Ο Δημήτρης Μάνος, αυθεντικός εκφραστής της γενιάς του ’70 ή, αλλιώς, της γενιάς της αμφισβήτησης, συνεχίζοντας την μακρά συγγραφική του πορεία, που μετρά αισίως πάνω από πενήντα χρόνια αδιάλειπτης ενεργητικής παρουσίας και προσφοράς στα ελληνικά γράμματα και στον πολιτισμό μας, με την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου, «Έρχομαι τάχυ», Ιούνιος του 2024, από την Κάπα Εκδοτική, πιστοποιεί για μια φορά ακόμα ότι ανήκει στην χορεία εκείνων των μεγάλων διανοουμένων και στοχαστών, που υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπηρετούν με συνέπεια, σεμνότητα και σθένος όχι μόνο τις ιδεολογικές τους αναφορές αλλά και την ποιότητα μιας άλλης αισθητικής, που αποτελεί συνάμα πρόταση βίου ευδόκιμου και στις μέρες μας δυστυχώς κείται χύδην υπό διωγμόν. Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, έργο πολυσχιδές, που ανανεώνει και εξελίσσει με τρόπο προσήκοντα την θεματολογία και την γραφή, οδηγώντας την με τρόπο ευφάνταστο σε οξυδερκείς κορυφώσεις πνευματικών εκλάμψεων και ψυχικών συγκινήσεων.
Στο νεοεκδοθέν θεατρικό του έργο, «Έρχομαι τάχυ», γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της ανίκητης ερωτικής έλξης και του εξ αυτής εκπορευόμενου αχαλίνωτου πάθους, που επαναστατεί ασυγκράτητα ενάντια σε κάθε εμπόδιο εκπλήρωσής της, δικαιώνοντας την μυθική της καταγωγή ως δύναμης κοσμοκράτειρας, από την οποία αιμοδοτείται όχι μόνο το αρχέγονο φυσικό ένστικτο του ζωικού σφρίγους αλλά και του ανυπέρβλητου κάλλους του πόθου της κατάκτησης και της υποταγής στο ιδεώδες.
Ο δρόμος της εσωτερικής απελευθέρωσης διορύσσεται υπόγεια, στις κατεσκαμμένες και εγκεκαυμένες υπό του στροβίλου της πύρινης επιθυμίας προεκτάσεις στα άδυτα των λυγμών της ματαιωμένης βούλησης και της μεθοριακής παραφροσύνης. Η πάλη της συνείδησης να συντονιστεί με την αλήθεια της, υπερβαίνοντας τους ενδιάθετους κραταιούς μηχανισμούς ελέγχου, έχει ως αποτέλεσμα την διάσπαση και την ψυχική παράκρουση, που όμως δημιουργεί παράλληλα κι ένα πεδίο ατομικής προστατευτικής ασφάλειας της υπόστασης, διατηρώντας υπό προϋποθέσεις την ισορροπία της και την επιβίωση της. Εξάλλου, η παραφορά, η τρέλα κάποιες φορές, όσο επικίνδυνη κι αν είναι, είναι προτιμότερη από την αφομοίωση ή και την εξομοίωση με ένα ωμοφαγικό σύστημα που μοιάζει με χοάνη, έτοιμη να σε καταβροχθίσει στον δικό της σκοτεινό παραλογισμό.
Ο με κάθε κόστος αγώνας του ανθρώπου για την κατάκτηση της ελευθερίας του είναι βασικό θέμα του έργου, που, ενώ εκκινά και χρωματίζεται εντόνως από μια βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη και μιαν αγωνία ψυχολογικού χαρακτήρα, μεταπίπτει στο τέλος αδιόρατα σε κοινωνική κραυγή με πολιτικές σαφώς διαστάσεις που καταξιώνει ηθικά την συντετριμμένη συνείδηση.
