Το “Όπου Υπάρχει Ελλάδα” και σήμερα ζωντανά από την Καστοριά και μιλάει με κατοίκους της περιοχής, πάει στο River Party με τις ΚΟΥΠΕΣ, ψάχνει για το Φράγμα…
River party: Μουσική, camping, δραστηριότητες στη φύση, φαγητό, ποτό, socialising και non stop διασκέδαση αποτελούν το σήμα κατατεθέν του διάσημου καλοκαιρινού party που διεξάγεται κάθε χρόνο στο Νεστόριο. Μετρά σχεδόν μισό αιώνα και το stage του έχουν περάσει τα μεγαλύτερα ονόματα.
Ένα έργο που θα μπορούσε να δώσει ανάσα στην περιοχή η οποία μαστίζεται από ανεργία είναι το φράγμα Νεστορίου. Ένα έργο που σταμάτησε στο 25% και παραμένει έτσι σχεδόν μια δεκαετία. Κάναμε αυτοψία στο φράγμα για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και μιλήσαμε με τον Δημήτρη Λαζαρίδη,
Ο κύριος Δημήτρης, ένας άνθρωπος μόνος σε ένα σύμπλεγμα όμορφων αλλά εγκαταλελειμμένων χωριών. Τον συναντήσαμε στα Κορέστεια του νομού Καστοριάς που επί χούντας άδειασαν τελείως και οι λίγοι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν στον νέο οικισμό. Από εκεί φέραμε στο γύρισμα και τον κύριο Βασίλη, έναν συνταξιούχο εκπαιδευτικό που κάποτε ζούσε στα μέρη αυτά.
Στο Άργος Ορεστικό συναντήσαμε την Κατερίνα Ζιώγα, μια ιδιαίτερη γυναίκα η οποία δούλεψε επί χρόνια στην αστυνομία της Νέας Υόρκης, αλλά ένα πρωί αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό της. Τι πυροδότησε αυτήν την απόφαση; Η άσκηση για επίθεση από ελεύθερο σκοπευτή!
Σιδέρης Σμαρόπουλος:
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, από την εταιρία προστασίας περιβάλλοντος, μας δείχνει την παραλίμνια πανίδα της Καστοριάς. Επίσης, περπατάμε μαζί του και βλέπουμε ίχνη αρκούδας και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε αν δούμε μπροστά μας ένα άγριο ζώο.
Το Γιαννοχώρι, ένα από τα χωριά του Γράμμου και μια ανάσα από τα σύνορα, επί δεκαετίες ήταν ακατοίκητο. Μέχρι που ο κύριος Νίκος Νικολαϊδης, πήγε να το κατοικήσει.
Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΛΑΧΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΠΕΣΙΑΛΙΤΕ ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ ΡΙΖΟΤΟ ΜΑΝΙΤΑΡΙΩΝ
Η αρχιτεκτονική των παλαιότερων αρχοντικών της Καστοριάς των αρχών του 18ου αιώνα, εμφανίζει μια κατασταλαγμένη μορφή με πυργοειδή κορμό και γραμμική διάταξη των οντάδων στους ορόφους. Τα πρώτα αρχοντόσπιτα από τα οποία διασώθηκαν πολύ λίγα, ανήκαν στην περίοδο της άνθησης του εμπορίου στην Βενετία και τις άλλες πόλεις των παραλίων της Αδριατικής. Είναι βασικά διώροφα, με παραδείγματα όμως και τριώροφων. Το ισόγειο και ο όροφος είναι πετρόχτιστα με ελάχιστους αεραγωγούς στο ισόγειο και λίγα μικρά παράθυρα στον ημιώροφο και τον όροφο. Ο δεύτερος όροφος είναι κτισμένος με ελαφρότερα υλικά, ιδιαίτερα το τμήμα που βλέπει προς την εσωτερική αυλή ή τη λίμνη, καθώς και όλα τα σαχνισιά που φωτίζονται με διπλή σειρά παραθύρων. Στα αρχοντικά της Καστοριάς συναντάμε την διακοσμητική της λαϊκής παραδοσιακής τέχνης των Ηπειρωτών και Δυτικομακεδόνων τεχνιτών και καλλιτεχνών (ζωγράφων, αγιογράφων, ξυλογλυπτών), εφαρμοσμένη κατά τον ίδιο τρόπο στους ναούς και στα αρχοντικά του 17ου και 18ου αιώνα, της ίδιας περιοχής, γεγονός που μας πείθει ότι οι ίδιοι τεχνίτες εργάστηκαν και στη διακόσμηση των ναών, απ’ όπου την μετέφεραν και την εφάρμοσαν και στα αρχοντικά