Τεράστια ονόματα, από Κλιντ Ίστγουντ, Κόρε Έντα, Κατρίν Ντενέβ, Ζιλιέτ Μπινός, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ μέχρι Έμιλι Μπίτσαμ και Γουίλ Σμιθ, σημαντικές δημιουργίες, αλλά και εμπορικά φιλμ που θα μαγνητίσουν το ευρύ κοινό, διαθέτει αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα που ξεκινά απόψε. Η ευχάριστη έκπληξη όμως μας έρχεται από τη Βουλγαρία με το “Aga”.
“Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ”
(“Richard Jewell”) Δραματική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Κλιντ Ίστγουντ, με τους Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Κάθι Μπέιτς, Σαμ Ρόκγουελ, Ολιβια Γουάιλντ, Τζον Χαμ, Νίνα Αριάντα κ.ά.
Ο Κλιντ Ίστγουντ, αν και σύντομα θα γίνει 90 ετών, συνεχίζει να κινηματογραφεί με ένα πρωτόγνωρο σφρίγος με θέματα που πάντα τον απασχολούσαν, δηλαδή τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ένας απλός άνθρωπος μπροστά σε ένα διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας, το οποίο στηρίζεται πολλές φορές από τα αδηφάγα ΜΜΕ για ελκυστικά πρωτοσέλιδα και πρόθυμα στην εξυπηρέτηση συμφερόντων. Μερικές απ’ τις ταινίες του Ίστγουντ με ανάλογα θέματα ήταν “Η Ανταλλαγή”, “Απόλυτη Δύναμη”, “Αληθινά Εγκλήματα”. Εδώ, βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία απ’ τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα, όπου ο ένας απλός αστυνομικός αποτρέπει μία βομβιστική επίθεση και από ήρωας γίνεται ο βασικός ύποπτος, για τρομοκρατία. Μπορεί ο Ίστγουντ να μην ακολουθεί κατά γράμμα την πραγματική ιστορία, αλλά αυτό δεν είναι εις βάρος του, καθώς ο σκοπός του είναι να αναδείξει το πόσο ευάλωτος είναι ένας άνθρωπος και μάλιστα ένστολος που πιστεύει στο μεγαλείο του “Θείου Σαμ” όταν βρεθεί μπροστά σε ένα βαρύ, γραφειοκρατικό και πολλές φορές διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας.
Ο Ίστγουντ, όπως συνηθίζει, εκφράζει τους Αμερικάνους που βρίσκονται μακριά από τα κέντρα εξουσίας, αυτούς που πολλές φορές αγνοούν επιδεικτικά οι ελίτ και το αμερικανικό κράτος. Έτσι, μέσα από την ιστορία του Ρίτσαρντ Τζούελ, ο οποίος μετά την περιπέτεια που πέρασε πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από καρδιακή προσβολή, ο Ίστγουντ έχει όλα τα στοιχεία που θα εξυπηρετήσουν τον προβληματισμό του. Ένας άνθρωπος που χτυπιέται βάναυσα από έναν μηχανισμό παραγωγής υπόπτων και έχει ως μοναδικούς συμπαραστάτες τη μητέρα του και ένα φαινομενικά κυνικό δικηγόρο, που γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά πως λειτουργεί το σύστημα και δεν φοβάται να τα βάλει μαζί του.
Ο Ίστγουντ, για μια ακόμη φορά, θέλει να αφυπνίσει τη μακάρια αμερικανική κοινή γνώμη, να μιλήσει για τον καθημερινό άνθρωπο, να χλευάσει τον κρατικό μηχανισμό, τα κέντρα εξουσίας και τα ΜΜΕ για τον ανθρωποφαγικό τους χαρακτήρα και να ξαναθυμίσει ότι το “αμερικάνικο όνειρο” μπορεί εύκολα να μεταβληθεί σε εφιάλτη.
