Καστοριά

Τα ρολόγια (της Χρυσούλας Πατρώνου)

Ούτε ένα, ούτε δυο. Αμέτρητα ρολόγια, από δύο τουλάχιστον, σε κάθε χώρο του σπιτιού. Μέχρι και στην αποθήκη υπήρχαν δύο: το ένα κρεμασμένο στον τοίχο, το άλλο στημένο σε ένα ράφι με εργαλεία. Και να ‘ταν μόνο αυτά; Ο ίδιος κυκλοφορούσε με δύο πάντα. Ένα στο χέρι· το άλλο, από εκείνα τα παλαιού τύπου στρογγυλά, χρυσά ρολόγια, περασμένο σε μια χοντρή, χρυσή αλυσίδα, ελλείψει γιλέκου, βρισκόταν στην αριστερή επάνω τσέπη του σακακιού. Και βέβαια, όλων των σχημάτων και μεγεθών. Υπήρχε επίσης χρωματική ποικιλία. Βασικό, καθημερινό μέλημα: να δείχνουν όλα ακριβώς την ίδια ώρα. Φυσικά, όχι και τόσο δύσκολη υπόθεση στη σημερινή εποχή, όπου ο χρόνος καθορίζεται με ειδικά συστήματα αυτοματισμού κουάρτς και πολύ σπάνια ξεφεύγει, έστω και δευτερόλεπτο. Αρκεί να το ρυθμίσεις μια φορά. Επιβραδύνει τον ρυθμό του μόνο όταν η μπαταρία αρχίζει να αποφορτίζεται. Αυτός, πάντως, με το που άνοιγε τα μάτια το πρωί, ξεκινούσε τον έλεγχο όλων των ρολογιών σε όλους τους χώρους. Και, σε όποιο δωμάτιο βρισκόταν ή απασχολείτο σε μια δεδομένη στιγμή, το βλέμμα του έπεφτε αυτόματα στα ρολόγια. Αν τώρα, τότε ακριβώς, τον ρωτούσες τι ώρα είναι, σε κοίταζε απορημένος και έλεγε: «Μια στιγμή, να κοιτάξω και θα σου πω» Σήκωνε το αριστερό του χέρι στο ύψος του στέρνου, παρατηρούσε προσεκτικά τους δείκτες του ρολογιού και απαντούσε: «τέσσερις και είκοσι ακριβώς!» ή, εννοείται, ό,τι κατέγραφε ο χρόνος τη στιγμή εκείνη. Όταν πάλι βρισκόταν με παρέα, έσκυβε και έβγαζε από το τσεπάκι του σακακιού το ολόχρυσο ρολόι αντίκα, που σημειωτέον, ήταν το μόνο που δούλευε με κουρδιστήρι, και το παρατηρούσε συνεχώς χωρίς να αντιλαμβάνεται βέβαια το πέρασμα του χρόνου. Δεν φαινόταν, άλλωστε, να τον απασχολούσε καθόλου ο χρόνος. Τα ρολόγια ήταν η μανία του. Πώς είναι οι ωραίες γυναίκες, οι οποίες βγάζουν όλη την ώρα το μικρό καθρεφτάκι της πουδριέρας και αυτοθαυμάζονται; Έτσι κι ο ίδιος. Συνταξιούχος, χήρος εδώ και πολλά χρόνια, ζούσε μόνος σε ένα πελώριο διαμέρισμα. Τα παιδιά μακριά, αλλά δεν του έλειπαν οι φίλοι και οι γνωστοί. Που σημαίνει, δεν ένιωθε μοναξιά, ή, αν ναι, δεν το ομολογούσε και ήταν πάντα γελαστός και καλοσυνάτος. Μια γυναίκα βοηθός, καθάριζε κάθε εβδομάδα το σπίτι και σιδέρωνε τα ρούχα. Για όλα τα άλλα φρόντιζε ο ίδιος. Ψώνιζε μόνος, μαγείρευε, έβαζε πλυντήρια πιάτων και ρούχων μόνος. Επικοινωνούσε με παιδιά και εγγόνια καθημερινά, την ίδια πάντα ώρα, όταν ήξερε ότι δεν θα τους ενοχλούσε. Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα. Επισκεπτόταν τακτικά τον οικογενειακό του γιατρό «για να ξέρω τι μου γίνεται» έλεγε και η ζωή του είχε ρυθμό αυτόματου ρολογιού.