Το έργο, ενώ μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση να είναι μόνον ερωτικό, στην ουσία του είναι και βαθιά πολιτικό. Η σφοδρή ερωτική επιθυμία είναι το προκάλυμμα αλλά και το εφαλτήριο της πιο επαναστατικής πράξης, να δίνεσαι και να υποτάσσεσαι από την μια στην δίνη της, αίροντας τις αυτοάνοσες δυνάμεις καθήλωσης και της άφορης στεγανότητας του περίκλειστου εαυτού, και από την άλλη να εξεγείρεσαι απέναντι σε όλους εκείνους τους κοινωνικούς μηχανισμούς καταστολής, θεσμοθετημένους και μη, που σε περιορίζουν και σε προσδιορίζουν, που σε υποβάλλουν και σε καταβάλλουν, παραβιάζοντας την βούλησή σου και καταστρατηγώντας τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι αυτό της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.
Πρόκειται για έναν ελεγειακό μονόλογο επί σκηνής, μια εξομολόγηση de profundis, που εξωτερικεύει τις λεπτές ψυχικές διακυμάνσεις της πρωταγωνίστριας μέσα σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον ανοίκειου εγκλεισμού, αποξένωσης, αποστέρησης και ιδρυματοποίησής της, που την κάνει να μοιάζει με ζώο λαβωμένο, αιχμάλωτο και ευάλωτο των αλλότριων διαθέσεων και της απρόκλητης βίας των εποπτικών οργάνων ελέγχου που ασκείται εν είδει “θεραπείας”. Γόος σπαρακτικός της άνυδρης θηλύτητας, μια μονωδία ερωτική, μια θρηνωδία της χαμένης μας ευαισθησίας, μια τραγωδία για την κτηνωδία του ναυαγισμένου πολιτισμού μας.
Η εξαιρετική γραφή, η οποία εικονογραφεί με ακρίβεια, ζωντάνια και παραστατικότητα όχι μόνον την εμφάνιση αλλά και το ήθος των προσώπων, τις ποιοτικές τους διαφορές, τις ψυχικές τους αφετηρίες, τις νοητικές τους διεργασίες, που εντείνουν τα μεγέθη της αντινομικής τους εντελέχειας και του συμβεβηκότος πάθους, αντιστοιχεί πλήρως και με την κινησιολογική τους περιγραφή στον χώρο, και μάλιστα, σε συνδυασμό με τον γλωσσικό πλούτο και την λεκτική ενάργεια ή ακόμα ακόμα και με τις κατά περίπτωσιν σιωπές, συνθέτουν έναν σκηνικό διάκοσμο αφαιρετικά υποβλητικό, κατάλληλο υφολογικά και αισθητικά με τον επιδιωκόμενο στόχο.
Το υψηλό και φροντισμένο επίπεδο του λόγου, που εκτείνεται εκφραστικά με τρόπο λεπτουργημένο εισδύοντας στον γενετικό πυρήνα των σημαινομένων, εντυπωσιάζει τον αναγνώστη τόσο από την εύστοχη κάθε φορά χρήση των λέξεων, την αμφισημία τους και την συμβολιστική τους επικάλυψη όσο και από την ποιητική χρήση της γλώσσας, τον λυρισμό ή και την κατά συνθήκην λακωνική αποφθεγματικότητα με το στοχαστικό βάθος που απαιτεί ο στιβαρός τρόπος προσέγγισης των υπό διαπραγμάτευση θεματικών εννοιών.
Ο Δημήτρης Μάνος για μια ακόμη φορά αριστοτεχνεί, εγκολπώνοντας όλα εκείνα τα διδάγματα της υψηλής θεατρικής δραματουργίας, και μας παρουσιάζει ένα πολυεπίπεδο αναγνωστικά και ιδεολογικά έργο, καθ’ όλα επίκαιρο, το οποίο προβληματίζει και αφυπνίζει, φέρνοντας στην μνήμη μας “οικεία κακά”. Ο έρωτας, με βάση την αρχή της απροσδοριστίας, παραμένει, τελικά, η μόνη συνειδητότητα, που επιτρέπει στην ύπαρξη να αναγνωρίσει τον αληθινό της εαυτό, αναίτια, φυσικά, κατά το εικός και το αναγκαίον. Έρωτας καθ’ υπόταξιν και κατ’ επιλογήν.