Μία αδυναμία της ταινίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εντύπωση ότι όλα κάπου τα έχουμε ξαναδεί, με τη διαφορά ότι το αστείο έως τραγικό παρουσιαστικό του ήρωά του, που μπορεί να ξενίζει και να είναι μακριά από τους συνήθεις κινηματογραφικούς ήρωες, αλλά φτάνει στην πραγματικότητα του μέσου καλοκάγαθου Αμερικάνου πολίτη. Ένα χαρακτήρα που υπερασπίζεται εξαιρετικά ο Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, ενώ αυτός που κλέβει την παράσταση, με τον αβανταδόρικο ρόλο του δικηγόρου, είναι ο εκπληκτικός Σαμ Ρόκγουελ, που προσεγγίζει τον χαρακτήρα του με την άνεση ενός Τζιν Χάκμαν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο κόσμος γνώρισε τον Ρίτσαρντ Τζούελ ως τον φύλακα που ανακάλυψε ένα βομβιστικό μηχανισμό και ενημέρωσε άμεσα τις αρχές κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα το 1996. Χάρη στην ακαριαία δράση του, μετατράπηκε σε ήρωα και έσωσε πολλές ζωές. Μέσα σε λίγες μέρες, όμως, έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του FBI και κατηγορήθηκε από τον Τύπο και το κοινό, χωρίς βάσιμες αποδείξεις. Από τότε η ζωή του άλλαξε δραματικά και αμετάκλητα.
“Η Αλήθεια”
(“La Vérité”) Δραματική ταινία, γαλλικής και ιαπωνικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, με τους Κατρίν Ντενέβ, Ζιλιέτ Μπινός, Ιθαν Χοκ, Κλεμεντίν Γκρενιέ, Μανόν Κλεβέλ κ.ά.
Ο σημαντικός σκηνοθέτης Χιροκάζου Κόρε- Έντα, στην πρώτη του ταινία εκτός Ιαπωνίας, αμέσως μετά τους “Κλέφτες Καταστημάτων”, με τους οποίους κέρδισε το Μέγα Βραβείο στις Κάνες, κερδίζει ακόμη ένα στοίχημα, με αυτό το απαλό, χαμηλόφωνο, συγκινητικό δράμα του, έχοντας ως πρωταγωνίστρια την ντίβα του γαλλικού σινεμά Κατρίν Ντενέβ να παίζει λίγο πολύ τον εαυτό της.
Και αυτό διότι η Ντενέβ στην ταινία υποδύεται μία μεγάλη σταρ του γαλλικού σινεμά, ένα είδωλο, που έχει μάθει όλοι να το υπηρετούν και να το εξυμνούν, αλλά που δεν έχει σταθεί μια καλή μάνα στα μάτια της κόρης της (Ζιλιέτ Μπινός), που επιστρέφει από την Αμερική, όπου δουλεύει ως σεναριογράφος, με τον άνδρα της, έναν δευτεροκλασάτο ηθοποιό της τηλεόρασης και με προβλήματα αλκοολισμού και τη μικρή τους κόρη, στο Παρίσι, με αφορμή την έκδοση των απομνημονευμάτων της μητέρας της. Παράλληλα, η διάσημη μητέρα γυρίζει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, με την οποία λόγω του θέματός της θα την κάνει να ξανασκεφτεί το ρόλο της ζωής της, αυτό της μητέρας και να τη φέρει κοντά στην κόρη της.
Μια ταινία που μπορεί να μην έχει δραματικές εξάρσεις, τη στιβαρότητα ενός γυναικείου δράματος, αλλά έχει όλες αυτές τις αποχρώσεις που σκιάζουν και συνάμα φανερώνουν τη δύσκολη σχέση, μεταξύ μητέρας και κόρης και ειδικά όταν η πρώτη είναι πετυχημένη και όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω απ’ αυτή. Η γνωστή κόντρα μητέρας-κόρης που εδώ ξεκινά από τα παιδικά χρόνια της δεύτερης, όταν η σταρ μάνα κυνηγά τούς μεγάλους ρόλους και τους έρωτες και δημιουργεί ένα μόνιμο παράπονο στην πρώτη.
