Καστοριά

Πρόβα τζενεράλε για τα Ραγκουτσάρια (γράφει ο Ανδρέας Θ. Κυπαρίσσης)

http://fonikastorias.gr/wp-content/uploads/2016/12/%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CE%B9%CE%BF1.jpg

Με φόντο τον καρναβαλικό διονυσιασμό και σε αντίθεση με τον καθημερινό ρυθμό της πόλης, τα πνευστά σηκώνονται ψηλά, η μουσική ξεχύνεται στον αέρα και τα συναισθήματα με μιας αλλάζουν

Μπορεί το γεγονός των Ραγκουτσαριών να εκτυλίσσεται τον Ιανουάριο, ωστόσο ο Δεκέμβρης είναι κάθε άλλο παρά αδιάφορος μήνας για τις παρέες καρναβαλιστών, αφού βρίσκονται σε ρυθμούς εντατικής διαπραγμάτευσης με τις ορχήστρες. Πόσα πνευστά και πόσα νταούλια θα συνθέτουν την ορχήστρα αλλά και πόσες ώρες θα παίξει, είναι οι κυριότεροι όροι της διαπραγμάτευσης.

Για τις παρέες προτεραιότητα έχει η μουσική/οι μουσικοί κι αυτό γιατί η ποιότητα και η ένταση του ήχου θα κρίνουν και την τελική οικονομική συμφωνία, καθώς και τη συχνότητα με την οποία θα δίνονται τα δωρίσματα (τα έξτρα χρήματα) στο τριήμερο των Ραγκουτσαριών που θα ακολουθήσει.

Όταν λοιπόν, περί τα μέσα Δεκέμβρη, οι παρέες οριστικοποιήσουν τη συμφωνία, το μόνο που μένει είναι η πρόβα τζενεράλε. Δηλαδή, να δοκιμαστούν τα όργανα στο δρόμο πόσο μελωδικά και δυνατά παίζουν.

Έτσι, με φόντο τον καρναβαλικό διονυσιασμό και σε αντίθεση με τον καθημερινό ρυθμό της πόλης, τα πνευστά σηκώνονται ψηλά, η μουσική ξεχύνεται στον αέρα και τα συναισθήματα με μιας αλλάζουν. Με θεμελιώδες συστατικό τη μουσική οι παρέες αρχίζουν να προσφέρουν άρωμα Ραγκουτσαριών στην πόλη με την αγαπημένη τους πια συνήθεια, την πρόβα τζενεράλε. Οι συμμετέχοντες, ως πλανόδιοι χορευτές, με περίσσια ευδιαθεσία κι ένα πρωτότυπο χορευτικό στυλ (κάτι ανάμεσα σε απολαυστικό αργό περπάτημα και σε απολαυστικό αργό χορό), αλλάζουν το ρυθμό της πόλης που πάλλεται από κάτι δυνατό. Έστω κι αν δεν ξέρεις να χορεύεις (σιγά το δύσκολο δηλαδή), έστω και αν δεν έχεις όρεξη για χορό, είναι τόσο δύσκολο και τόσο αδιανόητο να μη σε συνεπάρει η μουσική και ο ρυθμός. Κάθε χορευτής, αφήνοντας τη σύνεση στο δρόμο, εκφράζεται πια μέσα από τη μουσική και το χορό, ενώ έχει να σου διηγηθεί αμέτρητα γνωστά και άγνωστα περιστατικά του δρόμου πρότερων ετών. Στην ουσία πρόκειται για τέσσερις με πέντε ώρες (όσο διαρκεί η πρόβα τζενεράλε) ασυμβίβαστης προσωπικής έκφρασης.

