

Ελληνικές δυνάμεις

Οι ελληνικές δυνάμεις ανήκαν στη 20ή Μεραρχία Πεζικού. Ενώ τα I/87 και II/80 Τάγματα και οι υπόλοιπες συνοδές μονάδες είχαν ήδη φτάσει στα στενά της Κλεισούρας ήδη από τις 10 και 11 Απριλίου, μόνο ένα μέρος από το 80ό Σύνταγμα και το 6ο Τάγμα Πολυβόλων Θέσεως είχαν φτάσει το μεσημέρι της 13ης Απριλίου στο στενό πέρασμα. Στις 3:00 μ.μ. μόνο το ένα-τρίτο όλου του Συντάγματος είχε φτάσει. Όταν άρχισε να βραδιάζει, το Σύνταγμα κατάφερε να οργανωθεί υποτυπωδώς και να τοποθετηθεί. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάποιες εναπομείναντες δυνάμεις κατέφταναν, μέχρι τελικά να ολοκληρωθεί η μετακίνηση το πρωί της 14ης Απριλίου. Τα τμήματα αυτά ήταν κατά το ήμισυ συμπληρωμένα σε ανθρώπινο δυναμικό και κατείχαν μόνο το ένα τρίτο του βαρέος οπλισμού. Ελλείψεις υπήρχαν επίσης σε πυρομαχικά, ιατρικές προμήθειες και συσκευές επικοινωνίας, καθώς μεγάλο μέρος τους είχε εγκαταλειφθεί, λόγω της μάχης της Βεύης, στα Κομνηνά και στην Πτολεμαΐδα. Γι’ αυτόν το λόγο ο διοικητής της 20ής Μεραρχίας είχε διατάξει την αναπλήρωση των ελλείψεων από την Καστοριά.

Μεταξύ της 10ης και 14ης Απριλίου είχαν καταφτάσει στη στενωπό της Κλεισούρας :

Σε επιχειρησιακή ετοιμότητα την περίοδο 10 με 11 Απριλίου

Το I/87 Τάγμα της XII Μεραρχίας, την 10η Απριλίου, μαζί με τον λόχο Προκαλύψεως που είχε τοποθετηθεί στο φυλάκιο Φανού του Χ Ελληνογιουγκοσλαβικού Συνοριακού Τομέα[5], την 11η Απριλίου. Τα τμήματα αυτά είχαν αναπτυχθεί στα υψώματα Σουμπρέτς (1623 μ.) και Σαργκονίτσα (1386 μ.) βορείως του οδικού άξονα Καστοριάς-Αμυνταίου, ενώ ένας ακόμα λόχος, ο 9ος Λόχος Προκαλύψεως του Χ Συνοριακού Τομέα, είχε φτάσει την 11η Απριλίου, είχε τοποθετηθεί σε ύψωμα νοτιοανατολικά από την ορεινή δίοδο Νταούλι και νότια του ίδιου οδικού άξονα. Και τα τρία τμήματα βρίσκονταν σε καλή επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Το ΙΙ/80 Τάγμα αναπτύχθηκε αμυντικά μεταξύ των υψωμάτων Τζούμα Μάνου (1534 μ.) και Πέτρα Μάρκου (1655 μ.), ήδη από τις 10 Απριλίου, βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Δεν χρειάστηκε να προβεί σε καμία επιχείρηση κατά τη διάρκεια της μάχης.
2 ορειβατικές πυροβολαρχίες, αποσπασμένες και εγκατεστημένες από τις 10 Απριλίου.
2 διμοιρίες μηχανικών, αποσπασμένες και εγκατεστημένες από τις 10 Απριλίου.

Με αδυναμίες και ελλείψεις την περίοδο 13 με 14 Απριλίου

Το 6ο τάγμα πολυβόλων θέσεως κατέφτασε εσπευσμένα, ήταν καταπονημένο, διέθετε μόνο το μισό της αρχικής του δύναμης και είχε σημαντικές ελλείψεις. Διέθετε 10 οπλοπολυβόλα και είχε παραταχθεί ακριβώς στη δίοδο Νταούλι.
Το Ι/80 Τάγμα αναπτύχθηκε αμυντικά στα υψώματα βόρεια και νότια του χωριού Κλεισούρα, βόρεια του 2ου τάγματος, με έλλειψη ενός λόχου τυφεκιοφόρων, μιας διμοιρίας πολυβόλων, με το μισό της αρχικής του δύναμης και συμπτώματα κούρασης.
Το ΙΙΙ/80 Τάγμα παρουσίαζε τις ίδιες ελλείψεις και την ίδια κόπωση με το 1ο τάγμα του 80ου Συντάγματος.
Η 20ή ομάδα αναγνώρισης, η όποια ήρθε εσπευσμένα και ήταν κατάκοπη.
Ο λόχος όλμων πεζικού του 80ου Συντάγματος, που δεν είχε καθόλου πυρομαχικά και ανέλαβε χρέη προφυλακής.

