ΚαστοριάΝεστόριο

Η ανθισμένη φτέρη (της Χρυσούλας Πατρώνου – Παπατέρπου)


Στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης είχε βρεθεί με όλη του την παρέα. Με τη συνοδεία των γονιών τους, φυσικά. Και ξεκίνησαν για τη μεγάλη βόλτα στον Γράμμο. Πρώτη του φορά ανέβαινε σε βουνό. Δεν ήξερε πού να πρωτοκοιτάξει, τι να χαρεί, τι να θαυμάσει, από τι να τρομάξει. Από τη μια μεριά του μονοπατιού βράχια απότομα και πελώρια τον έκαναν να νιώθει τόσο μικρός, τόσο αδύναμος… Από την άλλη, το μάτι χανόταν σε ένα απίστευτα πολύχρωμο δάσος∙ όδευε, όδευε τόσο μακριά, ώστε του ήταν αδύνατο να υπολογίσει την απόσταση και είχε την εντύπωση ότι θα έφτανε μέχρι την Αφρική, στη ζούγκλα, η ματιά του. Άκρη-άκρη στο πρανές, εκεί που άρχιζε η μετάβαση στο άπειρο του πράσινου, κάποια φυτά -θάμνοι;- δεν ήταν σίγουρος, τόσο πράσινα και τόσο φουντωτά, ακολουθούσαν τους περιπατητές στη διαδρομή και είχαν απορροφήσει όλη του την προσοχή. Πολύ θα ήθελε να τα πλησιάσει, να νιώσει την υφή τους στην παλάμη του επάνω.
Ναι, αλλά οι άλλοι ούτε που γύριζαν να τα κοιτάξουν, πού και να τα αγγίξουν. Οι μικροί του φίλοι προχωρούσαν χοροπηδώντας και γελώντας, σκουντώντας ο ένας τον άλλο και δεν έδιναν καμιά σημασία σ’ αυτά τα εξωτικά δεντράκια με το περίεργο φύλλωμα. Σαν δάχτυλα πελώριων χεριών, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Άρχισε να επιβραδύνει τον βηματισμό του, να μένει διστακτικά πιο πίσω και να πλησιάζει προσεκτικά στο πρανές. Ο αρχηγός της περιήγησης εξηγούσε και περιέγραφε τα πάντα, τι δέντρα, ποιες κορφές, ποια λαγκάδια ήταν αυτά που προσπερνούσαν. Για τα χέρια τα καταπράσινα, τα γεμάτα δάχτυλα, ούτε κουβέντα. Μόνο που αυτός για κείνα ήθελε ν’ ακούσει∙ αν ήταν δυνατόν να τ’ αγγίξει.
Την ώρα ακριβώς που μικροί μεγάλοι άκουγαν την εξιστόρηση για τη Χαράδρα του Χάρου και κανείς δεν πρόσεχε τις δικές του κινήσεις, βρήκε ευκαιρία να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα: πρώτα το ένα πόδι –ωραία-, στερεό έδαφος, έπειτα το άλλο και, την ίδια στιγμή, τον καλύπτουν ολόκληρο οι θάμνοι με τα πελώρια δάχτυλα. Μπροστά του, πίσω του, πάνω, κάτω, παντού γύρω του, μόνο αυτοί. Συνεχίζει προς τα κάτω και δυσκολία δεν συναντά καμιά στην κατηφόρα. Η φωνή του αρχηγού, οι όποιες ερωτήσεις της ομάδας φτάνουν μέχρι το σημείο στο οποίο έχει σταθεί, σαν να έρχονται από άλλον κόσμο. Μαγεύεται από τη σαγηνευτική ατμόσφαιρα. Και συνεχίζει την περιπλάνηση στο βασίλειο των άπειρων δακτύλων. Τα νιώθει να του χαϊδεύουν τα μαλλιά, να τον αγγίζουν στα γυμνά του χέρια, να του γαργαλούν τις ακάλυπτες γάμπες. Τι βλάστηση απόκοσμη κι αυτή! Αποφασίζει να ξαπλώσει στο γεμάτο ξερά φύλλα έδαφος, να ζήσει στο παραμυθένιο πράσινο παλάτι, που τώρα μόλις ανακάλυψε και που είναι όλο δικό του. Νιώθει μια γλυκιά κούραση να τον κατακλύζει, τα ματόκλαδά του να βαραίνουν. Αχ! Και ονειρεύεται πως τα δάχτυλα που τον χαϊδεύουν αρχίζουν να βγάζουν άσπρα, μοσχοβολιστά ανθάκια, να ευωδιάζει ο τόπος όλος, να πέφτουν σαν κομφετί πάνω στο πρόσωπό του, να του κλείνουν απαλά τα μάτια -μα, κλειστά δεν είναι τα μάτια όταν ονειρευόμαστε;- δεν ξεχωρίζει πλέον αν ονειρεύεται ή απλώς φαντάζεται τα πάλλευκα, μυρωδάτα άνθη ανάμεσα στα φυλλώματα και συνεχίζει να βυθίζεται σε έναν ύπνο βαθύ.