Μόλις, ωστόσο, περνούσε από κάποιο ωρολογοποιείο, ή τμήμα ρολογιών πολυκαταστήματος, το οποίο είχε εκθέσει ένα καινούργιο μοντέλο επιτραπέζιου ή εντοιχισμένου ρολογιού στην προθήκη του, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Έμπαινε μέσα, ζητούσε να δει από κοντά το μοντέλο, το έπαιρνε στα χέρια, το γύριζε μπρος-πίσω, το εξέταζε προσεκτικά και, αν η τιμή δεν ήταν απαγορευτική, το αγόραζε και επέστρεφε πανευτυχής στο σπίτι. Τότε άρχιζε το μαρτύριο. Πού να το τοποθετήσει; Ποιο να καθαιρέσει για να βάλει το καινούργιο απόκτημα στη θέση του; Και το παλιό; Πού; Να το δώσει σε κάποιον, ούτε κατά διάνοια. Να το αποθηκεύσει με τα άλλα αποκαθηλωμένα; Εκεί πια, είχε φτάσει στο αδιαχώρητο. Τέλος πάντων, αφού περνούσε το λιγότερο μία εβδομάδα ώσπου να αποφασίσει, κατέληγε στο πελώριο μπαούλο στην αποθήκη. Τώρα, φαντάζεστε τι γινόταν όταν επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ιδίως τις νυκτερινές ώρες: το τικ-τακ από όλους τους χώρους, ακόμη και από την αποθήκη, δημιουργούσε μία μυστηριακή και ταυτόχρονα εκνευριστική ατμόσφαιρα για όποιον τύχαινε να βρεθεί στο σπίτι, εκτός από τον ίδιο. «Μα αυτό είναι το υπνωτικό μου!» έλεγε, «Τα τικ-τακ με νανουρίζουν και ποτέ μου δεν έχασα τον ύπνο μου εδώ μέσα.» Τα παιδιά του, όταν έρχονταν να τον επισκεφτούν, κατέλυαν στο πλησιέστερο ξενοδοχείο, με έξοδα του ιδίου, γιατί, εκείνα μεν δεν άντεχαν το ασταμάτητο τικ-τακ και έχαναν τον ύπνο τους, αυτός όμως, δεν ήταν δυνατόν να κοιμηθεί δίχως τον ρυθμικό χτύπο όλων των ρολογιών.
Τα παιδιά του περίμενε την επομένη και είχε ήδη κλείσει δωμάτια στο ξενοδοχείο. Θα γιόρταζαν τα ενενηκοστά του γενέθλια. Τα είχε ετοιμάσει όλα. Μέχρι και τούρτα με ενενήντα κεριά είχε παραγγείλει! Δώρα για όλους πακεταρισμένα. Γεμάτες λουλούδια οι ανθοστήλες.
Τον βρήκαν τα παιδιά φιμωμένο και δεμένο στο κρεβάτι του. Τα ρολόγια όλα έλειπαν από τους τοίχους και τα τραπέζια, τα λουλούδια πεταμένα στο πάτωμα. Μόνο στην αποθήκη εξακολουθούσε να ακούγεται το τικ-τακ των καθαιρεμένων ρολογιών. Οι αστυνομικοί βρήκαν κάτω από το μαξιλάρι του το ρολόι τσέπης με το κουρδιστήρι. Έδειχνε μία και δέκα και το τζάμι του ήταν ραγισμένο. Τα παιδιά του κατέθεσαν ότι το έβαζε εκεί κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί
Ο καταστηματάρχης του ωρολογοποιείου της γειτονιάς είπε ότι την προηγούμενη μέρα είχε αγοράσει από ένα χρυσό ρολόι για τον καθένα από τους επισκέπτες και ήταν πολύ χαρούμενος.
Ψάχνει τώρα το τμήμα δίωξης εγκλήματος τους δράστες της στυγερής δολοφονίας του καλοκάγαθου γέρου. Τόσα και τόσα ρολόγια, κάποιο δεν θα προδώσει τον δολοφόνο;
Χρυσούλα Πατρώνου
Πρώτη δημοσίευση, στο 10ο τεύχος του περιοδικού ΑΠΙΚΟ, αφιερωμένο στον ΧΡΟΝΟ, του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Ηρακλείου «Δ. Θεοτοκόπουλος»

Back to top button