Καστοριά

“Μικρέ, μη γίνεις σαν τον Light” (του Γιώργου Πάνου)

Τριάντα ετών, μεγαλωμένος στις Συκιές Θεσσαλονίκης, από πατέρα Πόντιο και μητέρα Κενυάτισσα, ο ράπερ Light, κατά κόσμον Χρήστος Ιωαννίδης, γράφει στίχους για “καθυστερημένη” γκόμενα που πάει σε ειδικό σχολείο.
Μία περιοχή που δημιουργήθηκε μετά την ανταλλαγή για να φιλοξενήσει πρόσφυγες η ιδιαίτερη πατρίδα του νεαρού “καλλιτέχνη”.
Θα μεγάλωσε λογικά γελώντας με αστεία για τους Ποντίους, αυτά που μεγάλωσαν και εμένα και με τα οποία πολλοί κάναν και κάνουν καριέρα διασκεδαστή, συχνά όντας οι ίδιοι ποντιακής καταγωγής.
Στα ανέκδοτα αυτά σίγουρα κάποια στιγμή θα εμφανίζεται και ένας μαύρος από την Κένυα που θα πουλά cd, θα ξεχωρίζει για τις ανατομικές του διαφοροποιήσεις έναντι των λευκών, θα μιλά διαφορετικά , θα αντιδρά ιδιοσυγκρασιακά, όπως και ο Πόντιος.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου, Πόντια 100% να γελά μάλλον από συγκατάβαση με τα περισσότερα ποντιακά ανέκδοτα. Ο πατέρας μου, ο γαμπρός της, είναι πολύ καλός στην αφήγησή τους, κάτι που με τα χρόνια πέρασε και σε μένα. “Γιώργο πες πώς δένουν οι Πόντιοι τα κορδόνια τους”. Έδενα τα κορδόνια μου μέσα στο καφενείο, στα γλέντια, στις μαζώξεις, βάζοντας το πόδι πάνω στην καρέκλα ενώ ταυτόχρονα έσκυβα για να δέσω το κορδόνι του άλλου ποδιού που πατούσε στο έδαφος. Χαριτωμένο; Μάλλον. Οι Σαρακατσάνοι συγγενείς γελούσαν με την ελαφρότητα του νεοφερμένου στα μέρη τους “Κωστίκα”, οι Πόντιοι αυτοσαρκάζονταν και όλα καλά. Θυμάμαι όμως και την ημέρα που πήγα τη γιαγιά να δει την ελληνική ταινία “οι Πόντιοι” με πρωταγωνιστές τον Βουτσά και τον Τσάκωνα. Ήμουν 14 ετών, λάτρευα τη γιαγιά και ήθελα να την πάω στο σινεμά.
Θα θυμάμαι πάντα την οργή της και την απέχθεια προς το πρόσωπο ενός ηθοποιού που είχε συνηθίσει να αγαπά. Μου ζήτησε να φύγουμε πριν τελειώσει η ταινία και μου είπε ότι ήταν ότι πιο “χαζό” έχει δει ποτέ. Ήταν αγράμματη και πανέξυπνη και ξέρω καλά ότι το “χαζό” σήμαινε χυδαίο. Οι Πόντιοι λοιπόν έμαθαν ή συνήθισαν να “γελούν” με τον ρατσισμό εναντίον τους. Αποδεχόμενοί τον και αναπαράγοντάς τον, τον ξορκίζουν και “εντάσσονται”.
Όπου Πόντιοι τώρα βάλε εσύ και Αλβανούς, Αφρικανούς, Ασιάτες και πάει λέγοντας. Βάλε “κρυφοπούστηδες” με μένος κατά της ομοφυλοφιλίας. Βάλε πιστούς δόγματος με μένος κατά των “αιρετικών”. Βάλε κόκκινους με μένος κατά των πράσινων και σκέψου γιατί το μένος αυτό φτάνει μέχρι το ραντεβού για ξύλο και μαχαίρωμα.
Την ενόχληση της υπό προϋποθέσεις αποδοχής δεν την ξεφορτώνεται κανείς εύκολα. Χρειάζεται να πλειοδοτήσει σε κάτι για να ενταχθεί. Ο πρόσφυγας συχνά γίνεται διώκτης προσφύγων. Το προσβεβλημένο θύμα του ρατσισμού προσβάλει άλλα θύματα.
Είσαι ο Χρήστος από τις Συκιές; Είναι ο πατέρας σου ένας “Γιωρίκας” που παντρεύτηκε μια “μαύρη”; Θες να βγεις από το επίκεντρο της ρατσιστικής προσοχής της γειτονιάς και του σχολείου σου; Εύκολο. Πάντα θα υπάρχει ο ανάπηρος. Και αν σου τύχει κανένας ζόρικος που αντιδρά, τυφλός , κωφός, κινητικά ανάπηρος, πάλι υπάρχει λύση. Παρατάς αυτόν και πιάνεις τον νοητικά ανάπηρο. Αυτός είναι γκανιάν.
Το χιούμορ μας βρωμάει ρατσισμό. Η προϋπόθεση της κοινωνικής αποδοχής μας είναι η δικαιολόγηση του ρατσισμού που φωλιάζει μέσα μας.
Μας αρέσει να λέμε ότι είμαστε δυτική κοινωνία και ίσως τελικά να είμαστε αυτό ακριβώς.
Μία κοινωνία δηλαδή που είναι βαθιά υποκριτική απέναντι στο πρόβλημα του ρατσισμού.
Από το Facebook του Γιώργου Πάνου

Back to top button