Η πρόβα τζενεράλε για τις παρέες δεν είναι απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα. Είναι έκφραση, είναι επικοινωνία, είναι άποψη γύρω από την οποία περιστρέφεται ολόκληρη η χρονιά. Η ιδέα γεννήθηκε από τις ίδιες τις παρέες κι επειδή μία φορά ποτέ δεν φτάνει, το έχουν κάνει συνήθεια εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Μέχρι σήμερα πρόβα τζενεράλε πραγματοποιούν τα “Παρτάλια”, οι “Γκουσταρίτσες”, τα “Τέκνα της Αμαρτίας”, τα “Μπουκλούκια”, οι “Γκουστάγκες”, οι “Μπιζ Μπιζέ” και οι “Σιάγκαρ, Μάγκαρ, Μαλιαμόρδες”. Μέσα εκεί όμως εισχωρούν μεμονωμένα άτομα και από άλλες παρέες όπως “Μπέτσκες Company”, “Τσιατλαμπάκες”, “Τσουρλίγκες”, “Μπούμπλιακες” και άλλες.

Το ευχάριστο είναι ότι αυτή η έκφραση, αυτή η άποψη, αναπτύσσεται με αξιοθαύμαστο ρυθμό στους νεότερους ηλικιακά. Κάποιοι δικαίως θεωρούν ότι η πρόβα τζενεράλε είναι το φυτώριο απ’όπου βλασταίνουν νέες παρέες καρναβαλιστών. Έτσι, όλοι μαζί χωρίς φραγμούς και με πολύ πάθος, αφήνουν στο περιθώριο την προσχηματική φράση “το ζήτημα είναι να περνάμε καλά”, και προσπαθούν να “χτίσουν” τον δικό τους μύθο γύρω από το έθιμο των Ραγκουτσαριών, αφού πρόβα τζενεράλε και Ραγκουτσάρια είναι πλέον έννοιες και γεγονότα αλληλένδετα.

Η υπόθεση του να βγουν οι παρέες για πρόβα τζενεράλε στο δρόμο εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει δύσκολη. Η πραγματικότητα όμως είναι κάπως διαφορετική. Πέρα από τα φυσικά εμπόδια (οι καιρικές συνθήκες του Δεκέμβρη) είναι και το οικονομικό. Οι λιγοστοί συνήθεις ύποπτοι (αυτοί που πληρώνουν τα όργανα), είναι αυτοί που ξοδιάζουν πρόθυμα κάθε χρόνο γι’αυτή τους τη συνήθεια. Κι όμως, υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί που με οδηγό τη μουσική και με ανάγκη έκφρασής της, δείχνουν ότι τα έθιμα μπορούν να κινούνται παράλληλα με μια κοινωνία που βιώνει καλά στο πετσί της την επαγγελματική στασιμότητα.

Η πρόβα τζενεράλε διαδραματίζεται όταν τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια αναβοσβήνουν στα παραθυρόφυλλα των σπιτιών και λιγοστές ψυχές κυκλοφορούν στα σοκάκια. Τότε, μέσα στην ησυχία της νυχτιάς, οι μουσικοί δημιουργούν ένα γοητευτικό παιχνίδι ηχητικών μεταμορφώσεων διανθισμένο με ευχάριστα σόλο. Είναι η στιγμή που ερωτεύεσαι τη μουσική πανδαισία των οργάνων. Εκστασιάζεσαι με τον απόηχο των πνευστών, που άλλα παίζουν ρυθμικά και άλλα ένα μακρύ ισοκράτημα μιας νότας, και χάνεσαι μέσα στον εκκωφαντικό ήχο του νταουλιέρη που συνοδεύει παθιασμένα τα πνευστά. Ενίοτε οι μουσικοί δημιουργούν πρωτότυπους επιτόπιους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάθεση της παρέας. Δίχως αμφιβολία είναι μουσική ελεύθερη-μουσικοί ελεύθεροι που θυμίζουν γενιά μποέμ καλλιτεχνών.

