Η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “Ο Ιρλανδός”, που χρηματοδότησε η μικρή οθόνη, επιτέλους στις αίθουσες. Η πολυαναμενόμενη ταινία του Ιταλοαμερικανού δημιουργού, με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο και Τζο Πέσι αναμένεται να τραβήξει και δικαιολογημένα το ενδιαφέρον των φίλων του σινεμά, ενώ απ΄ τις υπόλοιπες πέντε ταινίες που βγαίνουν απόψε στους κινηματογράφους, ξεχωρίζει το δραματικό θρίλερ του Σύλλα Τζουμέρκα “Το Θαύμα της Θάλασσας της Σαργασσών»”.
Ο Ιρλανδός (The Irishman)
Δραματική αστυνομική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε, με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Στέφεν Γκράχαμ, Ρέι Ρομάνο, Άννα Πέγκουιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ κα.
Η πολυαναμενόμενη επική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε δημιούργησε ένα μύθο πριν ακόμη βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Κάτι η επιστροφή του Ιταλοαμερικάνου δημιουργού με την αγαπημένη του θεματική, τον κόσμο των γκάνγκστερ, κάτι η παρουσία στο πρωταγωνιστικό τρίο των Ντε Νίρο, Τζο Πέσι και για πρώτη φορά σε φιλμ του Σκορσέζε, του Αλ Πατσίνο, δημιούργησε μία ευχάριστη ανυπομονησία για τους σινεφίλ. Ήταν βεβαίως και η παραδοξότητα ότι την ταινία τη χρηματοδότησε το Netflix, που σε παλαιότερες εποχές θα φαινόταν αδιανόητο.
Όμως, το θέμα μας είναι η τελευταία ταινία του Σκορσέζε και αν δικαιολογεί το θόρυβο που έχει κάνει και αν είναι το αριστούργημα της ζωής του, τώρα που φτάνει στο τέλος της μακράς σταδιοδρομίας του. Εδώ, λοιπόν, ο Σκορσέζε είναι στοχαστικός όσο ποτέ, συμπυκνώνει τον προβληματισμό του για έναν κόσμο που τον γοήτεψε από τα παιδικά του χρόνια, παρότι δηλωμένος ρωμαιοκαθολικός και συντηρητικών απόψεων, αν και στις ταινίες του είναι μάλλον αδύνατο να παρατηρήσει κανείς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, όπως συμβαίνει συνήθως με μεγάλους δημιουργούς. Προχωρά όμως ακόμη ένα βήμα αναδεικνύοντας την υπαρξιακή οδύνη του ήρωά του και αφηγητή της ιστορίας (Ντε Νίρο) όταν συνειδητοποιεί τι έκανε στη ζωή του. Έναν Ιρλανδό, τον Φρανκ Σίραν, βετεράνο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που στα πεδία της μάχης έκανε το… αγροτικό του στο έγκλημα, μπήκε στη μαφία και γρήγορα εξελίχθηκε ως ένας ακόμη μπιστόλι της και ανέβηκε την ιεραρχία, καθώς κέρδισε την εμπιστοσύνη των αφεντικών με την αφοσίωσή του και την πολύτιμη εχεμύθεια που επεδείκνυε. Ο μαφιόζος Μπαφαλίνο (Τζό Πέσι) που τον προωθεί, τον βοηθά και τον χειραγωγεί, είναι σεβαστός, χαμηλού προφίλ, ήρεμος, αλλά το ίδιο επικίνδυνος με όλα τα αφεντικά της μαφίας. Είναι αυτός που θα μεταφέρει την άνωθεν εντολή και θα τον τοποθετήσει δίπλα στον περιβόητο συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα (Ντε Νίρο), για να τον βοηθήσει αρχικά και να τον ξεπαστρέψει όταν αρχίσει να μπαίνει εμπόδιο στις δουλειές της μαφίας. Ναι, ο Σκορσέζε δίνει στην ταινία του το τέλος που όλοι υποψιάζονται για τον Χόφα, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς -ένα μυστήριο που ποτέ δεν επιλύθηκε επισήμως.
