Ο Αλέξιος A΄ Κομνηνός (1048- 1118), υπήρξε αυτοκράτορας κατά τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια της ζωής του. Κατά τον Ιωάννη Ζωναρά, “..ἔθανε δὲ τὴν μὲν βασιλείαν διηνυκώς εὐτυχῶς, τὸ δὲ γε τέλος οὐχ ὅμοιον ἐσχηκώς” (“πέθανε έχοντας διανύσει την περίοδο της βασιλείας του ευτυχισμένα, δεν είχε, όμως, παρόμοιο τέλος” [Επιτομή Ιστοριών Τομος Ε΄ σελ 258, Λειψία, B. G. Teubner]
Τα ηγετικά του προσόντα τον καθιστούν μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες του Βυζαντίου. Ήταν γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ανεψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού και, ουσιαστικά, θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών.
Ανήλθε στη στρατιωτική ιεραρχία και αποστάτησε κατά του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση και εγκλεισμό στη μονή Περιβλέπτου. Με τη συνδρομή του Ιωάννη Δούκα πήρε το θρόνο και παντρεύτηκε την εγγονή εκείνου, Ειρήνη Δούκα (όταν αυτή ήταν δώδεκα ετών).
Με την άνοδό του στο θρόνο, αντιμετώπισε, με τη βοήθεια των Βενετών1, τη νικηφόρα προέλαση των Νορμανδών από την Ιταλία, με αρχηγό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο. Παρά την αρχική του ήττα στο Δυρράχιο, ο Αλέξιος νίκησε στη Λάρισα το γιο του Γυισκάρδου, Βοημούνδο (που αντικατέστησε τον πατέρα του, μετά την εσπευσμένη επιστροφή εκείνου στη Σικελία).
Τον Οκτώβριο (ή Νοέμβριο) του 1083, ο Αλέξιος, με τον στρατηγό του Γεώργιο Παλαιολόγο2, ανακατέλαβε την Καστοριά από τον Βοημούνδο. Αργότερα, αντιμετώπισε επιτυχώς την απειλή από τα βόρεια, των τουρκικής καταγωγής Κουμάνων και Πετσενέγκων και προσπάθησε να ανακτήσει τις περιοχές της Μ. Ασίας που πριν από μερικά χρόνια είχαν περιέλθει στους Σελτζούκους Τούρκους, μετά την ήττα του Ρωμανού Διογένη στο Ματζικέρτ της Μ. Ασίας, στις 26 Αυγούστου 10713.
Από το 1096 επιδίωξε να αντιμετωπίσει διπλωματικά τους πρώτους Σταυροφόρους4, παρέχοντάς τους πλοία, προκειμένου να περάσουν στην Ασιατική πλευρά, με τον όρο να επιστρέψουν στους βυζαντινούς, τις περιοχές που θα ανακτούσαν από τους Τούρκους. Έτσι, επανήλθαν στο Βυζάντιο κάποια νησιά και περιοχές των παραλίων της Μ. Ασίας και του Πόντου, από την Τραπεζούντα μέχρι την Έφεσο. Οι Σταυροφόροι όμως, ίδρυσαν λατινικά κράτη, ανακαταλαμβάνοντας τους Άγιους Τόπους (1099). Τελικά, ο Βοημούνδος, που είχε καταλάβει την Αντιόχεια, παρέμεινε μέχρι το θάνατό του (1111), υποτελής του Αλέξιου.
Ο Αλέξιος, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά τη στρατιωτική ισχύ με εύστοχες διπλωματικές κινήσεις, πέτυχε να ανατάξει την προϊούσα φθορά της αυτοκρατορίας. Στον εσωτερικό τομέα ανασυγκρότησε την οικονομία και τη διοίκηση, οργάνωσε την παιδεία και ρύθμισε εκκλησιαστικά θέματα.