Σε τούτο το ιδιαίτερο γλέντι δεν υπάρχουν κανόνες παρά μόνο ένας όρος. Οι συμμετέχοντες να μην καθίσουν στιγμή, παρά μόνο να χορεύουν και ενίοτε να τραγουδούν (“Και το βράδυ, το βραδάκι,
είσαι σπίρτο που ανάβει φωτιά…”
), αποβάλλοντας τις αρνητικές σκέψεις της καθημερινότητας και με τη βοήθεια του κρασιού.

Στο δρόμο κερδίζουν τα χαμόγελα των λιγοστών περαστικών. Όλοι μαζί τυλίγονται στη ζεστή αγκαλιά της μουσικής που συνοδεύει ο κρύος Δεκέμβρης. Άλλωστε αυτές οι άτακτες αλλαγές καταστάσεων είναι που γοητεύουν την καθημερινότητά μας. Τα φλας των κινητών τηλεφώνων αναβοσβήνουν κυνηγώντας το επόμενο ενσταντανέ μεταξύ τους. Αβίαστα χαμόγελα, επιφωνήματα θαυμασμού, και χωρίς δεύτερη σκέψη οικονομική συνεισφορά στους μουσικούς (τα δωρίσματα που λέγαμε). Με μία κίνηση του χεριού τους προς τις τσέπες των σακακιών των μουσικών οι χορευτές εξαγοράζουν με ευρώ και δολάρια τη «μουσική συναλλαγή». Αυτή η συναλλαγή λειτουργεί ως ερέθισμα ώστε να αλλάξουν και πάλι οι μουσικοί χρωματισμοί απότομα. Με έναν εντυπωσιακό έλεγχο της τεχνικής και της δυναμικής από τους μουσικούς, η μουσική εκφράζεται σε αυτό το σημείο μέσα από τα πνευστά που εκρήγνυνται και από τον άγριο ήχο των κρουστών που δεν είναι απόλυτα συγχρονισμένος με τα πνευστά, προκαλώντας έτσι ένα μαγευτικό ηχητικό πανδαιμόνιο. Μέσα από αυτόν τον ομαδικό αυτοσχεδιασμό και μέσα από αυτή την ανορθόδοξη τεχνική παιξίματος, οι μουσικοί δίνουν ένα ιδιαίτερο μουσικό χρώμα που γοητεύει τους σύγχρονους ρομαντικούς, που δεν είναι άλλοι από τους χορευτές. Είναι το δικό τους “Αλέγκρο”. Γι’αυτό και τα κίνητρα των μουσικών για μια καλή εμφάνιση στην πρόβα τζενεράλε δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά είναι και κίνητρα καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η πρωτότυπη συνύπαρξη διαφορετικών επαγγελμάτων που χαρακτηρίζει την ορχήστρα όπως, αγρότης, στρατιωτικός, ιδιωτικός/δημόσιος υπάλληλος, καθώς και οι διαφορετικές ηλικίες αφού στην ορχήστρα συμμετέχουν από εικοσάρηδες μέχρι μουσικοί που έχουν πατήσει τα εξήντα. Όμως όλοι τους υπηρετούν τη μουσική στους δρόμους της πόλης με ένα πάθος που ξεπερνά την ιδιότητα του ερασιτέχνη μουσικού.

Και κάπου εκεί, όταν η τέρψη της ψυχής και του σώματος των χορευτών αγγίζει το αποκάμωμα, είναι η σειρά των μουσικών να απολαύσουν το τίμημα του κόπου τους. Με τα νταούλια ακουμπισμένα στο δρόμο και τα πνευστά παραμάσχαλα, επιθυμούν να γευτούν την ταυτισμένη με την απόλαυση της στιγμής ύπαρξη του τσιγάρου. Μετά το μουσικό παραλήρημα που προσφέρανε, όλη η ένταση και συνάμα η ευχαρίστηση αποτυπώνεται στην πρώτη δυνατή εκπνοή του καπνού.

Κείμενο – Ανδρέας Θ. Κυπαρίσσης

Σκίτσο – Βέρα Μασκαλίδου

 fonikastorias.gr

 

 

 

 

Back to top button