Τα υπόλοιπα στρατιωτικά τμήματα:

1 πεδινή πυροβολαρχία.
1 έφιππη πυροβολαρχία.
1 πυροβολαρχία των 85 χιλιοστών με 3 πυροβόλα.
1 ουλαμός πεδινού πυροβολικού των 75 χιλιοστών, που αποτελούσε ιταλικό λαφύρο πολέμου, και χρησιμοποιήθηκε ως αντιαρματικός.
1 στοιχείο πεδινού πυροβολικού που χρησιμοποιήθηκε ως αντιαρματικό.

Ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Δέδες, πρώην διοικητής της 21ου Συντάγματος, είχε οριστεί τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Απριλίου, αρχηγός των επιχειρήσεων κατ’ εντολή της Ελληνικής Διοίκησης στο πέρασμα Κλεισούρας. Ωστόσο δεν μπόρεσε να φθάσει εγκαίρως πριν ή ακόμα και κατά τη διάρκεια της μάχης λόγω της ανατίναξης των πρανών που είχαν προβεί οι ελληνικές δυνάμεις στον δρόμο για να καθυστερήσουν τον εχθρό. Για αυτόν το λόγο, τον είχε αναπληρώσει ο διοικητής των 80ου Συντάγματος, αντισυνταγματάρχης Βασίλης Μαντζουράνης, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ο αρχηγός των επιχειρήσεων.
Γερμανικές δυνάμεις

Οι γερμανικές μονάδες που συμμετέχουν στη μάχη ανήκουν στo Σύνταγμα Σωματοφυλακής των SS του Αδόλφου Χίτλερ (Leibstandarte SS Adolf Hitler – LSSAH). Επειδή όμως το Τάγμα Αναγνωρίσεως που προπορευόταν ήταν το πρώτο που συμμετείχε με μεγάλη επιτυχία το βράδυ της 13ης Απριλίου, ο διοικητής του Κουρτ Μάγιερ (Kurt Meyer) αναδείχθηκε σύντομα και ήταν στην πραγματικότητα επικεφαλής των επιχειρήσεων.

Επιτελείο αξιωματικών, υπό τις διαταγές του Αντιστράτηγου των SS Γιόζεφ “Σεπ” Ντήτριχ (Josef “Sepp” Dietrich).
1ο μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, υπό τις διαταγές του Φρίτζ Βίττ (Fritz Witt).
2o μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, υπό τις διαταγές του Τέοντορ Βίς (Theodor Wisch).
3o μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, υπό τις διαταγές του διοικητή τάγματος των SS (SS-Sturmbannführer) Γούιλχελμ Βάιντενχάουπτ (Wilhelm Weidenhaupt).
4ο μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, υπό τις διαταγές του διοικητή τάγματος των SS (SS-Sturmbannführer) Γιάνκε (Jahnke).
5ο μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, υπό τις διαταγές του διοικητή τάγματος των SS (SS-Sturmbannführer) Βαν Μπίμπερ (Van Bibber).
To μηχανοκίνητο τάγμα βαρέως πεζικού, υπό τις διαταγές του διοικητή τάγματος των SS (SS-Sturmbannführer) Στάινεκ (Steineck).
1ο τάγμα αντιαεροπορικού πυροβολικού, υπό τις διαταγές του Μπέρνχαρντ Κράουζε (Bernhard Krause)
Το τάγμα πυροβόλων εφόδου, υπό τις διαταγές του διοικητή τάγματος (SS-Sturmgeschütz) Γκέοργκ Σούνμπεργκ (Georg Schönberger).
Το τάγμα μηχανικού, υπό τις διαταγές του Κρίστιαν Χάνσεν (Christian Hansen).
Το τάγμα αναγνώρισης, υπό τις διαταγές του Κουρτ Μάγιερ (Kurt Meyer).

