Καστοριά

Το μαρτυρικό τέλος του οσίου Ιακώβου του εκ Καστορίας την 1η Νοεμβρίου 1520

«… Ο τύραννος (ο Τούρκος Σουλτάνος Σελήμ ο Α΄, 1470 – 1520), εθυμώθη και επρόσταξε να ξύσουν τας σάρκας του οσίου Ιακώβου και των μαθητών αυτού Ιακώβου Διακόνου και Διονυσίου Μοναχού με σιδηρά ονύχια. Και είπεν, ανίσως κάμουν το πρόσταγμά μου και αρνηθούν τον Χριστόν, να ελευθερωθούν από τας παιδείας, ειδέ να παιδευθούν. Λέγοντες αυτά άρχισαν οι τζελάτηδες (: αιμοσταγείς δήμιοι), και άλλος εξούσε τας σάρκας των αγίων, άλλος έκρουε τας σαγόνας των, και άλλος εβάστα κρέας και ηνάγκαζε τους αγίους να φάγουν, ηξεύροντες ότι οι μοναχοί δεν τρώγουν κρέας. Τόσον τους εβασάνισαν οι κατηραμένοι, ώστε η γη όπου έστεκον οι μάρτυρες εκοκκίνισεν από το αίμα τους. Ο τύραννος εθαρρούσε πως θέλουν φοβηθή τας παιδείας, να γυρίσουν εις την πίστιν του. Οι άγιοι όμως, όντες στερεοί και ανδρείοι εις την ψυχήν και έτσι πικρώς βασανίζαμενοι, καθόλου δεν ήκουσαν τας φλυαρίας του, αμή ασύγκριτος περισσότερον αγαπούσαν εκείνα τα καλά, ήτοι τον παράδεισον, παρά ταύτα τα γήινα. Διά τούτο υπέμειναν και τας παιδείας με χαράν, ελπίζοντες με αυτάς ν’ απολαύσουν την λαμπρότητα των δικαίων και την αδάπανον τροφήν, καθώς και την απήλαυσαν. Οι τζελάτηδες εκουράσθησαν και είπαν του τυράννου το αμετάθετον των αγίων.

Εκείνος επρόσταξε να τους φυλακίσουν, να τους φέρη και εις άλλην εξέτασιν. Ύστερα από τρεις ημέρας καθήσας εις το κριτήριον, επρόσταξε και έφεραν τους αθλητάς έμπροσθέν του. Είπε τότε τους βασανιστάς να βγάλουν λουρία από τα βυζία τού τρισολβίου γέροντος έν ταις πλάταις και έως τους νεφρούς και να βάλουν και ξύδι εις τας πληγάς και πάλιν να τους φυλακίσουν, διά να στοχασθή πικρότερα βάσανα. Ύστερα από ολίγας ημέρας τους έφερε πάλιν εις το κριτήριον. Τούς είδε και ήταν χαρούμενοι και είχαν τας παιδείας διά χαράν και αγαλλίασιν και γλυκύτατον ξεφάντωμα και τους εκαταγελούσαν. Τότε επρόσταξε να κατασχίσουν με σιδηρά ονύχια τους τίμιους πόδας τους, να κατακαίουν τας πληγάς τους με λαμπάδες και να τις τρίβουν κατόπιν, με τρίχινα πανιά, χωρίς λύπην. Ωσάν ετελείωσε και αυτή η παιδεά καί άλλαι πολλαί, όπου έγιναν εις διάστημα δέκα επτά ημερών, τότε απεφάσισεν ο κατηραμένος και αλιτήριος να τους κρεμάσουν!

Η Καστοριά, η επίγεια πατρίδα του οσίου Ιακώβου.

