Πίσω στο 1932, ο κόσμος ερχόταν αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη οικονομική ύφεση που είχε γνωρίσει ποτέ. Τότε, ένας άντρας θέλησε να δοκιμάσει κάτι πρωτοποριακό. Το όνομά του ήταν Michael Unterguggenberger και ήταν ο δήμαρχος του Wörgl, της πόλης που έγραψε την δική της σελίδα στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Tο Wörgl ήταν σχετικά μικρό, αλλά ο πληθυσμός του είχε αυξηθεί ραγδαία στις αρχές του 20ου αιώνα. Όταν το κραχ έφτασε στην Ευρώπη, το 1929, ο Michael Unterguggenberger ήταν δημοτικός σύμβουλος. Δύο χρόνια αργότερα, εξελέγη δήμαρχος της πόλης, με έναν μακρύ κατάλογο δημοτικών έργων που φιλοδοξούσε να ολοκληρώσει. Όμως, βρέθηκε σε ένα γενικότερο καθεστώς πενίας και φόβου. Από τους 4.500 κατοίκους του Wörgl, οι 1.500 ήταν άνεργοι και πάνω από 200 οικογένειες απένταρες. Πολλοί άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να ικανοί να δουλέψουν, αλλά ο δήμαρχος μπορούσε να ξοδέψει μόνο 40.000 σελίνια.
Ο Unterguggenberger δεν ήταν ένας συνηθισμένος δήμαρχος. Γεννήθηκε σε μια φτωχή, αγροτική οικογένεια. Όταν μεγάλωσε, έγινε μηχανικός σε σιδηροδρόμους. Η προσωπική του αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επέτρεψε την επαγγελματική του ανέλιξη: έγινε εκπρόσωπος των εργαζομένων και δεν πήρε ποτέ του προαγωγή. Για τους υπαλλήλους του σιδηροδρομικού δικτύου, εξελίχθηκε στο πρόσωπο που αντιπροσώπευε τους αγώνες τους ενάντια στα συμφέροντα των εργοδοτών. Όλως παραδόξως, ο Unterguggenberger σε όλη του την ζωή επέμενε πως δεν ήταν μαρξιστής.
Αντιμέτωπος με το πρόβλημα και αποφασισμένος να μην το βάλει κάτω, ο Unterguggenberger δεν δαπάνησε τα 40.000 σελίνια του. Αντίθετα, κατέθεσε τα χρήματα με μια τοπική αποταμιευτική τράπεζα,ως εγγύηση, για την έκδοση 40.000 χαρτονομισμάτων Wörgl. Στις 5 Ιουλίου του 1932, συνεδρίασε με τα μέλη της επιτροπής Πρόνοιας και τότε ο δήμαρχος εξήγησε πως, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Silvio Gesell στο βιβλίο του «Η Φυσική Τάξη», η αργή κυκλοφορία του χρήματος ήταν ο κύριος λόγος για την άθλια κατάσταση της οικονομίας. Το χρήμα εξαφανιζόταν από τα χέρια των ανθρώπων που εργάζονταν και συσσωρευόταν στα χέρια λίγων, που δεν το επέστρεφαν στην αγορά.
Με αυτή τη λογική, ο Unterguggenberger αντικατέστησε τα σελίνια της Εθνικής Τράπεζας στο Wörgl με νέας μορφής «γραμμάτια». Το δημοτικό συμβούλιο τα εξέδιδε με ονομαστική αξία 1, 5 και 10 σελίνια. Συνολικά, τυπώθηκαν στο Wörgl 32.000 γραμμάτια, τα οποία τέθηκαν όσο πιο γρήγορα γινόταν σε κυκλοφορία.
Στις 31 Ιουλίου του 1932, με τα πρώτα 1.800 σελίνια πληρώθηκαν οι μισθοί των εργαζομένων στο δήμο και ξεκίνησαν τα έργα. Ήδη, η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος είχε αυξηθεί. Ο δήμαρχος, με στόχο να κάνει το χρήμα να κινείται διαρκώς, έβαλε άλλον έναν όρο στο χρηματοοικονομικό σύστημα της πόλης. Κάθε τέλος του μήνα τα χρήματα του Wörgl έχαναν το 1% της ονομαστικής τους αξίας. Για να μην υποστεί αυτήν την υποτίμηση, ο ιδιοκτήτης του γραμματίου το ξόδευε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε άλλη περίπτωση, όταν ξεκινούσε ο επόμενος μήνας, έπρεπε να αγοράσει ένα είδος «γραμματόσημου», με αξία το 1% της ονομαστικής αξίας του γραμματίου και να το κολλήσει πάνω του. Το σύστημα λειτουργούσε τόσο καλά, που οι πολίτες πλήρωναν ακόμα και τους φόρους τους, οι οποίοι ήταν υψηλοί, τελείως αδιαμαρτύρητα.
