Δυο υπέροχες ανθρώπινες ιστορίες, το στιβαρό ιστορικό δράμα του Βάλτερ Σάλες, «Είμαι Ακόμη Εδώ», που ξεχωρίζει εμφανώς, και η δραματική ταινία κινουμένων σχεδίων του οσκαρικού Μισέλ Χαζαναβίσιους «Το Πιο Πολύτιμο Φορτίο» αναμένεται να τραβήξουν το ενδιαφέρον των σινεφίλ αυτή την εβδομάδα. Στο ευρύτερο κοινό απευθύνονται η ρομαντική κωμωδία «Τρελή από Έρωτα. Μπρίτζετ Τζόουνς: Η Επιστροφή», με την Ρενέ Ζελβέγκερ και η υπερηρωική περιπέτεια φαντασίας «Captain America: Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος». Για τους λάτρεις της Μαρίας Κάλλας, υπάρχει το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία – Τα Άγνωστα Ελληνικά Χρόνια της Κάλλας», ενώ το παιδικό κοινό θα διασκεδάσει με το animation «Dog Man» της Dreamworks.
Είμαι Ακόμη Εδώ
(“ I’m Still Here”) Ιστορικό δράμα εποχής, βραζιλιάνικης και γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Βάλτερ Σάλες, με τους Φερνάντα Τόρες, Σέλτον Μέλο, Φερνάντα Μοντενέγκρο, Βαλεντίνα Ερσάγκε, Ολίβια Τόρες κα.
Στιβαρό, βραδυφλεγές πολιτικό σινεμά και μια ανοιχτή καρδιά, ένα γελαστό πρόσωπο, μίας ηρωίδας, μιας μάνας που ξέρει να τιμά τη γυναικεία φύση, παλεύοντας να κρατήσει όρθιες πανανθρώπινες αξίες, με την αγάπη, την απαράμιλλη επιμονή της για δικαιοσύνη, μεταδίδοντας την ελπίδα για να πάει ο κόσμος μας ένα βήμα μπροστά.
Ο σημαντικός Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Βάλτερ Σάλες («Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας», «Στον Δρόμο», «Κεντρικός Σταθμός») έπειτα από δώδεκα χρόνια επιστρέφει με μια ακόμη σπουδαία ταινία, που βρίσκεται ανάμεσα στις υποψήφιες για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας, βασισμένος σε μια αληθινή ιστορία, απ’ τις πολλές της χουντικής περιόδου της χώρας του, με τις «εξαφανίσεις» αγωνιστών από το στρατιωτικό καθεστώς.
Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του ‘70, στην εποχή της στυγνής στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία και ένας πρώην βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, ο Ρούμπενς Παΐβα, ζει φιλήσυχα και αρμονικά με τη γυναίκα του Γιούνις και τα πέντε τους παιδιά. Το σπίτι τους, στην παραλία του Ρίο ντε Τζανέιρο, είναι πάντα ευήλιο, ανοιχτό και άνετο για να δέχεται φίλους, συγγενείς, συμμαθητές, πιτσιρίκια, όλους όσους αγαπούν και συνθέτουν τον κόσμο της οικογένειας. Εκείνη την εποχή όμως, πέρα από την καλοκαιρινή ανεμελιά υπήρχε και η βαρυχειμωνιά ενός διδακτορικού καθεστώτος που ήδη μετρούσε επτά χρόνια στην εξουσία και ήταν έτοιμο να εξαφανίσει οποιονδήποτε μπορούσε να το απειλήσει. Από τη χρυσή αμμουδιά, λίγα μέτρα παραπέρα, στο γραφείο του Ρούμπενς, οι άντρες μαζεύονταν για να συζητήσουν τις εξελίξεις. Πολλοί είχαν διαφύγει στην Ευρώπη, όσοι παρέμεναν και είχαν οποιαδήποτε σχέση με την Αριστερά ήταν υπό παρακολούθηση και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή, να βρεθούν μπροστά σε βασανιστές και στη συνέχεια να καταλήξουν στον ωκεανό, εκεί που πέταγαν τα πτώματα των αντιστασιακών οι στρατιωτικοί. Ο Ρούμπενς, χωρίς να χάνει ποτέ το κέφι του, ερωτευμένος με τη γυναίκα του και ενθουσιασμένος με τα παιδιά του, έκρυβε, ή νόμιζε ότι έκρυβε καλά, τη συμμετοχή του στην αντίσταση. Μία μέρα θα χτυπήσει η πόρτα και κάτι κουστουμαρισμένοι και καλοκουρεμένοι τύποι θα τον πάρουν για «κάποιες διατυπώσεις» και από τότε δεν τον ξαναείδαν ποτέ…
Για 25 χρόνια, όσο διαρκεί και η ιστορία, η γυναίκα του θα αφοσιωθεί στα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και στη μνήμη του συζύγου της, κρατώντας τον ζωντανό στη δικαστική της μάχη για την αναγνώριση της δολοφονίας του.