Λαβόντες οι φονείς τους μάρτυρας της αληθείας, τους έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης και της τελειώσεως! Και ο μεν όσιος (ώ του θύματος) περιπατώντας ήλθεν εκεί, όπου δεν είχε κρέας εις τους πόδας του, αμή ήτον τα κόκκαλα γυμνά. Τούτο ιδόντες οι άνθρωποι όλοι εθαύμασαν. Οι δέ άλλοι δύο εβαστάζοντο υπ’ ανθρώπων, διότι δεν ημπορούσαν να περιπατήσουν από τας πολλάς παιδείας. Καθώς έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως εζήτησεν ο όσιος καιρόν να προσευχηθή, αλλ’ οι Τζελάτηδες του είπαν, καθώς θέλεις έτσι κάμε. Τότε ο άγιος λαβών τον Διάκονον, τον έστησεν εκ δεξιών και τον άλλον εξ αριστερών. Και τους λέγει: «ώ τέκνα μου, καιρός είναι να υπάγωμεν προς τον ποθούμενον Χριστόν, διά τον οποίον και τας παιδείας υπομείναμεν. Ας προσευχηθώμεν, λοιπόν, και διά τον κόσμον και διά την Εκκλησίαν, ευχαριστούντες τον Κύριον, διότι μας ελευθέρωσεν από τούτον τον μάταιον κόσμον, και μας κατηξίωσε της ατελευτήτου βασιλείας του κληρονόμους. Ταύτα είπε, και ευθύς χείρας και όμματα υψώσας εις τον ουρανόν, προσηύξατο με τους άλλους δύο. Εκ τρίτου δε επί την γην πεσόντες και προσκυνήσαντες τον Κύριον, τον ηύχαρίστουν, διότι τους ηξίωσεν εις το μαρτύριον. Τότε έβγαλεν από τον κόρφον του ο όσιος τρεις μερίδες αχράντων μυστηρίων. Έδωκε την μίαν εις τον Διάκονον και την άλλην εις τον Διονύσιον και αυτός την τρίτην μερίδα μετέλαβε. Χείρας δε και όμματα υψώσας προς τον ουρανόν, με μεγάλην φωνήν είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδωμι το πνεύμα μου». Και με χαριέστατον πρόσωπον παρέδωκε το πνεύμα, πεσών νενεκρωμένος.

Ειδόντες δε οι δήμιοι το γενόμενον και ο λαός όστις έστεκεν εκεί εθαύμασαν! Τότε επήγεν ένας στρατιώτης και είπεν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε τύραννος είπεν, ότι και νεκρόν το σώμα να το κρεμάσουν. Τους δε μαθητάς του τον ένα εκ δεξιών και τον άλλον εξ αριστερών. Έτσι και αυτοί οι μακάριοι παρέδωκαν το πνεύμα τω Κυρίω.

Ούτω λοιπόν ετελείωσαν οι καλλίνικοι Οσιομάρτυρες την 1ην του Νοεμβρίου μηνός, κατά το έτος 1520.

Τα δε τίμια αυτών λείψανα κάποιοι χριστιανοί τα ηγόρασαν και τα έφεραν εις μίαν χώραν έξω της πόλεως τρία μίλια, ονομαζομένην Αρβανιτοχώριον. εκεί κατέθεσαν αυτά χωριστά καθ’ έν εις τόπον και μνημείον. Τον δέ θείον Ιάκωβον εν τω μέσω των δύο μαθητών. Με την πρέπουσαν τιμήν, ευλάβειαν, και σέβας τους εκήδευσαν, εις δόξαν του παντάνακτος θεού. Εις πάσαν επίσημον εορτήν και Κυριακήν εφαίνετο φώς εις τα μνήματά των κατεβαίνον από τον ουρανόν. Αυτό το φώς όχι μόνον ένας, ή δύο το έβλεπον, αμή και όσοι εκατοικούσαν εις εκείνην την χώραν, έως ότου επάρθησαν τα τίμια λείψανα απ’ εκεί από τους μαθητάς του οσίου. Και ταύτα μεν περί της τελειώσεως του τρισμάκαρος και τρισολβίου πατρός ημών Ιακώβου, και των συν αυτώ μαρτυρησάντων».

(Από τον Βίον του Οσίου Ιακώβου, που εγράφη υπό τινος Ανωνύμου κατά τον 16ον αιώνα. Εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1991, σελ. 62-65).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Τον όσιο Ιάκωβο κατήγγειλε και παρέδωσε στους Τούρκους «ο Αρχιερέας (!) της ιδίας επαρχίας, ο Άρτης Ακάκιος ονομαζόμενος, αλλά παγκάκιστον έχοντα τον τρόπον» (ό.π. σελ. 50).

Βιβλιδάριο με τον Βίον του οσίου Ιακώβου.
Επίτιτλη παράσταση του οσίου Ιακώβου
σε εφημερίδα του Γέρμα Καστοριάς.
Βιβλίο, στο οποίο εμπεριέχεται και ο Βίος
του οσίου Ιακώβου του εκ Καστορίας..

Back to top button