Τους επόμενους 13 μήνες κυκλοφορίας των γραμματίων, ο Unterguggenberger κατάφερε να τελειώσει όλα τα δημοτικά έργα που ήθελε να κάνει. Ανοικοδόμησε μάλιστα καινούρια σπίτια, μια δεξαμενή και μια γέφυρα, στην οποία υπήρχε πινακίδα που υπενθύμιζε ότι «Αυτή η γέφυρα χτίστηκε με δικά μας, Ελεύθερα χρήματα». Όμως το μεγαλύτερο επίτευγμα του συστήματος του Wörgl ήταν ότι κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο τα τεράστια ποσοστά ανεργίας, που ταλάνιζαν ολόκληρη την Αυστρία.
Μετά την επιτυχία του Wörgl, έξι γειτονικά χωριά αντέγραψαν το σύστημα, ενώ σε ένα από αυτά χτίστηκε δημοτικό κολυμβητήριο με τα πλεονασματικά έσοδα. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Eduoard Dalladier, όταν επισκέφτηκε την πόλη, έκανε λόγο για το «θαύμα του Wörgl». Τον Ιανουάριο του 1933, το πείραμα επαναλήφθηκε και στη πόλη της Kirchbuhl, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Unterguggenburger συναντήθηκε με εκπροσώπους από 170 διαφορετικές πόλεις και χωριά. Συνολικά, περίπου 200 αυστριακοί δήμοι ενδιαφέρθηκαν να υιοθετήσουν την ιδέα.
«Επισκέφθηκα το Wörgl τον Αύγουστο του 1933, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έναρξη του πειράματος. Οι δρόμοι, γνωστοί για την άθλια κατάσταση τους, ταιριάζουν πια με αυτούς της ιταλικής Autostrade (…) Ποτέ πριν δεν ξανάδα φορολογούμενους να μην διαμαρτύρονται (…) Οι άνθρωποι είναι ενθουσιώδεις με το πείραμα και εκφράζονται με πικρία κατά της Εθνικής Τράπεζας που αντιτίθεται στην έκδοση των νέων χαρτονομισμάτων (…) Το Wörgl έχει γίνει ιερός τόπος για τους μακροοικονομολόγους διάφορων χωρών. Μπορείς να τους αναγνωρίσεις (…) και ο πληθυσμός του Wörgl, υπερήφανος για την φήμη του, τους καλωσορίζει θερμά», γράφει ο μηχανικός Claude Bourdet, επισκέπτης από τη Ζυρίχη.
Οι εξελίξεις δεν ευχαρίστησαν την Κεντρική Τράπεζα , η οποία αποφάσισε να διεκδικήσει το δικαίωμα του μονοπωλίου και να απαγορεύσει άλλου είδους νομίσματα. Η υπόθεσή της δικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, το οποίο τελικά τη δικαίωσε. Παράλληλα, η έκδοση «νομίσματος έκτακτης ανάγκης» κρίθηκε παράνομη. Κάπως έτσι, το πείραμα τελείωσε άδοξα και το Wörgl επέστρεψε γρήγορα σε επίπεδα ανεργίας που έφταναν το 30%.
Η κοινωνική αναταραχή, απόρροια της οικονομικής εξαθλίωσης, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Αυστρία και το 1938 πολλοί άνθρωποι εξέφραζαν την ικανοποίησή τους για την πολιτική του Χίτλερ, βλέποντάς τον ως οικονομικό και πολιτικό σωτήρα. Η Αυστρία παραδόθηκε στην ναζιστική Γερμανία χωρίς μάχη. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στα σκαριά και, μπροστά σε όσα συνέβησαν αργότερα, το πείραμα του Wörgl ξεχάστηκε.