Μάχη

13 Απριλίου
Η προετοιμασία της 20ής Μεραρχίας περιελάμβανε την καταστροφή τμημάτων του οδικού άξονα μεταξύ της Βεύης και της Καστοριάς, στο στενό πέρασμα της Κλεισούρας, καθώς και την προστασία της κωμόπολης της Κλεισούρας. Η πρώτη επαφή των δύο αντίπαλων στρατευμάτων γίνεται ήδη στις 17:00 μ.μ. της 13ης Απριλίου, δηλαδή πριν ολοκληρωθεί η μετακίνηση όλης της ελληνικής μεραρχίας. Τα γερμανικά στρατιωτικά τμήματα της εμπροσθοφυλακής επιτέθηκαν κυρίως στο I/81 στο ύψωμα της Σαργκονίτσας (στο χωριό Λέχοβο, όπου σκοτώθηκαν 50 Ελληνες στα χαρακώματα και επτά Γερμανοί, ένας εκ τών οποίων ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός), συναντώντας ισχυρή αντίσταση. Διοικητής του τάγματος αναγνώρισης ήταν ο Κουρτ Μάγιερ, ο οποίος οργάνωσε το τάγμα του σε τρεις ομάδες επίθεσης, με επικεφαλής τον ίδιο και τους αξιωματικούς Κράας (Kraas) και Γιούνσε (Wünsche). Επειδή οι άνδρες του δεν υπάκουαν σε αλλεπάλληλες διαταγές του να επιτεθούν, ο Γερμανός αξιωματικός, προκειμένου να τους εξαναγκάσει να προχωρήσουν, εκσφενδόνισε μία χειροβομβίδα.[5] Μόνο με έντονη προσπάθεια και την απαραίτητη υποστήριξη του πυροβολικού, τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα αναγνώρισης, υπό τις διαταγές του Κουρτ Μάγιερ, κατάφεραν να απωθήσουν το τάγμα I/87 στις 21:00, αναγκάζοντας να την υποχωρήσει από τα υψώματα Σουμπρέτς (1623 μ.) και Σαργκονίτσα (1386 μ.) που είχε υπό τον έλεγχό της. Αιχμαλωτίστηκε μέρος του αριστερής πυροβολαρχίας εκτός από έναν ουλαμό.

Σχέδιο ανάσχεσης της προέλασης των δυνάμεων του Άξονα με την καταστροφή οδικών τμημάτων από το χωριό Λέχοβο μέχρι τη λίμνη της Καστοριάς, καθώς και στον δρόμο προς την κωμόπολη της Κλεισούρας.

Μετά από αυτήν την εξέλιξη, το τάγμα πεζικού ΙΙΙ/80, που βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, προσπάθηκε στις 23:00 να καταλάβει τα δύο υψώματα εν μέσω πυρών και αιχμαλωτίζεται.[13] Οι Γερμανοί μετά την πρώτη νικηφόρα εξέλιξη, παρέμειναν σε αδράνεια και δεν συνέχισαν την πορεία τους.[12] Μέσα στη νύχτα ακολούθησε νέα ανταλλαγή πυρών που οδήγησε στην εξάντληση των αποθεμάτων πυρομαχικών των ελληνικών δυνάμεων.[12] Συνολικά 50 Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, της 13ης Απριλίου.[14] Ο διοικητής του 20ης Μεραρχίας, βλέποντας το πεσμένο ηθικό των μονάδων, ζήτησε να έρθει προς ενίσχυση τμήμα του Τμήματος Στρατιάς της Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που μάχονταν στην ελληνοαλβανική μεθόριο και να ενσωματωθεί στο Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) που ανήκε η 20η Μεραρχία.

Ο ταγματάρχης Ιωάννης Παπαρρόδου (στο μέσο) έπεσε ηρωικά τις απογευματινές ώρες της 13ης Απριλίου 1941, αρνούμενος να παραδοθεί

14 Απριλίου

Από τις 04:30 το γερμανικό πυροβολικό άρχισε να χτυπάει τις ελληνικές θέσεις, ακολουθούμενο από το πεζικό. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στους δύο δρόμους στην ανατολική έξοδο του περάσματος, με τη χρήση καπνογόνων και έντονα πυρά πυροβόλων για κάλυψη. Η μία ομάδα επίθεσης κατευθύνθηκε προς τον δρόμο που οδηγεί βόρεια από τη χαράδρα του ρέματος του Βέρνου προς το στενό πέρασμα Νταούλι, με την υποστήριξη αυτοκινουμένων πυροβόλων (Αssault Gun, Sturmgeschütz). Η άλλη ομάδα επίθεσης κατευθύνθηκε στην άλλη χαράδρα που οδηγεί στην Κλεισούρα και στο ύψωμα Τζούμα Μάνου.