Απέκτησε τρεις γιους και τρεις κόρες. Η κόρη του Άννα, αποσύρθηκε στη Μονή Κεχαριτωμένης, όπου -πιθανώς- έγραψε την «Αλεξιάδα5» της. Σ` αυτήν παραθέτει τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και εκθειάζει τις πράξεις του, συμπληρώνοντας την «Ύλη Ιστορίας» του συζύγου της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αλέξιος υπέφερε από Ποδάγρα, οι επιπλοκές της οποίας, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία και φρικτούς πόνους, τον οδήγησαν στο θάνατο. Πριν το τέλος του, η σύζυγός του Ειρήνη και η πρωτότοκη κόρη του Άννα6, συνωμότησαν προκειμένου να αποτρέψουν τη διαδοχή του από τον δευτερότοκο γιο του, Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, προωθώντας ταυτόχρονα στο θρόνο τον σύζυγο της Άννας, στρατιωτικό και συγγραφέα Νικηφόρο Βρυέννιο, (ο οποίος δεν συναίνεσε σε αυτό). Ο Ιωάννης, όμως, πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του πατέρα του στη μονή Μαγγάνων, λίγο πριν εκείνος πεθάνει. Ετάφη στη Μονή Παμμακάριστου.
«Ο νόμιμος κληρονόμος του αυτοκράτορα ο Ιωάννης7, έμεινε κλειδαμπαρωμένος στο Ιερόν Παλάτιον με τη σφραγίδα της εξουσίας και η πρωτότοκη Άννα, η καισάρισσα, ωρυόταν, και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα, καταριόταν, και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός, παρατημένος Δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν ούτε τον έψαλαν, όπως του άξιζε, μ΄ ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή -έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Άρχων του κόσμου σε καλεί, ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει.» [Μάρω Δούκα, Ένας Σκούφος από Πορφύρα, εκδ. Κέδρος 1995, σελ 510]
1 Για τη βοήθειά τους αυτή, ο Αλέξιος προσέφερε στους ΒΕΝΕΤΟΥΣ σημαντικά προνόμια (τα οποία προσπάθησαν να περιορίσουν οι διάδοχοί του, ενισχύοντας τις αντίπαλες της Βενετίας, ναυτικές δυνάμεις της Γένοβας και της Πίζας).
2 Γ. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Γιος του πρώτου Παλαιολόγου, του Νικηφόρου, δούκα της Μεσοποταμίας. Η σύζυγός του Άννα Δούκα, ήταν αδελφή της συζύγου του Αλέξιου, Ειρήνης.
3 Την ίδια χρονιά οι ΝΟΡΜΑΝΔΟΙ κατέλαβαν το Μπάρι, τερματίζοντας τη βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία. (Η Νορμανδία ήταν χώρα της Β. Γαλλίας που κατοικήθηκε από τους σκανδιναβικής καταγωγής Βίκινγκς).
4 Την παρουσία των ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Αλέξιος με έκκληση προς τους δυτικούς, δραματοποιώντας τη συμπεριφορά των Τούρκων στους Αγίους τόπους. Ο Πάπας Ουρβανός Β, κάλεσε σε ιερό πόλεμο, παρόλο που η πρόθεση του Αλέξιου ήταν να προσελκύσει απλώς μισθοφόρους. (Το 1096, τμήμα Νορμανδών Σταυροφόρων πέρασε από την Καστοριά, κατευθυνόμενο από Ιταλία προς Κων/πολη).
5 ΑΛΕΞΙΑΔA: Έργο της Βυζαντινής χρονογραφίας, σε 15 βιβλία και γλώσσα αττικίζουσα, που καθιστά τη συγγραφέα, την πρώτη γυναίκα ιστοριογράφο, με εμφανή, την αρχαιομάθεια και την υψηλή καλλιέργειά της. Αποτελεί σημαντική πηγή για τα γεγονότα της Α΄ Σταυροφορίας.
6 ΑΝΝA ΚΟΜΝΗΝΗ: (1083-πιθανόν 1153): Πορφυρογέννητη κόρη του Αλέξιου, (ΠΟΡΦΥΡΑ: δωμάτιο του Ιερού Παλατιού, όπου γεννιούνταν οι αυτοκρατορικοί γόνοι). Από τις πιο μορφωμένες ανάμεσα στις γυναίκες -αλλά και άνδρες- της εποχής της. Ο Αλέξιος απένειμε στην ίδια τον τίτλο της Καισάρισσας και στο σύζυγό της, στρατιωτικό και συγγραφέα Νικηφόρο Βρυέννιο (το νεότερο), τον τίτλο του Καίσαρα (ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα).
7 Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Β΄ΚΟΜΝΗΝΟΣ ήταν γνωστός για τη σωφροσύνη, τη γενναιότητα και την καλοσύνη του, γι` αυτό και τον αποκάλεσαν Καλοϊωάννη. Τις αρετές αυτές επέδειξε και προς τη μητέρα του και την αδελφή του, παρόλο που εκείνες συνέχισαν να τον υποσκάπτουν, ακόμα και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο.