Ο Νίκος Παναγιώτου θυμάται την Καστοριά των παιδικών του χρόνων, αλλά και την πλούσια δημοσιογραφική του πορεία
Μεγάλη συνέντευξη στον Νίκο Οικονόμου
Δημοσιογραφικός ο σημερινός πρωινός καφές. Με έναν άνθρωπο που έχει ζήσει τη δημοσιογραφία από πολλές πλευρές. Γράφοντας ρεπορτάζ, αλλά και διδάσκοντας στο πανεπιστήμιο για την τεχνική της επικοινωνίας, τη δημοσιογραφία και το ρεπορτάζ. Στην κουβέντα που είχαμε με τον Νίκο Παναγιώτου ο καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ θυμήθηκε την Καστοριά των παιδικών του χρόνων, την πρώτη εφημερίδα με τίτλο «Διέξοδος», όπου έκανε τα πρώτα του ρεπορτάζ, αλλά και την πλούσια δημοσιογραφική του πορεία. Που περιλαμβάνει εμπειρίες από τη Βρετανία και το Λονδίνο, την Ιαπωνία και τη Βαγδάτη, τη Deutsche Welle και τη Βόννη. Όταν τον ρωτάμε για τα χαρακτηριστικά του δημοσιογράφου απαντά χωρίς πολλές περιστροφές: «Πρέπει να μάθεις να ακούς. Δεν μπορείς να τοποθετείσαι χωρίς να ακούς, γιατί αλλιώς προβάλλεις το εγώ σου».
Γεννηθήκατε στην Καστοριά.Ναι, ναι.
Τι αναμνήσεις υπάρχουν από εκεί; Όταν λέμε Καστοριά τι σας έρχεται στο μυαλό;
Μου έρχεται στο μυαλό χειμώνας, λίμνη και γούνα.
Στο σπίτι οι γονείς με τι ασχολούνταν;
Γουναράδες.
Η πρώτη εικόνα από το σπίτι εκτός από τις γούνες;
Η πρώτη εικόνα είναι η οικογένεια, μεγάλη οικογένεια. Γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι στο οποίο ήμασταν μαζί με τα αδέρφια του πατέρα μου. Που σημαίνει ότι ζούσαμε στον ίδιο χώρο 15 άτομα. Τα πρώτα μου ξαδέρφια ήταν σαν αδέρφια. Οπότε το σπίτι είναι οικογένεια. Δηλαδή, ευρύ συγγενικό πλέγμα, αλλά και μια συνεχή κίνηση.
Σχολείο εκεί πήγατε;
Όλα εκεί. Δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο.
Πώς ήταν;
Πολύ ενδιαφέρον. Όταν έφευγα από το δημοτικό έκλαψα για τον δάσκαλο, έναν πολύ αγαπημένο Ηπειρώτη δάσκαλο, που συμπύκνωνε και συμπυκνώνει όλη αυτή την παράδοση που έχουν οι δάσκαλοι από την Ήπειρο. Ένας εξαιρετικός δάσκαλος ονόματι Χρήστος Αντωνίου που με παρακίνησε. Μετά στο γυμνάσιο ήταν η εποχή της αναζήτησης, ήταν η εποχή που πήγα Κατηχητικό εξαιτίας ενός εμπνευσμένου θεολόγου και το εγκατέλειψα όταν κάποιος μάς παρότρυνε να μην διαβάζουμε Λουντέμη. Και την επόμενη στιγμή διάβασα Λουντέμη και το εγκατέλειψα (γελάει).
Όλα αυτά στην Καστοριά;
Όλα, όλα. Και η Καστοριά είχε και πολύ έντονες πολιτικές μνήμες λόγω της λήξης του εμφυλίου πολέμου στο Γράμμο Βίτσι. Νομίζω ότι είναι ένα μέρος πολύ φορτισμένο αξιακά από αυτό το γεγονός και το καθόρισε, σε συνδυασμό με την εξωστρέφεια που είχε λόγω της οικονομικής παραγωγής της γούνας.
-Η πρώτη δημοσιογραφική ταυτότητα σε ηλικία 14 ετών
Τι θέλατε να γίνεται από μικρός;
Όταν ήμουν δημοτικό ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης ή οδοκαθαριστής. Αργότερα ήθελα να γίνω φούρναρης. Μετά μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το οποίο σπούδασα, δηλαδή Κοινωνικός Λειτουργός που ήταν μια πολύ συνειδητή επιλογή και η δημοσιογραφία.
Γιατί συνειδητή επιλογή;
Γιατί είχε μέσα της την έννοια της κοινωνικής προσφοράς, του δημοσίου χώρου και την έννοια της εμπλοκής με την κοινωνία. Αυτό που για μένα συμβολίζει η δημοσιογραφία, γιατί στα 14 μου χρόνια ήμουν και δημοσιογράφος σε μια τοπική εφημερίδα.
Όνομα θυμάστε;
«Διέξοδος» και έχω και τη δημοσιογραφική ταυτότητα. Εκεί είχαμε γράψει τα πρώτα μας κείμενα μέχρι τα 18 μας.
Σχολική εφημερίδα;
Όχι, κανονική ημερήσια εφημερίδα. Από έναν επίσης εμπνευσμένο άνθρωπο, τον Δημήτρη Κουτσομίτη, ο οποίος είχε ξεκινήσει και το River Party μαζί με μια άλλη ομάδα στο Νεστόριο.
Είμαστε σε ποια χρονιά;
Εγώ έχω γεννηθεί το 1971, άρα είμαστε το 1985.
Υπήρχε δηλαδή στο μυαλό σας η δημοσιογραφική πορεία.
Υπήρχε και ως πράξη. Πολύ. Γιατί ήμουν συνδρομητής του περιοδικού «Αρχαιολογία» που έβγαζαν οι εκδόσεις Λαμπράκη όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Επίσης αγόραζα τα τετράδια του Χατζηδάκη, Τα άνθη του Κακού, τον Σχολιαστή. Διάβαζα γενικά πολλές εφημερίδες.
Οι σπουδές ήταν στο ΤΕΙ Αθήνας;
Όλες, ναι. Στο ΤΕΙ Κοινωνικής Εργασίας ως Κοινωνικός Λειτουργός. Την πρακτική μου άσκηση την έκανα στις φυλακές του Κορυδαλλού, μετά ήμουν στην Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων του ΟΗΕ.
-Η φωτογραφία του φοιτητή Νίκου Παναγιώτου στο βιβλίο σπουδών του
Πώς ήταν τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα;
Μιλάμε για την περίοδο 1990 με 1999. Ήταν εξαιρετικά. Αν μπορώ σήμερα και δουλεύω με αυτούς τους ρυθμούς είναι γιατί πέρασα εξαιρετικά ωραία φοιτητικά χρόνια. Χωρίς να χάσω καμιά ημέρα.
Όταν λέμε εξαιρετικά φαντάζομαι ότι εμπεριέχεται και ο χαβαλές.
Όλα μαζί. Αλλά το κυριότερο ήταν ότι βίωσα και ένιωσα αυτή την ελευθερία που σου δίνει η φοιτητική νεότητα. Δηλαδή, το να μην σε νοιάζει που είσαι, τι θα κάνεις, να είσαι της ξεγνοιασιάς και να μην έχεις έγνοιες. Αυτή την ξεγνοιασιά την βίωσα στο απόλυτο.
Και μετά σπουδάσατε Πολιτικές Επιστήμες;
Ναι, στην Πάντειο, Πολιτικές Επιστήμες.
Αυτό ήταν πιο κοντά στη δημοσιογραφία.
Όλα είναι κοντά. Και ως Κοινωνικός Λειτουργός. Εδώ θα θυμηθώ δύο δασκάλους μου. Η πρώτη έλεγε ότι ο κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να ακούει τους άλλους. Και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του δημοσιογράφου: Πρέπει να μάθεις να ακούς. Και είναι χαρακτηριστικό όλων των κοινωνικών επιστημών. Δεν μπορείς να τοποθετείσαι χωρίς να ακούς, γιατί αλλιώς προβάλλεις το εγώ σου. Το δεύτερο που θυμάμαι είναι από έναν επίσης εμπνευσμένο δάσκαλο, που με παρότρυνε να συνεχίσω να πάω στην Αμερική για κοινωνική εργασία, αλλά εγώ του είχα ξεκαθαρίσει ότι επειδή και η πτυχιακή μου εργασία ήταν για τη δημοσιογραφία θα πάρω άλλο δρόμο.
Γιατί επιλέξατε στη δημοσιογραφία το θέμα της διαχείρισης κρίσεων;
Γιατί, λόγω του πτυχίου Πολιτικών Επιστημών θεωρούσα ότι η έννοια της κρίσης είναι εγγενής μέσα στην κοινωνία και μέσα στον κόσμο. Θεωρούσα και πιστεύω ακόμη πως η έννοια της επικοινωνίας, το πώς αντιλαμβανόμαστε και εκλαμβάνουμε τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Και ταυτόχρονα υπήρχε ένα κενό εκείνο το διάστημα σε αυτό το τομέα, που πριν δεν καλυπτόταν. Αυτό έκανα ως μεταπτυχιακό με υποτροφία Chevening, η οποία είναι το αντίστοιχο του Φουλμπράιτ από το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Στο Κεντ, έτσι;
Ναι, στο Λονδίνο όμως, γιατί είχε ένα εξειδικευμένο Kέντρο για τη διαχείριση κρίσεων, όπου δίδασκε επίσης μια πολύ ξεχωριστή καθηγήτρια, η Vivienne Jabri και κάναμε ουσιαστικά μαθήματα στο London School of Economics.
Τι πήρατε από εμπειρίες;
Έμεινα ένα χρόνο εκεί, αλλά πήγα έξι μέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Χαμός φαντάζομαι.
Χαμός, ναι, πολύ. Γιατί το πρώτο διάστημα αυτό που απαιτούνταν να συνηθίσω ήταν το γεγονός ότι συνεχώς πετούσαν…
Διαβάστε όλη τη μεγάλη συνέντευξη στο makthes.gr