Ο Σάλες, όμως, ενορχηστρώνει κάτι πιο σημαντικό από μια καταγγελία για τον φασισμό, τις ξενόφερτες δικτατορίες, τα όργανά τους, τους φιλήσυχους νοικοκυραίους που κοίταγαν αλλού, εκείνους που έγιναν οικονομικοί παράγοντες και όλους αυτούς που αναθαρρούν κατά καιρούς. Παίρνει τη συλλογική παρατήρηση, τη γενικευμένη ιστορία των δικτατοριών και την περνά στο προσωπικό. Η αεικίνητη κάμερά του, αφήνει τα χαμόγελα, την οικειότητα, τους ήχους της ευτυχίας και της ελευθερίας, των νιάτων και την αγκαλιά της μητέρας, για να περάσει με έναν δεξιοτεχνικό τρόπο στη σκοτεινιά, περνώντας υπόγεια το αγχωτικό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό, μέσα από την οικογένεια του Παΐβα και ιδιαίτερα από τη αγωνίστρια σύζυγό του.
Το ιστορικό φιλμ, γίνεται ένα σφριγηλό πολιτικό θρίλερ, με τη γυναίκα του να παίρνει τα ηνία και αναδεικνύοντας ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό και αντίστροφα, κάτι που μας αφορά όλους και ειδικά στις σημερινές εποχές, όπου ο κόσμος φαίνεται να έχει πάθει αμνησία και να δέχεται με απάθεια τα φαινόμενα ενός ζοφερού μέλλοντος.
Όμως, ο Σάλες μιλά και για πολλά άλλα και σημαντικά, με μια πρωτόγνωρα οικονομική αφήγηση και μια γοητευτική νοσταλγία, χωρίς να πλατειάζει ή να μελοδραματοποιεί, όπως είναι η χαμένη ευκαιρία για να αναπτυχθεί η Βραζιλία της ελεύθερης σκέψης και των τεχνών, της μουσικής και του ανήσυχου πνεύματος και κυρίως για τους άξιους ανθρώπους που χάθηκαν και έμειναν σε φωτογραφίες να θαμπώνουν. Όπως και η μνήμη, την οποία όμως θα έρθει να επαναφέρει με το πείσμα της η Γιούνις, μία ακόμη ηρωίδα, μια γυναίκα, που θα μας συγκινήσει και πάντα θα τιμούμε.
Η Φερνάντα Τόρες, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παραδίδει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς, καταφέρνοντας να περάσει πανανθρώπινα μηνύματα, καθώς αγωνίζεται για τη μνήμη του άντρα της, για να σώσει τα παιδιά της, τα παιδιά όλου του κόσμου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Mια γυναίκα, με πέντε παιδιά, έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα κατάσταση όταν ο σύζυγός της, πρώην πολιτικός, συλλαμβάνεται από το στρατιωτικό καθεστώς στη Βραζιλία το 1971.
Το Πιο Πολύτιμο Φορτίο
(“ La Plus Précieuse des Marchandises”) Δραματική ταινία εποχής, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μισέλ Χαζαναβίσιους.