Το φιλμ του Σκορσέζε δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί με ένα ποδοσφαιρικό ντέρμπι που γνωρίζεις το σκορ, αλλά το βλέπεις όλο, δεν χάνεις στιγμή, επειδή είναι απολαυστικό στη θέασή του και έχεις τη βεβαιότητα ότι θα δεις και πέντε έξι μαγικά, απ’ αυτά που πλέον βλέπεις σπάνια. Τι του λείπει; Μα το σασπένς, που είναι απαραίτητο για αυτού του είδους τις ταινίες.
Ο Σκορσέζε βασιζόμενος στο βιβλίο “I Heard You Paint Houses” του Τσαρλς Μπραντ κι έχοντας για σεναριογράφο τον εξπέρ Στίβεν Ζέιλιαν (“Η Λίστα του Σίντλερ”) διατρέχει αρκετές δεκαετίες της αμερικανικής ιστορίας, μέσα από τη διήγηση του Ιρλανδού Φρανκ Σίραν, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Με το γνώριμο τρόπο του, “κλασικό σινεμά Σκορσέζε”, εισβάλει με τις ζογκλερικές κινήσεις της κάμερας στο γκανγκστερικό σύμπαν, κεντράρει με σαρκαστική διάθεση στα πρόσωπα των ηρώων του, αποδομεί τις περίφημες αξίες τους, τον κυνισμό τους, τη μανία τους για το χρήμα, συνδυάζοντας το “αμερικανικό όνειρο” με το έγκλημα. Όπως συνδυάζει ή καλύτερα ταυτίζει τους πολιτικούς με τους κακοποιούς και το οργανωμένο έγκλημα. Οι περιπτώσεις των Κένεντι και του Νίξον χαρακτηριστικές. Για πρώτη φορά ο Σκορσέζε δεν μιλά γενικώς για τη διαφθορά της εξουσίας, των αστυνομικών ή των δικαστών, αλλά παίρνει σαφή θέση για τους πολιτικούς. Τους ταυτίζει με τη μαφία, τις εγκληματικές οργανώσεις, καθώς δεν διαπλέκονται απλώς, αλλά χρησιμοποιούν και χρησιμοποιούνται για τη δύναμη της εξουσίας και το χρήμα.
Για τον δημιουργό των “Καλών Παιδιών” το έγκλημα είναι το θεμέλιο της ιστορίας του κόσμου μας. Η δράση των εγκλημάτων στην ταινία ξεγυμνώνεται, δεν έχει μαγεία, εν αντιθέσει με τη σιωπή, την ενδοσκόπηση που αποκαλύπτει την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στο πέρασμα του χρόνου.
Μπορεί η 3,5 ωρών ταινία του Σκορσέζε να είναι απολαυστική, αν και μερικές φορές μπορεί να κοιτάξεις και το ρολόι σου. Κάνει τα μαγικά του, έχει στιγμές που υποκλίνεσαι στην έμπνευση και τη σοφία του, στο χάρισμα της αφήγησής του, αλλά πολλές φορές θυμίζει και τον πιλότο μιας σειράς. Θα μπορούσε εύκολα κάθε επί μέρους ιστορία, κάθε φάτσα μαφιόζου που περνά από ένα πλάνο να γίνει και ένα ξεχωριστό επεισόδιο. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αλλά μάλλον εδώ κολλά και το Netflix. Ίδωμεν. Και βεβαίως δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες οι πετυχημένες επιλογές μουσικών από τον Ρόμπι Ρόμπερτσον, που προς το τέλος παραπέμπουν στον “Νονό”. Πιθανότατα αποτίοντας φόρο τιμής στις κορυφαίες ταινίες του Κόπολα. Γιατί αν κρύβει μια διάθεση αναμέτρησης τότε ο μόνος χαμένος είναι ο ίδιος.