Το στόρι, που έχει γράψει ο ίδιος ο Κόρε-Έντα, έχει αναμενόμενα, μια σειρά από κινηματογραφικές αναφορές, όχι ευτυχώς στο επίπεδο επιτραπέζιου παιχνιδιού, αλλά και κουβέντες και στοχαστικούς διαλόγους, που δημιουργούν πλήθος σκέψεων στον θεατή για τις σχέσεις των ανθρώπων, τη ζωή και την τέχνη.
Πέρα από κάποιες κοιλιές που κάνει η ταινία και που επηρεάζει το ρυθμό της, “Η Αλήθεια” είναι ένα ακόμη σημαντικό φιλμ από τον Ιάπωνα σκηνοθέτη, που πλέον ανοίγει το δρόμο για μια διεθνή καριέρα.
Η Κατρίν Ντενέβ στον καλύτερό της ρόλο εδώ και χρόνια παίζει απλώς τον εαυτό της, δεν είναι άλλωστε και πολύ δύσκολο για την εμπειρία της, ενώ η Ζιλιέτ Μπινός, στο ρόλο της κόρης, είναι για μια ακόμη φορά συγκλονιστική, με τη νατουραλιστική προσέγγιση και τη δεινότητα που έχει να μεταμορφώνεται από μία σκληρή γυναίκα, αρκετά επηρεασμένη από τη ζωή στη Νέα Υόρκη, σε μια συναισθηματική κόρη που το μόνο που θέλει είναι να σφίξει στην αγκαλιά τη μάνα της. Καλός ο Ίθαν Χοκ στο ρόλο του Αμερικανού ηθοποιού, ενώ η πανέμορφη Κλεμεντίν Γκρενιέ που υποδύεται την ανερχόμενη σταρ, αφήνει υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Φαμπιάν είναι μια σταρ. Περιβάλλεται από ανθρώπους που την αγαπούν και τη θαυμάζουν. Όταν εκδίδει τα απομνημονεύματα της, η κόρη της έρχεται στο Παρίσι από τη Νέα Υόρκη με τον άντρα της και το παιδί τους. Η επανένωση μητέρας και κόρης θα φέρει στο φως αλήθειες, θα τις αναγκάσει να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς και να εκδηλώσουν τα συναισθήματα που τις κατακλύζουν.
“Aga”
(“Aga”) Δραματική ταινία, βουλγαρικής και γαλλογερμανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Μίλκο Λαζάροφ, με τους Μιχαήλ Απροσίμοφ, Φεοντόσια Ιβάνοβα, Σεργκέι Εγκόροφ κ.ά.
Ένα μικρό διαμάντι, για την ακρίβεια ένα κομμάτι πάγου, απ’ αυτούς που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους πολύτιμους λίθους, μια κινηματογραφική εμπειρία, μια εξαίσια ταινία που ζεσταίνει την ψυχή, γυρισμένη στο μαγικό τοπίο του Γιατσούκ, στα βάθη της Σιβηρίας. Η δύναμη της ταινίας, πηγάζει από τις πανέμορφες ποιητικής έμπνευσης στατικές εικόνες (σε κάνα δυο σημεία μάλλον υπερβάλει), που εγκλωβίζουν το μεγαλείο της φύσης, αλλά και την απλότητα της ιστορίας: Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που ζει ξεκομμένο από τον “πολιτισμό” και τους ανθρώπους σε πλήρη αρμονία με την άγρια φύση, όπως και οι προπαππούδες τους, παρατηρεί τα θηράματα και τα ψάρια να λιγοστεύουν, όπως και οι πάγοι, ενώ έχει αρχίσει να συνηθίζει τις λεπτές άσπρες γραμμές στο γαλάζιο ουρανό, που αφήνουν πίσω τους τα πολεμικά αεροσκάφη. Η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο είναι ένας νεαρός που τους επισκέπτεται τακτικά για να τους μεταφέρει ορισμένα ήδη πρώτης ανάγκης και κάποια νέα της κόρης τους που έφυγε για την πιο κοντινή πόλη, το Γιατσούκ, μία από τις παγκόσμιες πρωτεύουσες των διαμαντιών, για να εργαστεί στο αδαμαντωρυχείο. Αυτή η φυγή είναι και η μοναδική πληγή στο ηλικιωμένο ζευγάρι και ειδικά στον πατέρα που δεν την έχει συγχωρέσει.