Ο Μισέλ Χαζαναβίσιους, έπειτα από το οσκαρικό και αριστοτεχνικό «The Artist» του 2011, έδειξε μία κάμψη η καριέρα του, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει τις προσπάθειές του για κάτι που θα μας εκπλήξει θετικά. Έτσι, από το 2019 έβαλε στόχο να γυρίσει την πρώτη, στη σταδιοδρομία του, ταινία κινουμένων σχεδίων, που λόγω της πανδημίας, πήγε πίσω και παρουσίασε πέρσι στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών.
Γυρισμένη με παραδοσιακό σχέδιο, η ταινία, που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζαν – Κλοντ Γκριμπέργκ, έχει μία ποιητική και εγκάρδια προσέγγιση για μια κατάμαυρη εποχή της ανθρωπότητας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, συνδυάζοντας με μαεστρία τη σκληρότητα μιας ιστορίας μίσους και ρατσισμού με την ομορφιά και την «αθωότητα» του animation.
Σε ένα απέραντο χιονισμένο δάσος, έξω από το χωριό και κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, ζει ένας φτωχός Πολωνός ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Το σφοδρό κρύο, η αβάσταχτη πείνα, η δυστυχία και ο πόλεμος έκαναν τη ζωή τους αφόρητη. Μια μέρα η γυναίκα τού ξυλοκόπου θα βρει ένα μωρό, πεταμένο από τα πολλά τρένα που περνούσαν με προορισμό το Άουσβιτς. Η σύζυγος, που ζούσε με τη θλίψη της γυναίκας που δεν μπορούσε να κάνει παιδί, θα δει αυτό το «πολύτιμο φορτίο», ως δώρο Θεού και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του άντρα της και το αυξανόμενο αντισημιτικό μίσος των κατοίκων του χωριού, θα αποφασίσει να το κρατήσει.
Ο Χαζαναβίσιους, που για μία ακόμη φορά επιστρατεύει τα εργαλεία του πρώιμου σινεμά, όπως είχε κάνει και με το «The Artist», καταφέρνει να μετατρέψει ένα τραγικό γεγονός και σε μία δυστοπική εποχή, σε μία οικεία και συγκινητική ιστορία, προσιτή ακόμη και από τους νεότερους, χάρη στην γοητευτική αφηγηματική της δύναμη.
Η ταινία θέτει ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση και την ενσυναίσθηση, ακόμη και κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, με την ανάγκη για ελπίδα, που συμβολίζει το μωρό και ζωή, που συμβολίζει η γυναίκα, παρόλο το έρεβος της εποχής. Βεβαίως και τα μηνύματα για τη διάχυση του ρατσιστικού μίσους ανάμεσα στους φτωχούς ανθρώπους ενός χωριού.
Το φιλμ, με εξαιρετική ποιότητα εικόνας, δημιουργεί ένα υποβλητικό στυλ που συνδυάζει ρεαλισμό και ποίηση, οι σκηνές διαπνέονται από την οπτική ένταση, χρησιμοποιώντας το φως και τον καπνό τον δυνατό ήχο των τρένων και τη βαριά σιωπή των χαρακτήρων, ενισχύοντας την ονειρική ατμόσφαιρα, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζεται διακριτά η σκληρή πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων.
Η ταινία, τη μουσική της οποίας υπογράφει ο Αλεξάντρ Ντεσπλά, διαθέτει τις φωνές καταξιωμένων Γάλλων ηθοποιών, ενώ ξεχωρίζει εκείνη του αφηγητή, του θρυλικού Ζαν Λουί Τρεντινιάν, που ηχογραφήθηκε λίγο πριν πεθάνει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας φτωχός Πολωνός ξυλοκόπος ζει με τη γυναίκα του, που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί, σε ένα χωριό. Ο κόσμος τους αλλάζει, ξαφνικά, όταν ένα μωρό ρίχνεται από ένα διερχόμενο τρένο με προορισμό το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η γυναίκα υπόσχεται να μεγαλώσει αυτό το παιδί, αψηφώντας τόσο την αρχική άρνηση του συζύγου της όσο και το αντισημιτικό μίσος των κατοίκων του χωριού.
