Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ), σ’ ένα κεφάλαιο των “Δεκαημέρων” του μας δίνει την ακριβή θέση του Κελέτρου, της πόλης που βρίσκεται πάνω σε μια χερσόνησο της Ορεστίδας. Συνδέεται με την υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα μέσα από μια στενή λωρίδα γης και περιβάλλεται από μια λίμνη που έβρεχε άλλοτε τις οχυρές πλευρές της. Η περιγραφή της πορείας του ύπατου Σουλπικίου και της θέσης του Φιλίππου είναι τόσο ζωντανή ώστε και με την πρώτη ματιά σε αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι η πόλη αυτή είναι η Καστοριά.
Σύμφωνα με τις περιγραφές του Λιβίου, η Καστοριά εξακολουθούσε να αποτελεί ένα σπουδαίο και αναμφίβολα καθολικό κέντρο, έως και την εποχή που έφτασε εκεί ο Βοημούνδος, αφού διέσχισε τη Σερβία, για να περάσει εκεί τα Χριστούγεννα. Από την Καστοριά μετέβη στην Πελαγονία, όπου υπήρχε ένα κάστρο κατοικημένο από τους αιρετικούς και αφού το κατέλαβε, το κατέστρεψε και έκαψε τους κατοίκους. Από εκεί προχώρησε έως τον Βαρδάρη και πολέμησε εναντίον των τουρκικών και βοσνιακών στρατιωτικών ταγμάτων που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Ελλήνων αυτοκρατόρων
Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 – 565), ένας ιστορικός περιορισμένης αξιοπιστίας και αγεωγράφητος μας αφήνει επίσης να αντιληφθούμε ότι μιλά για το Κέλετρο, όταν αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανοικοδόμησε πάνω στη χερσόνησο της Καστοριάς μια πόλη της Θεσσαλίας με το όνομα Διοκλητιανούπολη και την ονόμασε Ιουστινιανούπολη.
Στο οδοιπορικό του Αντωνίνου η πόλη ονομάζεται «κάστρα», ονομασία από την οποία οι Έλληνες κατέληξαν στο «Καστοριά», ενώ οι Αλβανοί εμπνεύστηκαν την ονομασία «Κάστρον».
Οι ιστορικοί της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός, η Άννα Κομνηνή, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο συγγραφέας του Χρονικού των Ιωαννίνων γνωρίζουν και αναφέρουν το Κέλετρον μόνο με το όνομα Καστοριά. Από την πόλη αυτή διέρχονταν όλες οι στρατιές των Ελλήνων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στους πολέμους τους εναντίον των Τριβαλλών, των Βοσνίων και των βασιλέων της Σερβίας. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι πέρασε από εκεί σε μία από τις πορείες του με προορισμό την Αλβανία μέσω Αχρίδας, Πρέσπας και Σιδηροκάστρου.
Pouqueville
sightseers.gr
Ο Τίτος Λίβιος (Titus Livius, 59 π.Χ. – 17 μ.Χ) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ο οποίος έγραψε μία μνημειώδη ιστορία της Ρώμης και του ρωμαϊκού λαού -Ab Urbe Condita Libri- που καλύπτει την περίοδο από τους πρώτους θρύλους της Ρώμης πριν την παραδοσιακή ίδρυσή της το 753 π.Χ. και μέσω της βασιλείας του Οκταβιανού Αυγούστου μέχρι την εποχή του Λίβιου. Το έργο αυτό σώθηκε αποσπασματικά (35 βιβλία από τα 142). Ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ιστορίας αυτής της εποχής. Ο Δάντης τον χαρακτήρισε ως «ο άνθρωπος Λίβιος». Ωστόσο έκανε λάθος σε αυτό το χαρακτηρισμό του. Παρά τις αδυναμίες του στην έρευνα και στην αναζήτηση της αλήθειας, λίγοι κατάφεραν να σχεδιάσουν τόσο τέλεια μία εντυπωσιακή εικόνα του χτες ή να βγάλουν από αυτή διδακτικά συμπεράσματα για τις ηθικές ελλείψεις του σήμερα. Ο Λίβιος ήταν περισσότερο ένας επικός που χρησιμοποίησε τον πεζό λόγο παρά ένας ιστορικός. Θεωρήθηκε μεγάλος τεχνίτης του λόγου. Στην γλώσσα του αναγνωρίζουμε απηχήσεις από τον Έννιο και τον Βιργίλιο. Γεννήθηκε στην Πάντοβα, πέρασε ένα διάστημα της ζωής του στην Ρώμη. Γνωρίστηκε με τον Αύγουστο και τον μελλοντικό αυτοκράτορα Κλαύδιο. Ήταν άνθρωπος τίμιος, δίκαιος και πατριώτης. Χαρακτηριζόταν για την πλήρη συνέπεια ανάμεσα στην ζωή και το έργο του. Στο έργο του αφθονεί και το πνεύμα του διδακτισμού.
Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 – 565) ήταν ένας εξέχων Βυζαντινός λόγιος από την Παλαιστίνη. Ακολουθώντας ως γραμματέας τον στρατηγό Βελισάριο στους πολέμους του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος συνέγραψε δύο κύρια ιστορικά έργα, ένα σχετικά με τους πολέμους της περιόδου 527 – 554 (Υπέρ των πολέμων λόγοι) και ένα σχετικά με το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού στην επικράτεια της αυτοκρατορίας (Περί Κτισμάτων), καθώς και ένα πρόσθετο έργο (Απόκρυφη Ιστορία) στο οποίο προσπαθεί, φτάνοντας στον λίβελο, να αποδομήσει την εικόνα των πρωταγωνιστών των δύο προηγουμένων.
wikipedia