Ολα ξεκίνησαν το ζεστό Σαββατοκύριακο της 1ης Αυγούστου 1918. Το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων μεταναστών του Τορόντο -οι πιο βίαιες ταραχές στην ιστορία της πόλης- καταγράφηκε από τον Τύπο της εποχής ως «Τoronto troubles». Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει έναν αιώνα μετά ασαφής, αν και σύμφωνα με ιστορικές πηγές, μεταξύ των νεκρών ήταν 29 γυναίκες και 6 παιδιά, ενώ οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες.
Την 1η Αυγούστου 1918 ένας ανάπηρος βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Claude Cludernay, ενώ βρισκόταν στο ελληνικής ιδιοκτησίας White City Café, στο Τορόντο, επιτέθηκε μεθυσμένος σε έναν σερβιτόρο ο οποίος τελικά κατάφερε να τον διώξει από το μαγαζί και να καλέσει την αστυνομία. Το γεγονός αυτό, παρότι ασήμαντο, προκάλεσε οργή εναντίον των Ελλήνων μεταναστών, και την επόμενη μέρα, ένα άγριο πλήθος, (οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο ακόμη και για 50.000 άτομα, στρατιώτες και πολίτες), με επικεφαλής 150 βετεράνους του πολέμου, που συνεχιζόταν ακόμα, άρχισε να καταστρέφει και να λεηλατεί με απίστευτο μένος τις ελληνικές επιχειρήσεις στο κέντρο της πόλης. Παρά το γεγονός ότι, άνθρωποι και μαγαζιά ήταν στο έλεός τους, οι αστυνομικοί παρέμειναν θεατές.
Οι Έλληνες «slackers» όπως τους αποκαλούσαν, είχαν ενεργό ρόλο στο εμπόριο, και είχαν ανοίξει δημοφιλή καταστήματα στο Τορόντο, γεγονός που προκαλούσε στους βετεράνους δυσαρέσκεια. Η μη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την αρχή -η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στις 28 Ιουνίου 1917 και η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιώτες που εντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο αγγλογαλλικό στράτευμα που πολεμούσε στη Μακεδονία- είχε εκληφθεί από τους Καναδούς βετεράνους (και όχι μόνο) ως υπεκφυγή, καθώς οι ίδιοι μετείχαν στο πλευρό της Αντάντ.
Το βράδυ της 3ης Αυγούστου ο στρατός και η στρατιωτική αστυνομία, που κλήθηκαν να επαναφέρουν την τάξη, μετά την ενεργοποίηση από τον δήμαρχο της πόλης, του νόμου περί καταστολής ταραχών (Riot Act), ενεπλάκησαν σε σφοδρά επεισόδια με τους ταραξίες στο κέντρο του Τορόντο. Αλλά, τελικά έγιναν μόλις 25 συλλήψεις. Το ύψος των ζημιών που προκλήθηκαν ξεπερνούσε το 1 εκατ. δολάρια (σε τιμές του 2010). Μεταξύ άλλων επίθεση δέχτηκαν περισσότερα από 20 εστιατόρια, κυρίως στους δρόμους Yonge και Queen Streets. Οι αιματηρές ταραχές έληξαν στις 5 Αυγούστου.
Μετά τα επεισόδια η ελληνική κοινότητα του Τορόντο εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση η οποία ανέφερε ότι οι Έλληνες υποστήριζαν τους Συμμάχους. Ανέφεραν επίσης ότι όσοι Έλληνες είχαν λάβει την καναδική υπηκοότητα είχαν υπηρετήσει στον καναδικό στρατό και ότι περισσότεροι από 2.000 Έλληνες, πολλοί εκ των οποίων από το Τορόντο, είχαν πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το Καναδικό Εκστρατευτικό Σώμα (Canadian Expeditionary Force). Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρονταν ότι τουλάχιστον 5 Έλληνες από το Τορόντο είχαν χάσει τη ζωή τους πολεμώντας με το Καναδικό Εκστρατευτικό Σώμα, ενώ άλλοι 10 είχαν μείνει ανάπηροι και ότι, 135 Έλληνες του Τορόντο που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, είχαν πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία). Σημειώνεται ότι, κανένας Έλληνας δεν αποζημιώθηκε για τις καταστροφές.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστημίου York και μελετητή της νεοελληνικής ιστορίας, Τόμας Γκάλαντ, συν-συγγραφέα του βιβλίου «The 1918 Anti-Greek Riot in Toronto», τα γεγονότα αποτύπωναν με τον πιο άγριο τρόπο τον υφέρποντα ρατσισμό εναντίον των μεταναστών της εποχής, που έμοιαζε με ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί με την παραμικρή αφορμή.
Τo ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων επιχειρεί να φωτίσει -καθώς πτυχές των ταραχών παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι- το ντοκιμαντέρ του John Burry με τίτλο «Violent August» (2009), στο οποίο, πέραν του αρχειακού υλικού, περιλαμβάνεται και συνέντευξη με τον καθηγητή Γκάλαντ. Κάθε χρόνο, στις 2 Αυγούστου, οι Καναδοί συγκεντρώνονται στην ελληνική συνοικία τιμώντας τη μαύρη επέτειο του ρατσιστικού εκείνου πογκρόμ.