Τρελή από Έρωτα. Μπρίτζετ Τζόουνς: Η Επιστροφή
(“ Bridget Jones: Mad About the Boy”) Αισθηματική κωμωδία, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Μάικλ Μόρις, με τους Ρενέ Ζελβέγκερ, Χιου Γκραντ, Λίο Γούνταλ, Τσιουέτελ Ετζιόφορ, Άιλα Φίσερ, Σάρα Σολεμάνι, Τζιμ Μπρόντμπεντ, Έμα Τόμπσον κα.
Μέρα που είναι ευκαιρία και για μία ρομαντική κωμωδία και μάλιστα με μια δοκιμασμένη συνταγή, όπως είναι αυτή των περιπετειών της άτακτης, μονίμως αναζητούσας ερωτικό σύντροφο, Μπρίτζετ Τζόουνς, σε αυτό το σίκουελ και τέταρτη ταινία της σειράς, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Έλεν Φίλντινγκ.
Από την πρώτη ταινία, με την Ρενέ Ζελβέγκερ, που έχει γίνει πλέον ένα με την Μπρίτζετ Τζόουνς, έχουν περάσει περίπου 25 χρόνια και παρότι η φρεσκάδα έχει εγκαταλείψει τόσο την ίδια όσο και τους δημιουργούς του φραντσάιζ, παραμένει ένα ισχυρό χαρτί στο είδος της ρομαντικής ανέμελης κωμωδίας.
Και αυτό γιατί παραμένει πιστή στο αυτοσαρκαστικό βρετανικό χιούμορ, τα χαριτωμένα, αν και μάλλον ελαφρώς ανάλατα, γκαγκς της ηρωίδας, που πλέον είναι μία άστατη χήρα, με δυο παιδιά και αναζητώντας πάντα τον έρωτα και τον εαυτό της.
Η Μπρίτζετ είναι και πάλι μόνη, χήρα εδώ και τέσσερα χρόνια, αφού ο Μαρκ σκοτώθηκε σε ανθρωπιστική αποστολή στο Σουδάν. Τώρα, είναι ανύπαντρη μητέρα του 9χρονου Μπίλι και της τετράχρονης Μέιμπελ, με την προσωπική της ζωή να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά της, με τη βοήθεια των φίλων της. Θέλοντας να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής και του έρωτα, θα επιστρέψει στη δουλειά και δοκιμάζει ακόμη και τις εφαρμογές γνωριμιών, ενώ θα την προσεγγίσει ένας γοητευτικός αρκετά νεότερος και ενθουσιώδης άνδρας. Θα πρέπει, όμως, να αντιμετωπίσει και την κριτική των τέλειων μαμάδων στο σχολείο, αλλά και το πρόβλημα με την απώλεια του πρώην συζύγου και πατέρα των παιδιών της.
Το μενού εκτελείται επαρκώς από τον κυρίως τηλεοπτικό σκηνοθέτη, Μάικλ Μόρις, οι ατάκες – κυρίως από τους δεύτερους ρόλους που κρατούν εξαίρετοι και εξαίρετες καρατερίστες – πέφτουν βροχή, τα αστεία διαδέχονται το ένα το άλλο, χωρίς, ωστόσο, να βρίσκουν πάντα στόχο, ενώ η επανεμφάνιση του Χιου Γκραντ, επαναλαμβάνοντας τον χαρακτήρα του αλκοολικού, φοβικού στη δέσμευση, μεγαλομανή, συναισθηματικού Ντάνιελ, επαναφέρει μία νοσταλγική γοητεία.