Ας πάμε όμως και στους τρεις πρωταγωνιστές που έχουν το δικό τους βάρος στο φιλμ. Ο Ντε Νίρο υποτάσσεται στο ρόλο, είναι ένας μονοκόμματος άνθρωπος, που εξελίσσεται στον έμπιστο της μαφίας. Είναι αυτός που στέκεται δίπλα στις ιστορικές μορφές, ίσως κι ένας κομπάρσος, που κλέβει από τη δόξα του εγκλήματος και της ιστορίας και που η προσωπική του ηθική θα τον κάνει αυτό που έγινε. Ο Πατσίνο, στο ρόλο του Χόφα, είναι ένα άγριο θηρίο, που ηλεκτρίζει το χώρο, ασυγκράτητος, λαοπλάνος, χαρισματικός, αυτός που επιτάσσει ο χαρακτήρας του φημισμένου συνδικαλιστή. Ο Τζο Πέσι όμως είναι η αποκάλυψη. Και αυτό διότι ο ακριβοθώρητος πια ηθοποιός δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, αφήνοντας πίσω του την τρέλα που τον έκανε λατρευτό, για να προσγειωθεί στο ρόλο ενός χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι και ο ήσυχος, γλυκός, καλός θείος της ιστορίας. Αλλά δεν είναι, και αυτό το καταλαβαίνει ακόμη και το μικρό παιδί του Σίραν, που χωρίς να γνωρίζει τίποτα του προκαλεί το φόβο και την απέχθεια. Μια ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία ασχέτως αν θα του φέρει και το Όσκαρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Φρανκ “Ιρλανδός” Σίραν, πρώην βετεράνος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ανέλαβε περισσότερα από 25 χτυπήματα για τη μαφία και εργάστηκε για το νονό της Πενσιλβάνια Ράσελ Μπαφαλίνο. Ταυτόχρονα ήταν το δεξί χέρι του ηγέτη του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών Τζίμι Χόφα. Η λεπτή αυτή ισορροπία θα διαταραχθεί επικίνδυνα, όταν θα πάρει εντολή να “βγάλει από το κάδρο” τον πολιτικά πανίσχυρο συνδικαλιστή.
Το Θαύμα της Θάλασσας της Σαργασσών.
Ελληνικό δραματικό θρίλερ, ελληνικής, γερμανικής, ολλανδικής και σουηδικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Σύλλα Τζουμέρκα, με τους Αγγελική Παπούλια, Γιούλα Μπούνταλη, Χρήστο Πασσαλή, Αργύρη Ξάφη, Θανάση Δόβρη, Λαέρτη Μαλκότση, Μαρία Φιλίνη κ.ά.
Ακόμη μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια του Σύλλα Τζουμέρκα να δώσει μέσα από τη φόρμα του θρίλερ, ένα αλληγορικό δράμα με φόντο τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Η ιδέα του, που ξεκίνησε από την ιστορία των χελιών τα οποία ξεκινούν από τον Ατλαντικό, από τη Μεσόγειο, απ’ οπουδήποτε και όταν έρχεται η στιγμή της αναπαραγωγής τους, βγαίνουν από το βούρκο, όπου ζουν και σταδιακά μεταμορφώνονται από αμφίβια του γλυκού νερού και της στεριάς σε ψάρια του αλμυρού νερού και στη συνέχεια κολυμπούν χιλιάδες μίλια για να φτάνουν στη Θάλασσα των Σαργασσών που είναι πάνω από την Κούβα, όπου εκεί γεννούν και πεθαίνουν.