Μια ταινία που με τον πλέον λιτό τρόπο εμβαθύνει με ευγένεια στον ψυχισμό των ηρώων της και κατορθώνει να μας θυμίσει το ανθρώπινο είδος πριν αλλοτριωθεί από το σύγχρονο τρόπο ζωής και μας γεμίζει σκέψεις ακόμη και ενοχές για το τι έχουμε κάνει στη φύση, πώς έχουμε χαλάσει τη ζωή, πώς έχουμε καταφέρει να γίνουμε η συνέχεια ενός smartphone, που κάπου- κάπου μας χτυπάει το ρεύμα και για λίγο επιστρέφουμε στη φύση μας. Ναι, με κάτι ταινίες σαν την “Aga” και σαν το βουβό κλάμα της κόρης του ζευγαριού στο τέλος, που αντιλαμβάνεται την απώλεια της μάνας, θυμόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι.
Τα εύσημα σε όλους τους συντελεστές της ταινίας, αλλά η δουλειά που έχει κάνει στη φωτογραφία ο Καλογιάν Μποζίλοφ είναι πραγματικά ένα θαύμα. Ένα φιλμ από τη Βουλγαρία που θα έπρεπε να ζηλέψουν οι Έλληνες κινηματογραφιστές.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν σε μια σκηνή καταμεσής των παγωμένων εκτάσεων του Βορρά, ακολουθώντας τις παραδόσεις των προγόνων τους. Μόνοι μέσα στην ερημιά, μοιάζουν να είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες στον πλανήτη. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής τους αρχίζει ν’ αλλάζει- αργά, αλλά αναπότρεπτα. Το κυνήγι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, τα ζώα γύρω τους πεθαίνουν ανεξήγητα, ενώ οι πάγοι λιώνουν κάθε χρονιά και πιο νωρίς. Όταν η υγεία της Σέντνα επιδεινώνεται, ο Νανούκ αποφασίζει να εκπληρώσει τη μόνη της επιθυμία: αναχωρεί για ένα μεγάλο ταξίδι, για να βρει την Άγα, τη μοναχοκόρη τους, που έφυγε από την τούνδρα πριν από πολλά χρόνια.
“Ντούλιτλ”
(“Dolittle”) Ταινία φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Στίβεν Γκέιγκαν, με τους Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ, Αντόνιο Μπαντέρας, Μάικλ Σιν, Τζιμ Μπρόουντμεντ κ.ά.
Διασκεδαστική περιπέτεια φαντασίας για όλη την οικογένεια, σε μια πρωτοκλασάτη παραγωγή, στην οποία πρωταγωνιστεί ο δημοφιλής Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, στο ρόλο του Δρ. Ντούλιτλ που επικοινωνεί με τους τετράποδους φίλους του, φέρνοντας ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Πρόκειται για μία ακόμη μεταφορά του διάσημου παιδικού μυθιστορήματος, με ήρωα τον Δρ. Ντούλιτλ, τον οποίο πρωτόπαιξε με τεράστια επιτυχία ο Ρεξ Χάρισον το 1967, ενώ 30 χρόνια μετά τον διαδέχθηκε ο Έντι Μέρφι, χωρίς, όμως την ίδια αποτελεσματικότητα.