Ένα ανάλαφρο δίωρο, όπου το κωμικό ρομάντζο έρχεται να ισορροπήσει με μία οικογενειακή ταινία, αλλά παραμένοντας προβλέψιμη και με μία χαριτωμένη αφέλεια που υπηρετείται με άνεση από την Ζελβέγκερ, όπως και από το υπόλοιπο καστ, ενώ ο τηλεοπτικός σταρ Λίο Γούνταλ, που θα ανάψει ερωτικά την Μπρίτζετ Τζόουνς, μοιάζει με παραφωνία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Μπρίτζετ, που έχει μείνει χήρα με δυο παιδιά, θέλοντας να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής, θα γνωρίσει έναν γοητευτικό και αρκετά νεότερο άνδρα, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τις κακές γλώσσες του περίγυρού της.
Captain America: Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος
(“ Captain America: Brave New World”) Περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Τζούλιους Όνα, με τους Άντονι ΜακΚι, Χάρισον Φορντ, Σεθ Λόρινς, Ρόζα Σάλαζαρ, Λιβ Τάιλερ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο κα.
Εντάξει, η κατάσταση με τις υπερηρωικές ταινίες και ειδικά της Marvel εδώ και κάποια χρόνια έχουν γίνει ένα ατέλειωτο κινηματογραφικό deja vou. Ταινίες πλασμένες για ένα εθισμένο ευρύ νεανικό κοινό, που αγγίζει πλέον και τους σαραντάρηδες, στο ύφος και το περιεχόμενό τους.
Οι άνθρωποι της Marvel, ακολουθώντας πιστά τη συνταγή που έφερε δισεκατομμύρια στα ταμεία της, έχουν αρχίσει να εξαντλούν όλους τους υπόλοιπους, που θα ήθελαν να δουν μια υπερηρωική περιπέτεια, χωρίς, ωστόσο, να γνωρίζουν το λεπτομερές «βιογραφικό» κάθε χαρακτήρα και ιστορίες που μπορεί να έχουν ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια ή να έχουν περάσει ως υποσημείωση σε κάποιο κόμικς και σίγουρα μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος.
Ακόμη και όταν μια ταινία της Marvel είναι καλογυρισμένη και έχει κάποιο περιεχόμενο, δεν παύει να δείχνει κομπάζοντας ότι πρόκειται για ένα κατασκεύασμα, το οποίο στοχεύει στους εθισμένους λάτρεις των υπερηρώων, των εξόφθαλμων ψηφιακών εφέ, των χορογραφημένων σκηνών μάχης, σεκάνς θεαματικών καταστροφών, των λιγότερο ή περισσότερο γραφικών «κακών» ή των φτηνών, τις περισσότερες φορές, εξυπνάδων που πλασάρονται ως χιούμορ.
Εδώ, στο τέταρτο μέρος της σειράς Captain America, συνέχεια της τηλεοπτικής μίνι σειράς «The Falcon and the Winter Soldier» και συνολικά η 35η ταινία του Κινηματογραφικού Σύμπαντος της Marvel – η επαναλαμβανόμενη συνταγή που λέγαμε – ο Νιγηροαμερικάνος σκηνοθέτης Τζούλιους Όνα («The Cloverfield Paradox»), θα προσπαθήσει μία επανεκκίνηση του μύθου των ταινιών της σειράς, να φέρει και κάτι καινούργιο στο είδος, αλλά πολύ γρήγορα θα υποκύψει στη σιγουριά των δοκιμασμένα κλισέ, που έχει εφαρμόσει η εταιρεία και οι μικρές του παρεμβάσεις προς την ανανέωση του μύθου θα μείνουν χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο.
Λίγο μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Θαντέους Ρος, ο Σαμ Γουίλσον εμπλέκεται σε ένα σημαντικό διεθνές περιστατικό. Πρέπει να αποκαλύψει το γρηγορότερο τον υποκινητή μίας συνωμοσίας πριν αυτός βυθίσει τον κόσμο στο χάος. Κρατώντας την εμβληματική του ασπίδα, ο Σαμ Γουίλσον, γίνεται ο Κάπτεν Αμέρικα και πρέπει να αντιμετωπίσει τεράστιες προκλήσεις και τρομερούς εχθρούς για να σώσει τον πλανήτη από μία πρωτοφανή απειλή.