Δηλαδή, η ταύτιση της ιστορίας των χελιών με τις δυο ηρωίδες της ταινίας, μίας εξαιρετικά δυναμικής αστυνομικού, που πίνει, καπνίζει, βρίζει αλλά εμπνέει το σεβασμό και βρίσκεται με δυσμενή μετάθεση στο Μεσολόγγι και μιας εργαζόμενης σε ιχθυοτροφείο, που καθημερινά σχίζει χέλια, δείχνει απαθέστατη, αλλά πάσχει από μία μόνιμη θλίψη, από τις τύψεις, τις αναμνήσεις και το προβληματικό της παρελθόν. Οι δυο τους θα βρεθούν κοντά όταν μια αυτοκτονία θα αναστατώσει τη μικρή πολιτεία.
Έτσι έρχεται και η εμβληματική λιμνοθάλασσα, που προστατεύει στο βούρκο της τα κρυμμένα ένοχα μυστικά και ρυθμίζει την ζωή της περιοχής. Μια βολική συνήθεια για τον επαρχιακό μικρόκοσμο, αλλά ασφυκτική για τις δυο ηρωίδες, οι οποίες θέλουν να αποδράσουν προς τα πέλαγα.
Αξιοποιώντας το πανέμορφο, αλλά καθοριστικό για την ψυχολογία των ανθρώπων, φυσικό περιβάλλον κι έχοντας ως συμπαραστάτη του τον Πέτρους Σιόβικ και την τραχιά φωτογραφία του, ο Τζουμέρκας ξεφεύγει από τη γραφικότητα της περιοχής και μπαίνει στο δύσκολο κύκλο της παραβολής, γεμίζοντάς τον με χαρακτηριστικά περιθωρίου. Απόκοσμη ατμόσφαιρα, που ενισχύεται από τα οράματα, τα όνειρα, όλα αυτά που κρύβουν ενοχές και φόβο. Ένας μικρόκοσμος που έχει μολυνθεί από ξένες επιρροές, που ξέρει αλλά δεν μιλά και συνωμοτικά κρύβει τα εγκλήματα, ενταγμένος στη λιμνοθάλασσα. Επιφανειακά γαλήνια και στον πάτο ο βούρκος που θάβει κάθε τι, ακόμη και το έγκλημα. Αν ο σκηνοθέτης απέφευγε και τους υπερβολικούς συμβολισμούς ή τις δυσνόητες αλληγορίες στην ιστορία του ίσως να είχε προσπεράσει και το “Fargo” στο οποίο εύκολα πάει το μυαλό του θεατή, μετά τα πρώτα λεπτά της ταινίας.
Θαυμάσιες η Αγγελική Παπούλια, στο ρόλο της αντισυμβατικής αστυνομικίνας και η Γιούλα Μπούνταλη, στο ρόλο της εργαζόμενης στο ιχθυοτροφείο, ενώ σε μεγάλο βαθμό τα πάει περίφημα και το υπόλοιπο καστ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ταινία παρακολουθεί δύο γυναίκες, μια αστυνομικό και μια εργάτρια σε εργοστάσιο παραγωγής χελιών, που ζουν σε μια επαρχιακή πόλη στη Δυτική Ελλάδα. Όταν μια μυστηριώδης αυτοκτονία θα φέρει τα πάνω-κάτω στη μικρή πόλη και θα πυροδοτήσει έναν άγριο κύκλο βίας, οι ζωές των δύο γυναικών που μέχρι χθες αγνοούσαν η μία την ύπαρξη της άλλης, αρχίζουν να συγκλίνουν. Δεν το ξέρουν ακόμη, αλλά από τη συνάντησή τους μπορεί να κρέμεται η σωτηρία τους.
RBG: Μια Ζωή για τη Δικαιοσύνη (RBG).
Ντοκιμαντέρ, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τζούλι Κόεν και Μπέτσι Γουέστ.
