Ελλάδα

«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κατάφερνε να διεισδύει με τους στίχους της στην ανθρώπινη ψυχή»

«H εικόνα που έχω για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, θα έλεγα ότι θυμίζει το πρώτο πλάνο από τη “Δημόσια γυναίκα” του Ζουλάφσκι, όπου η ηρωίδα περπατάει με τέτοια ορμή σαν μην υπάρχει τίποτα άλλο γύρω της» ομολογεί η Κάτια Γκουλιώνη. Από τις πιο ενδιαφέρουσες ηθοποιούς της γενιάς της, αναλαμβάνει να υποδυθεί μαζί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη τη μεγάλη Ελληνίδα στιχουργό από τη νεανική ηλικία μέχρι την ωριμότητα και τον θάνατό της, στη νέα πολυαναμενόμενη ταινία του Αγγελου Φραντζή με τίτλο «Ευτυχία» που θα βγει στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου από την Tanweer.

«Ήταν μία συναρπαστική, πολυδιάστατη, αντιφατική προσωπικότητα, που ποτέ δεν συμμορφώθηκε με τους κανόνες. Την Ευτυχία δεν την ενδιέφερε να αναγνωριστεί ως επαγγελματίας γύρω από την τέχνη της και ακριβώς επειδή δεν περίμενε τίποτα, αυτό της έδινε την ελευθερία να γράφει με απόλυτα αυθεντικό τρόπο και να διεισδύει με τους στίχους της στην ανθρώπινη ψυχή» δηλώνει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Κάτια Γκουλιώνη.

Η ταινία, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, αντλεί έμπνευση από τα πάθη και τις αδυναμίες αυτής της πρωτοπόρου δημιουργού, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στο λαϊκό τραγούδι και συνθέτει ένα μωσαϊκό που ξεκινάει από την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού το 1922 για να διατρέξει πέντε δεκαετίες στην Ελλάδα και να καταλήξει στο 1972. «Η ταινία παρόλο που βασίζεται στο βιβλίο που έχει γράψει η εγγονή της για την ίδια και εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα, δεν παύει να είναι μυθοπλασία. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν ν’ αποδώσουμε την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της» εξηγεί η Κάτια Γκουλιώνη.

Αντισυμβατική, δυναμική, ασυμβίβαστη. Σε μία εποχή που οι γυναίκες ήταν προορισμένες αποκλειστικά για τους ρόλους της συζύγου και της μητέρας, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που είχε το πτυχίο της δασκάλας, αυτοπροσδιορίστηκε ως ηθοποιός, έπαιξε σε μπουλούκια και σε σκηνές, πήρε διαζύγιο, ερωτεύτηκε με πάθος, ξαναπαντρεύτηκε και παράλληλα κέρδισε τον σεβασμό των μεγαλύτερων συνθετών της εποχής της (Τσιτσάνης, Καλδάρας, Χιώτης, Ρεπάνης, Χατζιδάκις), και κατάφερε να καθιερωθεί σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο.

«Αυτό που με γοητεύει στην προσωπικότητα της είναι αυτή η ορμή, η δυναμικότητα, το απίστευτο χιούμορ, η τόλμη που είχε, το πόσο πραγματικά απελευθερωμένη ήταν, ότι δεν δίστασε την παραμικρή στιγμή ν’ ακούσει αυτό που ένιωθε. Δεν φόρεσε καμία “στολή” για να επιβληθεί, ενώ το ταλέντο της ξεχείλιζε. Ήταν μία γυναίκα η οποία τα τραύματα και τις απώλειες που βίωσε, τα έκανε παράσημα. Ήταν περήφανη γι’ αυτά» αναφέρει η ηθοποιός.