Ο Κάπτεν Αμέρικα δεν είναι απλώς ένας υπερήρωας, αλλά ένα αμερικάνικο σύμβολο για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ακεραιότητα, όπως και η ασπίδα που κρατά με σθένος στα χέρια του. Έτσι, όλα τα προφανή της συνταγής Marvel είναι παρόντα και αναμενόμενα, ενώ εξερευνά και τη μετάβαση του Σαμ Γουίλσον ως νέου Κάπτεν Αμέρικα, έναν ρόλο που ανέλαβε στην τηλεοπτική σειρά «Falcon and the Winter Soldier» και υποδύεται ο συμπαθής, κατά τ’ άλλα, Άντονι ΜακΚι.
Ωστόσο, για μια ακόμη φορά, μπαίνει και η πολιτική σε μια υπερηρωική ταινία, καθώς ο πατριωτισμός made in USA κολλάει με τον πρόεδρο Θαντέους Ρος, ρόλο που κρατά και πάλι ο γερόλυκος Χάρισον Φορντ, και μεταμορφώνεται σε έναν κακό πρόεδρο, παραπέμποντας στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ένας πρόεδρος που είναι οργίλος, διαρκώς θυμωμένος και απειλητικός ειδικά όταν μεταμορφώνεται σε Red Hulk. Μάλιστα, προσφάτως, ο έμπειρος ηθοποιός, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, είχε διαψεύσει αυτή τη σχέση, λέγοντας ότι «δεν νομίζω ότι είναι πρέπον μια ταινία της Marvel να υπαινίσσεται την πολιτική κατάσταση που βιώνουμε, οπότε όχι, ο πρόεδρος που υποδύομαι δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα». Μία απάντηση που δεν πείθει, αλλά ήταν απαραίτητη μετά τις τελευταίες εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και την αλλαγή του ενοίκου στον Λευκό Οίκο.
Από κει και πέρα, αναμενόμενο και το προβλέψιμο φινάλε, που φυσικά αφήνει ανοιχτό το κεφάλαιο, για ένα ακόμη σίκουελ, πάντα πιστό στην προσοδοφόρα ρετσέτα ανακύκλωσης της μυθολογίας της Marvel.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά τη συνάντησή του με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ Θαντέους Ρος, ο Σαμ βρίσκεται στη μέση ενός διεθνούς επεισοδίου και πρέπει να ανακαλύψει την αιτία πίσω από μια μοχθηρή παγκόσμια συνωμοσία…
Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα Άγνωστα Ελληνικά Χρόνια της Κάλλας
Ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Βασίλη Λούρα και Μιχάλη Ασθενίδη.
Ακόμη μία ταινία, ακόμη ένα ντοκιμαντέρ, για την κορυφαία ντίβα της Όπερας, αυτή τη φορά επικεντρωμένο στα χρόνια πριν από τη μεγάλη της διεθνή πορεία, δηλαδή από τη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα το 1937 μέχρι και το 1945, όπου έφυγε πικραμένη για την Αμερική, αλλά έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο.
Μία οχταετία για την οποία δεν είχαμε και τόσες πληροφορίες για την πορεία της Μαίρης Καλογεροπούλου, πριν γνωρίσει τον Μενεγκίνι και απογειωθεί η καριέρα της. Το ντοκιμαντέρ φωτίζει αυτές τις άγνωστες πτυχές της ζωής της, μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, ηχητικά ντοκουμέντα και πλήθος συνεντεύξεων.