Αφού οι γερμανικές δυνάμεις είχαν από το προηγούμενο βράδυ καταλάβει το ύψωμα της Σαργκονίτσας, μπορούσαν να βάλλουν πιο εύκολα κατά του ελληνικού 6ου τάγματος πυροβόλων που είχε λάβει θέση στο στενό πέρασμα Νταούλι και άνοιξαν πυρ. Όμως λόγω των ελλείψεων το Τάγματος σε πολεμικό υλικό, στις 7:00 τα πυρομαχικά εξαντλήθηκαν με αποτέλεσμα να εκτεθεί όλη η ελληνική άμυνα. Οι Γερμανοί είχαν σημαντική υπεροχή στο πεδίο. Η ελληνική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες που είχε η έλλειψη αντιαρματικών όπλων, εν αντιθέσει με τη γερμανική που διέθετε ελαφρού τύπου τεθωρακισμένα, το μειωμένο ηθικό των στρατιωτών που χειροτέρευε από τις απώλειες της προηγούμενης νύχτας, τη σωματική κούραση και τον τρόμο που προκαλούσαν τα πολεμικά αεροσκάφη της Λουφτβάφε. Από τις 9:00, το 6ο τάγμα άρχισε να διασπάται, τα πολυβόλα να μπλοκάρουν ή σιγούν λόγω έλλειψης πυρομαχικών και τα στοιχεία του πυροβολικού να αποχωρούν. Στις 10:30 οι πυροβολητές αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Το τάγμα Ι/80 αν και μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν συμμετείχε στη μάχη, αποσύρθηκε όταν ο αξιωματικός διαπίστωσε τον άμεσο κίνδυνο περικύκλωσης του τάγματος από τα βόρεια. Ενώ λοιπόν αποχωρούσε, το τάγμα δέχθηκε επίθεση από ελαφρύ τεθωρακισμένο από πολύ μικρή απόσταση, έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια απόκρουσης της επίθεση και αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 10:45, με εξαίρεση το 1ο στοιχείο του πυροβολικού.

Ο διοικητής της 20ης Μεραρχίας προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις μονάδες δυτικά του περάσματος με κάλυψη του πεζικού από το πυροβολικό στα δυτικά, ενώ χρησιμοποίησε τη μονάδα του μηχανικού και τη μονάδα της αναγνώρισης της Μεραρχίας για να εμποδίσουν την οπισθοχώρηση. Ωστόσο το γερμανικό πυροβολικό και γερμανική αεροπορία τρομοκρατούσαν τα ελληνικά τμήματα θέτοντας σε κίνδυνο αναδιοργάνωσης του ελληνικού στρατού.

Το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) έχοντας πληροφορηθεί τις τελευταίες εξελίξεις, διέταξε την επανακατάληψη των χαμένων θέσεων, πράγμα που δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη λόγω της διάσπασης των μονάδων. Μετά την άδεια του Γενικού Επιτελείου, ο Διοικητής του Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας Υποστράτηγος Χρήστος Καράσσος, ζήτησε ενισχύσεις από τον Διοικητή της “Δύναμης W” Αντιστράτηγο Γουίλσον να διατάξει τη βρετανική 1η Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων Τσάρινκτον (Charrington), που βρίσκονταν τότε κοντά στο Άργος Ορεστικό, για αντεπιτεθεί. Παρόλο που η διαταγή δόθηκε από τον Αντιστράτηγο Γουίλσον, η ταξιαρχία δεν υπάκουσε στη διαταγή αφού θεώρησε λανθασμένα ότι ήταν απλώς προτροπή.

Ο Διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) βλέποντας την απουσία ενισχύσεων, κάλεσε προς βοήθεια το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και ζήτησε την αποστολή τριών πυροβολαρχιών που θα μπορούσαν με το πεζικό και ένα υπάρχον πυροβολικό να ανακαταταλάβουν το πέρασμα. Παρά το γεγονός ότι επιτεύχθηκε συμφωνία, δεν υπήρχαν αρκετά διαθέσιμα μεταφορικά μέσα ώστε να μεταφέρει τις απαραίτητες δυνάμεις από την Αλβανία, με την πιο κοντινή δύναμη, το 13η Μεραρχία κοντά στη Βίγλιστα του σύγχρονου Νομού Κορυτσάς. Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, μόνο το 1ο τάγμα πυροβολικού του 23ου Συντάγματος (Ι/23) είχε καταφέρει να φτάσει στις 20:00 στη διάβαση της Καστοριάς και μάλιστα δεν χρησιμοποιήθηκε προς ενίσχυση.