Για την προσέγγιση του ρόλου, δούλεψε εντατικά επί μήνες πριν η ίδια και οι υπόλοιποι ηθοποιοί βρεθούν μπροστά στις κάμερες. «Πέρα από το βιβλίο της Ρέας Μανέλη που είναι λεπτομερέστατο με απίστευτες περιγραφές για την προσωπικότητα της, μίλησα με ανθρώπους που τη γνώριζαν και “πιάστηκα” από αρκετά στοιχεία της Ευτυχίας που με ενέπνευσαν. Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να μάθω γ’ αυτήν που κάπως δεν ήξερα τι να πρωτοξεκλειδώσω. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας θυμάμαι, μία από τις αναφορές μου ήταν η Πάττι Σμιθ. Για μένα έχουν πολλά κοινά, γιατί και η Πάτι Σμιθ συνήθιζε να γράφει σε χαρτάκια, σε πακέτα από τσιγάρα, και η ίδια δεν ξεκίνησε την καριέρα της με τη σκέψη να έχει την υπογραφή της κάπου. Επίσης, ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της Ευτυχίας, ήταν το πάθος της για την χαρτοπαιξία. Πήγα σε λέσχες, έμαθα να παίζω πόκα, ήθελα να παρατηρήσω χέρια εξαρτημένα. Ωστόσο η περίπτωση της Ευτυχίας ήταν ιδιάζουσα. Την ενδιέφερε η επικοινωνία, αυτή η αδρεναλίνη της επαφής, η ανταλλαγή όχι υλικών αλλά συναισθημάτων. Γι’ αυτό και έπαιζε με τρόπο που μετέτρεπε ένα σκληρό παιχνίδι πόκας σε παιδική χαρά. Δεν την ενδιέφερε το κέρδος, όπως δεν την ενδιέφερε να βάλει την υπογραφή της στα τραγούδια της. Λειτουργούσε με τέτοια ελευθερία και τόλμη που μ’ έκανε και εμένα να νιώθω τρομερά ελεύθερη στη διαδικασία της προσέγγισης του ρόλου».

Μαζί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δούλεψαν για καιρό, προκειμένου οι δύο Ευτυχίες να αναπτύξουν έναν κοινό εκφραστικό κώδικα με τέτοιο τρόπο, ώστε οι θεατές να έχουν την αίσθηση ότι, επί της οθόνης, βλέπουν το ίδιο πρόσωπο. Συγκριτικά με άλλες ηρωίδες που έχει ερμηνεύσει στο σινεμά, η συγκεκριμένη «σχεδόν από την αρχή με κατέλαβε», παραδέχεται η Κάτια Γκουλιώνη. «Αυτό βέβαια κρύβει και μία παγίδα. Έπρεπε να σκεφτώ από που πηγάζει αυτή η τόλμη, αυτή η ορμή, ποια ήταν η κινητήριος δύναμη της Ευτυχίας. Στη φαντασία μου λειτουργούσε πάντα ότι είχε μία κρυψώνα και ότι εκεί έκρυβε διάφορα τραύματα που δεν είχε αποκαλύψει ποτέ. Τα έβαζε όλα εκεί, έκανε την ανασυγκρότηση της και μετά έβγαινε με απίστευτη φόρα ξανά στη ζωή».

Η ίδια επιλέγει τις συνεργασίες της με βάση το τι την κινητοποιεί. «Μ’ ενδιαφέρει αυτό που κάνω να με πάει πιο πέρα, να με κάνει να βλέπω την καθημερινότητα με μια διαφορετική ματιά. Έως τώρα αισθάνομαι τυχερή για όλες τις κινηματογραφικές ηρωίδες που έχω ερμηνεύσει, γιατί είναι ιδιαίτερες, ενδιαφέρουσες, έχουν μια πολυπλοκότητα και έρχονται αντιμέτωπες με αυτό που λέγεται κοινωνική επιταγή».

Με τον ‘Αγγελο Φραντζή συνεργάζονται και ζουν μαζί πάνω από δέκα χρόνια. «Σίγουρα έχουμε αναπτύξει έναν κοινό κώδικα που σε κάθε δουλειά παίρνει διαφορετική μορφή. Για παράδειγμα, στο “Ακίνητο Ποτάμι” δουλέψαμε πολύ σκηνές που δεν υπήρχαν, δημιουργήσαμε ένα καινούριο σενάριο. Σε αυτήν την ταινία, ο στόχος ήταν να δημιουργήσουμε μια ενιαία προσέγγιση της ηρωίδας. Γενικά είμαι τρομερά αγχώδης κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, ωστόσο ένιωθα μια ελευθερία μέσω της Ευτυχίας. Σε στιγμές που είχα φοβερό άγχος για το πως θα πάει όλο αυτό, τη σκεφτόμουν να μου λέει: “Μια χαρά όλα, πάμε..”. Κάθε φορά που τη φανταζόμουν, ένιωθα ένα πρόσωπο που μου χαμογελούσε και κοιτούσε μπροστά, γι’ αυτό και την αγάπησα τόσο πολύ».

ΑΠΕ

Back to top button