Ενδιαφέρουσα περίπτωση ντοκιμαντέρ, το οποίο ήταν και υποψήφιο για Όσκαρ. Αφορά την δεύτερη γυναίκα αντιπρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και την πρώτη δικαστίνα που έγινε λαϊκό ίνδαλμα. Μία περίπτωση απ’ αυτές που δείχνουν με το δάχτυλο στην Αμερική. Και φωτίζουν ακόμη περισσότερο οι Δημοκρατικοί, θέλοντας να κρύψουν το πλήθος των περιπτώσεων που δεν τους τιμούν καθόλου. Η Ρ.Μ.Γκίνσμπεργκ, μια μικροκαμωμένη Εβραία, μπήκε στη νομική ελίτ των ΗΠΑ, κόντρα στον ανδροκρατούμενο κλίμα, τα στερεότυπα, την πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι για άλλα πράγματα και όχι για τη δικηγορία. Μέσα από υποθέσεις που χειρίστηκε ως δικηγόρος και δικαστίνα η Γκίνσμπεργκ πάλεψε σε όλη της τη ζωή για την εξάλειψη των διακρίσεων και την ισότητα των φύλων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η περίοδος του Μακάρθι και της αντικομμουνιστικής υστερίας είναι αυτή που την έβαλε στο χώρο του νομικού ακτιβισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι η παραγωγή είναι του CNN το οποίο πρωτοστατεί στην καμπάνια εναντίον του Τραμπ. Αυτά όμως είναι εσωτερικά τους και όπως είδαμε και παραπάνω την απάντηση για το πολιτικό ζήτημα των ΗΠΑ το έχει δώσει και ο Σκορσέζε.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Να σας συστήσουμε τη Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, τη δεύτερη γυναίκα αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και την πρώτη δικαστίνα που έγινε pop culture φαινόμενο. H Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, η οποία κυκλοφορεί σε κούπα, σε τατουάζ και σε meme, είναι 85 χρονών και έχει αλλάξει τη θέση της γυναίκας στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Γνωστή και ως η περιβόητη RBG, έχει καταφερθεί ανοιχτά ενάντια στον Τραμπ και έχει κερδίσει υποθέσεις που επέτρεψαν στις γυναίκες να στέκονται ισότιμα απέναντι στους άντρες συναδέλφους τους στη δουλειά αλλά και στο σπίτι.
Υπάρχει Θεός, Το Όνομά της Είναι Πετρούνια
(God Exists, Her Name Is Petrunija). Δραματική ταινία, βορειομακεδονικής, γαλλικής, βελγικής, κροατικής και σλοβενικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα, με τους Ζορίκα Νουσέβα, Λαμπίνα Μιτέφσκα, Στεφάν Βουζίσικ, Σουάντ Μπεγκόφσκι κ.ά.
Πολυβραβευμένη ταινία από τη Βόρεια Μακεδονία και τη σκηνοθέτιδα Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα, που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα τους γείτονες πέρα από τα συνήθη και στερεότυπα, που τονίζονται από την επίσημη εθνική τους πολιτική.
Μια σάτιρα που βάζει στο στόχαστρό της τον συντηρητισμό της κοινωνίας, την εξουσία, τον εθνικισμό, τη λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την καταπίεση της γυναίκας και θυμίζει η αρχική της ιδέα και τη “Μανταλένα”. Κι αυτό γιατί όλα ξεκινούν από το ότι μια γυναίκα πιάνει το σταυρό τα Θεοφάνεια και έρχεται αντιμέτωπη με την κοινωνία και τις αρχές. Μόνο που τις δυο ταινίες τις χωρίζουν 60 χρόνια…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Θεοφάνεια. Σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Βόρεια Μακεδονία, ο αγιασμός των υδάτων είναι από τις πιο σημαντικές στιγμές για την κοινότητα, καθώς επικρατεί η πεποίθηση πως το πρόσωπο που πιάνει τον σταυρό θα έχει ευλογία και καλή τύχη στη ζωή του. Τη μεγάλη μέρα, κόντρα σε ό,τι ορίζει η παράδοση, μια άνεργη ανύπαντρη γυναίκα βουτάει στο νερό και πιάνει τον σταυρό. Εξοργισμένοι που έμειναν με άδεια χέρια, οι άντρες την κατηγορούν για ασέβεια. Η γυναίκα, όμως, αρνείται να παραδώσει τον σταυρό. Διότι είναι πια έτοιμη να αντισταθεί στα έμφυλα στερεότυπα ενός κόσμου συντηρητικού.