Έως το απόγευμα της 14ης Απριλίου, η κωμόπολη της Κλεισούρας και οι γύρω ορεινές περιοχές είχαν καταληφθεί και ο δρόμος προς Καστοριά ήταν ανοιχτός. Η μάχη κατέληξε σε κατάληψη της Κλεισούρας, με 600 στρατιώτες αιχμαλώτους από τις γερμανικές δυνάμεις και με απώλειες ενός αξιωματικού και έξι οπλιτών, ενός Γερμανού χωροφύλακα, και 17 συνολικά τραυματιών. Οι Γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους για να επιτεθούν στο τάγμα I/23 και άλλα στοιχεία του 13ης Μεραρχίας στις 15 Απριλίου. Στις 16 του μηνός, το τάγμα του Μάγιερ, διεισδύει πίσω από τις ελληνικές γραμμές και επιτίθεται στη Καστοριά από το νότο, αφού προηγουμένως είχε βομβαρδιστεί, αιχμαλωτίζοντας συνολικά 1.100 στρατιώτες. Η μάχη που ακολούθησε είναι γνωστή στην ελληνική στρατιωτική ιστορία ως η Μάχη του Άργους Ορεστικού ή η Μάχη της λίμνης της Καστοριάς. Για τις ενέργειες αυτές, απονεμήθηκε στον Μάγιερ ο Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 18 Μαΐου του 1941.
Συνέπειες

Τα αίτια της ήττας της 20ης Μεραρχίας οφείλονταν στη σύνθεσή της. Τα περισσότερα ελληνικά τμήματα, μετά τη Μάχη της Βεύης και την πτώση της γραμμής του Βερμίου, ήταν καταπονημένα και εξασθενημένα από έμψυχο και υλικό δυναμικό. Αλλά η άμυνα ήταν πολύ σημαντική, καθώς είχε εξασφαλίσει 24 ώρες προετοιμασίας για τις άλλες ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις τεθωρακισμένων, ώστε να περάσουν στα δυτικά του Αλιάκμονα και να αποφύγουν το βέβαιο εγκλωβισμό. Παράλληλα δόθηκε πολύτιμος χρόνος ώστε να συμπτυχθούν και να προετοιμαστούν με ασφάλεια οι ελληνικές δυνάεις της Ηπείρου.

Η αποτυχία του Ελληνικού Στρατού να κρατήσει τη στενωπό της Κλεισούρας είχε σοβαρές συνέπειες και η γερμανική προέλαση απειλούσε την ελεγχόμενη οπισθοχώρηση του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας που βρίσκονταν ακόμα στο Αλβανικό Μέτωπο. Παρά το γεγονός ότι οι συμμαχικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν και πάλι να σταματήσουν τους Γερμανούς στις 15 Απριλίου στα ανατολικά στη λίμνη της Καστοριάς και κοντά στο Άργος Ορεστικό, η νέα μάχη αυτή τη φορά γίνεται σε ανοιχτό έδαφος, σε λιγότερο δηλαδή ευνοϊκή στρατηγικά θέση από το πέρασμα της Κλεισούρας.

Οι ελληνικές απώλειες ήταν βαριές. Το 80ο Σύνταγμα είχε πράγματι καταστραφεί. Οι Γερμανοί υποστήριξαν ότι κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν περίπου 1.000 στρατιώτες.Η διαλυμένη 20η Μεραρχία ενσωματώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος με την 35ο Σύνταγμα που είχε τοποθετηθεί στη στενωπό της Βλάστης (αφήνοντας πίσω του ένα τάγμα) και τοποθετούνται αυτά τα τμήματα κοντά στη Σμίξη Γρεβενών, νότια της 13ης Μεραρχίας. Στη συνέχεια της γερμανικής εισβολής, τα τμήματα της 21ης Μεραρχίας δεν θα ξαναβρεθούν σε μάχη.

Στις 3 Αυγούστου του 2008, στήθηκε Ηρώο στον οικισμό Λέχοβο Φλώρινας, προς τιμήν των 50 στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους την πρώτη μέρα της Μάχης του Στενωπού της Κλεισούρας, στις 13 Απριλίου του 1941.

Back to top button