Το φιλμ αναδεικνύει το ταλέντο και την αφοσίωσή της στην τέχνη, αλλά και την αντίστασή της στην πιεστική έως κακοποιητική συμπεριφορά της μητέρας της, σε μια διάρκεια οχτώ χρόνων, όταν η δεκατετράχρονη Μαίρη Καλογεροπούλου, όπως συστήνεται στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο και θα υπογράψει το πρώτο της συμβόλαιο στη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή το 1940 ως Μαριάννα, έως το 1945, όπου θα εγκαταλείψει την Αθήνα και λίγο πριν θα εμφανιστεί σε συναυλία ως Μαρία Κάλλας.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων που συνεργάστηκαν με την Κάλλας στα χρόνια της κατοχής, όπως του ιδρυτικού διευθυντή της ΕΛΣ Κωστή Μπαστιά, του σκηνοθέτη της πρώτης Tosca Ντίνου Γιαννόπουλου, της διευθύντριας χορωδίας Έλλης Νικολαϊδη, αλλά και παλαιότερες ηχογραφημένες συνεντεύξεις της ίδιας υψίφωνου, της δασκάλας της Ελβίρας ντε Ιντάλγκο, αλλά και συναδέλφων της, όπως η Ζωή Βλαχοπούλου και Μίτσας Κουραχάνη, είναι σαφώς πολύτιμες και αρκούντως ενδιαφέρουσες.
Το ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικής αισθητικής αλλά αναμφισβήτητα ενδιαφέρον, που υπογράφουν οι Βασίλης Λούρας και Μιχάλης Ασθενίδης, είναι φτιαγμένο με αγάπη, αν όχι και με λατρεία, από τους σκηνοθέτες για την Κάλλας και απεριόριστο σεβασμό στην ιστορία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ξεδιαλύνει αρκετές φήμες ή κάποια μυθολογία που συνοδεύει τον θρύλο της ντίβας, δίνει αρκετές πληροφορίες και προκαλεί την αναμενόμενη συγκίνηση.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Dog Man
(“ Dog Man”) Το τελευταίο animation της Dreamworks, που βρίσκεται στην κορυφή του μποξ όφις στις ΗΠΑ εδώ και δυο βδομάδες και υπογράφει ο έμπειρος Πίτερ Χάστινγκς. Όταν ένας πιστός σκύλος της αστυνομίας και ο αστυνόμος ιδιοκτήτης του τραυματίζονται εν ώρα καθήκοντος, μια παράδοξη, αλλά σωτήρια, χειρουργική επέμβαση ενώνει τους δύο σε ένα και έτσι γεννιέται ο Dog Man. Ένας σούπερ ήρωας που πρέπει να αντιμετωπίσει έναν πολύ κακό γάτο. Χαριτωμένη ταινία κινουμένων σχεδίων, που προβάλλεται και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τις φωνές των Θάνου Λέκκα, Γιώργου Ρέλλα, Αποστόλη Ψυχράμη, Δημήτρη Μάριζα, Χίλντα Ηλιοπούλου, Ίριδα Τσίμπρη, Βαγγέλη Στρατηγάκου κα.
Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο
Ελληνική ταινία, του Γιάννη Βεσλεμέ, που δύσκολα μπορεί να καταταχθεί, καθώς ο ιδιαίτερος σκηνοθέτης επιμένει στον δικό του ξεχωριστό κινηματογράφο, ενώνοντας την ψυχεδέλεια με ρετρό γοτθικά στοιχεία, τη μαύρη κωμωδία με τον τρόμο, την επιστημονική φαντασία με το δράμα ενηλικίωσης και όλα αυτά συνοδευόμενα με πλήθος σινεφιλικών αναφορών. Χειροποίητη εξτραβαγκάντζα από τον σκηνοθέτη της «Νορβηγίας», έχοντας στο πλευρό του άξιους συνεργάτες, όπως στο μοντάζ τον Γιώργο Μαυροψαρίδη και στη διεύθυνση φωτογραφίας τον Χρήστο Καραμάνη, ενώ τη μουσική υπογράφει ο Βεσλεμές. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τρία αδέλφια τα οποία κατασκευάζουν μια αυτοσχέδια χρονομηχανή με σκοπό να επαναφέρουν στη ζωή την από καιρό νεκρή τους μητέρα, ενώ τα πράγματα ξεφεύγουν όταν εμφανίζεται ο εκκεντρικός πατέρας τους. Πρωταγωνιστούν οι Πάνος Παπαδόπουλος, Γιώργος Κατσής, Άρης Μπαλής, Σάντρα Σαραφάνοβα, Αλεξία Καλτσίκη κα.
Χάρης Αναγνωστάκης/ΑΠΕ