***
Πρώτα παρατήρησε την απουσία του ένας από τους φίλους. Προπορευόταν, μα κάπου-κάπου γύριζε το κεφάλι για να κάνει μια γκριμάτσα στον σιωπηλό και αμέτοχο στα δρώμενα πιτσιρικά. Με μεγάλες διασκελιές διέτρεξε την ομάδα σε ευθεία γραμμή, σε τεθλασμένη, κάθετα, οριζόντια. Τίποτα. Πλησίασε ανήσυχος τους γονείς του μικρού και ρώτησε μήπως ήξεραν πού κρύφτηκε. Κάπως έτσι αναστατώθηκε όλη η ομάδα, μαζί και ο οδηγός. Σταμάτησε η ξενάγηση. Ταραγμένοι οι γονείς, ανήσυχοι οι μεγάλοι, περίεργα τα παιδιά. Προσπάθησε ο οδηγός να επιβάλει κάποια τάξη, να εξηγήσει ότι δεν ήταν δυνατόν να είχε χαθεί ο μικρός ούτε να του είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο. Μάλλον κάπου θα κρύφτηκε ή μήπως επέστρεψε στο σημείο εκκίνησης επειδή βαρέθηκε ή κουράστηκε;
Ο πιο γρήγορος της παρέας ανέλαβε να τρέξει μέχρι το κτίριο. Κάποιος άλλος φρόντισε να μαζέψει τα παιδιά και να τα οδηγήσει στην αφετηρία της ξενάγησης. Υστερία είχε καταλάβει τη μητέρα. Άδικα προσπαθούσαν οι φίλες να την καθησυχάσουν. Ο πατέρας, οι άντρες και τα μεγαλύτερα παιδιά σκόρπισαν και άρχισαν να ψάχνουν φωνάζοντας συνεχώς το όνομα του μικρού. Απάντηση καμία. Η ώρα περνούσε. Οκτώβρης μήνας, η σκοτεινιά καταφθάνει νωρίς, το φως λιγοστεύει. Ίχνος κανένα. Ένα κλάμα, ένας στεναγμός, ένας ψίθυρος τέλος πάντων, κάτι, «κάτι να προδίδει την ύπαρξη ζωής», ολοφυρόταν η μητέρα.
***
Ο κυνηγός που είχε βγει για να εκπαιδεύσει τον σκύλο του και βρέθηκε τυχαία στο σημείο αυτό, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει. Θα προσπαθούσε να τον κατευθύνει πρώτα προς τη μεριά των βράχων, όπου ο μικρός ίσως κατάφερε να αναρριχηθεί και, περνώντας από την πίσω πλευρά, ούτε άκουγε ούτε είχε τη δυνατότητα να βρει τον δρόμο για το κτίριο. Μαζί του ο πατέρας∙ στεναγμό ανακούφισης η μάνα. Γύρισαν άπρακτοι. Θα ακολουθούσε η νότια πλευρά, εκεί που άρχιζε το δάσος με την πυκνή βλάστηση της φτέρης, στα πρανή. Έμειναν οι άντρες με τον αρχηγό, ο οποίος ανέφερε πως καθήκον του ήταν να ενημερώσει την Αστυνομία, να σταλούν ειδικές δυνάμεις, προτού πέσει παντού βαθύ σκοτάδι.
Δεν είχε προφτάσει να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν ο σκύλος άρχισε να γαυγίζει επίμονα και ξέφυγε βίαια από το λουρί του αφεντικού του. Στις φτέρες κατευθύνθηκε, με ένα συνεχές και ανυπόμονο αλύχτισμα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το γοερό κλάμα του μικρού. Ασυγκράτητο το κυνηγόσκυλο αναπήδησε προς το μέρος των κλαυθμών και παρά τις προτροπές του κυνηγού να σταματήσει, χύμηξε στους θάμνους και επέστρεψε σχεδόν αυτοστιγμεί, σέρνοντας από το μπουφάν ανάμεσα στα δόντια του, τον έντρομο μικρό. Τον εναπόθεσε στα πόδια του κυνηγού και τώρα το γαύγισμά του ήταν θριαμβευτικό. Το κορμάκι του παιδιού τρανταζόταν από σπασμούς. Όταν όμως σήκωσε το πρόσωπό του, διέκρινες στα μάγουλά του δύο σημάδια, ίδια πέταλα λουλουδιών. Γρατσουνιές από τα πέλματα του σκύλου; Ή τα μοσχομυριστά άνθη της φτέρης;
Ο πατέρας, κατόπιν επίμονης απαίτησης της μάνας, υπέβαλε έγκληση κατά του κυνηγού για πλημμελή φύλαξη του σκύλου. Μάρτυρες ψάχνει.
Όσο για τον μικρό, ακόμη ονειρεύεται την ανθισμένη φτέρη και αγγίζει συνεχώς τις γρατζουνιές στα μάγουλά του. Άδικα προσπάθησε να του εξηγήσει ο αρχηγός ότι η φτέρη ποτέ δεν βγάζει άνθη.
Στον Ραϋμόνδο, με τις απίθανες ξεναγήσεις του!
Το κείμενό της Χρυσούλας Πατρώνου – Παπατέρπου δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του “Nestorio Magazine”

Back to top button