Μπένι (El Benny).
Δραματική μουσική βιογραφία, κουβανικής, ισπανικής και βρετανικής παραγωγής του 2006, σε σκηνοθεσία Χόρχε Λούις Σάντσεζ, με τους Ρένι Αροτζαρέμα, Ενρίκε Μολίνα, Κάρλος Φονσέκα, Μάριο Γκουέρα, Λίμαρα Μενέσες, Ιζαμπέλ Σάντος, Σαλβαντόρ Γουντ κ.ά.
Πλημμυρισμένη με εξαίσιες κουβανέζικες μουσικές, η ταινία του Σάντσεζ σκιαγραφεί τη ζωή ενός από τους κορυφαίους τραγουδιστές της νησιωτικής χώρας, τον αυτοδίδακτο Μπένι Μορέ. Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, το φιλμ δείχνει τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του, από την παιδική του ηλικία, την πετυχημένη καριέρα του στο Μεξικό και την αφοσίωσή του στις μουσικές ρίζες της Κούβας μέχρι την παρακμή, λόγω των καταχρήσεών του, το ταξίδι του στη Βενεζουέλα και τον τραγικό του θάνατο. Και ταυτόχρονα μια ωραία απεικόνιση της Κούβας των παρελθόντων ετών και ειδικά της δεκαετίας του ’50, όπου η χώρα ζούσε μέσα σε μια τρέλα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Μπένι Μορέ μέσα από τέσσερα κεφάλαια στα οποία αναδεικνύονται οι σημαντικότερες στιγμές στη ζωή ενός από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές της Κούβας, από την παιδική του ηλικία μέχρι την επιτυχημένη καριέρα του στη Λατινική Αμερική.
Οι Άγγελοι του Τσάρλι (Charlie’s Angels)
Περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ελίζαμπεθ Μπανκς, με τις Ελίζαμπεθ Μπανκς, Κρίστεν Στιούαρτ, Ναόμι Σκοτ, Έλα Μπαλίνσκα κ.ά.
Μετά από περίπου 20 χρόνια οι “Άγγελοι του Τσάρλι” επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη. Η χαζοχαρούμενη τηλεοπτική σειρά, που έγινε ταινία και κέρδισε πολλά από την παρουσία των Ντρου Μπάριμορ και Κάμερον Ντίαζ, τώρα δεν έχει να κερδίσει κάτι από τις νέες πρωταγωνίστριες, ούτε φυσικά από τις νέες απίστευτες και γραφικές περιπέτειές τους. Ακόμη και η όποια πλάκα σχεδόν εξαφανίζεται, ενώ περισσεύει η χαζομάρα, τόσο που δεν χωράει ούτε στην τηλεόραση. Επιπλέον, η ταινία της Ελίζαμπεθ Μπανκς συνεχίζει στη γραμμή της αρχικής ιδέας που ήθελε τη γυναίκα να μπαίνει στη θέση της και φυσικά κάτω από τους άνδρες. Όσο για τις πρωταγωνίστριες, αυτές δεν έχουν ούτε τη χάρη, ούτε τη θελκτικότητα των προκατόχων τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τέσσερις δυναμικοί Άγγελοι δουλεύουν για τον μυστηριώδη κύριο Τσάρλι Τάουνσεντ, όπου οι έρευνές του έχουν εξαπλωθεί παγκοσμίως. Έχοντας συγκεντρώσει τις πιο έξυπνες, πιο γενναίες και εξαιρετικά εκπαιδευμένες γυναίκες ανά τον κόσμο, τώρα υπάρχουν διάφορες ομάδες Αγγέλων καθοδηγούμενες από διαφορετικά αφεντικά στις πιο απαιτητικές αποστολές.
ΑΠΕ