
Σκέψεις με αφορμή τις συνεχείς τροποποιήσεις των Ποινικών Κωδίκων.
Ως νομικός που βιώνει καθημερινά τη λειτουργία της Ποινικής Δικαιοσύνης, δεν μπορώ να μην επισημάνω με ιδιαίτερη ανησυχία ένα φαινόμενο που πλέον τείνει να παγιωθεί στην ελληνική έννομη τάξη: την αβάστακτη ελαφρότητα με την οποία ο Έλληνας νομοθέτης αντιμετωπίζει τους Ποινικούς Κώδικες.
1. Η αποσπασματικότητα ως κανόνας
Οι Ποινικοί Κώδικες (ΠΚ και ΚΠΔ) δεν αποτελούν μια τυχαία συλλογή διατάξεων. Είναι οργανικά κείμενα, όπου η κάθε διάταξη εντάσσεται σε ένα ενιαίο σύστημα αρχών και κανόνων. Συνιστούν ολοκληρωμένα και συστηματικά νομοθετήματα, όπου η εσωτερική συνοχή και η αρμονία των θεσμών αποτελούν conditio sine qua non για τη δίκαιη απονομή της Δικαιοσύνης. Η αλλεπάλληλη και αποσπασματική τροποποίησή τους, χωρίς συνεκτικό σχέδιο και χωρίς ουσιαστική νομοτεχνική φροντίδα, οδηγεί αναπόφευκτα σε αποδόμηση του εσωτερικού τους συνεκτικού ιστού. Η κατ’ επανάληψη μεταβολή βασικών θεσμών, όπως της υφ’ όρον απόλυσης, της παραγραφής ή του πλαισίου ποινών, διαρρηγνύει τη λογική συνοχή του Ποινικού Συστήματος και παράγει νομική ανασφάλεια. Δυστυχώς, η αποσπασματικότητα στις τροποποιήσεις, χωρίς ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό και με ελάχιστη νομοτεχνική επιμέλεια, οδηγεί σε αποδόμηση του ποινικού συστήματος και σε ενίσχυση της ανασφάλειας δικαίου.
2. Η ποινική νομοθεσία ως εργαλείο επικοινωνιακής διαχείρισης
Συχνά οι τροποποιήσεις δεν υπαγορεύονται από πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας ή της απονομής της Δικαιοσύνης, αλλά από πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες ή από ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης κρίσεων. Η ποινική νομοθεσία, όμως, δεν μπορεί να είναι πεδίο πολιτικού εντυπωσιασμού ούτε εργαλείο άσκησης μικροπολιτικής. Είναι θλιβερή διαπίστωση ότι πολλές από τις αλλαγές των τελευταίων ετών υπαγορεύθηκαν όχι από ουσιαστική ανάγκη προστασίας εννόμων αγαθών, αλλά από την πίεση επικοινωνιακών ή πολιτικών σκοπιμοτήτων. Έχω την πεποίθηση ότι το Ποινικό Δίκαιο δεν μπορεί —και δεν πρέπει— να λειτουργεί ως εργαλείο πρόσκαιρης πολιτικής κατανάλωσης. Κάθε επιπόλαιη αλλαγή υπονομεύει το κύρος της έννομης τάξης και την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη.
3. Η έλλειψη ουσιαστικής επιστημονικής διαδικασίας
Η σοβαρή μεταρρύθμιση των Ποινικών Κωδίκων προϋποθέτει εκτενή επιστημονικό διάλογο, δημόσια διαβούλευση, συμμετοχή όλων των άμεσα ενδιαφερόμενων επιστη-μονικών και κοινωνικών φορέων και, βέβαια, συντεταγμένη κωδικοποίηση. Αντίθετα, στην πράξη, παρατηρούμε ότι κρίσιμες τροποποιήσεις επέρχονται ενίοτε εσπευσμένα, με ελλιπείς αιτιολογικές εκθέσεις, ακόμη και σε άσχετα νομοσχέδια της “τελευταίας στιγμής”. Η εμπειρία έχει δείξει ότι σοβαρές αλλαγές στο Ποινικό Δίκαιο οφείλουν να προκύπτουν μέσα από μακρά επιστημονική επεξεργασία, ευρεία δημόσια διαβούλευση και συντεταγμένο διάλογο με την κοινωνία και τους φορείς της Δικαιοσύνης. Όταν, όμως, τροποποιήσεις κρίσιμων διατάξεων περνούν σχεδόν “νύχτα”, ενίοτε ως προσθή-κες σε άσχετα νομοσχέδια, η θεσμική υποβάθμιση είναι αναπόφευκτη.
4. Η απαξίωση της αρχής του ultima ratio
Το Ποινικό Δίκαιο ως ultima ratio πρέπει να ενεργοποιείται μόνο όταν άλλοι κλάδοι του Δικαίου αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την προστασία εννόμων αγαθών. Η συνεχής διεύρυνση της ποινικής καταστολής και η επιπόλαιη αύξηση των ποινικών απειλών (σε βαθμό σχεδόν “πειραματισμού”) υποβαθμίζουν τον χαρακτήρα της ποινικής κύρωσης και την αποξενώνουν από το προορισμό της. Η ποινική απειλή δεν είναι —και δεν πρέπει να είναι— το πρώτο εργαλείο στα χέρια του νομοθέτη. Η συνεχής επέκταση της ποινικής κύρωσης, σε συνδυασμό με την ακατάσχετη αύξηση των ποινών, οδηγεί σε πλήρη αποδυνάμωση του χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου ως ultima ratio και, τελικώς, σε απαξίωση της ίδιας της ποινικής καταστολής.
5. Οι επιπτώσεις την πράξη
Η αποσταθεροποίηση του ποινικού συστήματος έχει απτές και καθημερινές συνέπειες: Δικαστές και Εισαγγελείς καλούνται να εφαρμόσουν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και εσωτερικά αντιφατικό δίκαιο. Οι Δικηγόροι, από την πλευρά τους, δυσκολεύονται να παράσχουν στους εντολείς τους έγκυρες νομικές εκτιμήσεις για τις συνέπειες πράξεων και επιλογών τους. Το τίμημα της ελαφρότητας του νομοθέτη το πληρώνει, εν τέλει, η ίδια η κοινωνία.
6. Επίλογος
Η σταθερότητα, η προβλεψιμότητα και η συστηματικότητα της ποινικής νομοθεσίας δεν είναι πολυτέλεια· είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της ουσιαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Είναι, κατά την άποψή μου, επείγουσα ανάγκη να αποκατασταθεί ο σεβασμός προς το Ποινικό Δίκαιο ως κορυφαίο θεσμό προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να σταμα-τήσει η αντιμετώπισή του ως εργαλείο άσκησης πολιτικής. Η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα του ποινικού νόμου δεν αποτελούν μόνο προϋποθέσεις ορθής απονομής της Δικαιοσύνης· αποτελούν αναγκαίο όρο ελευθερίας σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Ο σεβασμός στον Ποινικό Κώδικα είναι, τελικά, σεβασμός στον ίδιο τον άνθρωπο. Η Ελλάδα έχει σήμερα ανάγκη όχι από ποινικές μεταρρυθμίσεις της στιγμής, αλλά από έναν σοβαρό, μακρόπνοο, θεσμικά υπεύθυνο σχεδιασμό, που θα υπερβαίνει τα όρια των εκάστοτε κυβερνητικών κύκλων και θα ανταποκρίνεται στις αξιώσεις μιας ώριμης έννομης τάξης.
Γεώργιος Ηρ. Κίτσος