Στην ταινία του Γκέιγκαν (“Syriana”) όλα μοιάζουν να λειτουργούν ρολόι, με τους ρυθμούς να τρέχουν, τα γκαγκς και οι ατάκες να πέφτουν σωρηδόν, ο Ρόμπερτ Ντάουνι να το διασκεδάζει, όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, αλλά έχεις την αίσθηση ότι είναι ακόμη μία συνταγή του Χόλιγουντ, χωρίς να προσθέτει κάτι στο σινεμά. Πάντως σίγουρα οι μικροί μας φίλοι θα το διασκεδάσουν, γι’ αυτό και η ταινία προβάλλεται και μεταγλωττισμένη αν και χάνει από το πρωτότυπο, καθώς δεν ακούγονται οι φωνές διάσημων ηθοποιών (Κοτιγιάρ, Έμα Τόμσον, Μάλεκ, Ραλφ Φάινς κ.ά) που τις δανείζουν στα χαριτωμένα ζώα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Επτά χρόνια μετά το χαμό της συζύγου του, ο εκκεντρικός Δόκτορ Ντούλιτλ, ξακουστός γιατρός και κτηνίατρος της Βασίλισσας Βικτώρια, έχει απομονωθεί στην κατοικία του, με μοναδική συντροφιά τα εξωτικά του ζώα. Όταν όμως η νεαρή βασίλισσα αρρωσταίνει σοβαρά, ο αυτοεξόριστος Ντούλιτλ αναγκάζεται να αναχωρήσει για μια επικών διαστάσεων περιπέτεια ώστε να αναζητήσει το αντίδοτο σε ένα μυθικό νησί. Θα πρέπει να επανακτήσει λοιπόν τις ικανότητες και το κουράγιο του, καθώς θα αναζητήσει παλιούς αντιπάλους του και θα ανακαλύψει θαυμαστά πλάσματα…
“Μια Λευκή, Λευκή Μέρα”
(“A White, White Day”) Ψυχολογικό δράμα, ισλανδικής (δανικής και σουηδικής) παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Χλίνουρ Πάλμασον, με τους Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Ίντα Μέκιν Χλινσντότιρ, Χίλμιρ Σνερ Γκούντνασον κ.ά.
Αργόσυρτο ψυχολογικό δράμα από τον Ισλανδό σκηνοθέτη του “Winter Brothers”. Ένα δράμα για την απώλεια, τη θλίψη και την κατάθλιψη αλλά και την οργή που φέρνει τη μανία τής εκδίκησης σε μια ήρεμη κωμόπολη της μακρινής χώρας, που πιστεύεις ότι δεν μπορεί να διαταραχθεί η γαλήνη της ούτε από πυρηνικό πόλεμο.
Ο Πάλμασον κρατώντας αποστάσεις από τον ήρωά του -έναν μεσήλικα αστυνομικό, στα όρια της συνταξιοδότησης, που χάνει τη γυναίκα του σε ένα τροχαίο δυστύχημα και ανακαλύπτει, ενώ τη θρηνεί, ότι είχε εραστή- αφήνει το θεατή να διακρίνει τις λεπτές αποστάσεις των συναισθημάτων και των κρυμμένων μυστικών που μπορεί να πυροδοτήσουν τη φαντασία, τη σκέψη αλλά και την οργή του. Άλλωστε, ο τίτλος της ταινίας είναι εμπνευσμένος από το ισλανδικό γνωμικό που λέει ότι όταν ο λευκός ουρανός χάνεται στο λευκό των χιονισμένων τοπίων, το όριο ανάμεσα στους ουρανούς και τη γη εξαφανίζεται και οι νεκροί μπορούν να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς. Κάτι που βλέπουμε και στο τέλος της ταινίας. Ο εκφραστικός πρωταγωνιστής Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, ο οποίος όταν βγάζει το θηρίο από μέσα του σε κάποια στιγμή έχοντας απέναντί του τον εραστή της γυναίκας του, είναι συγκλονιστικός και τόσο άγριος όσο μια θανάσιμα πεινασμένη αρκούδα.
Μια ενδιαφέρουσα ταινία, που ορισμένες φορές πλατειάζει και σίγουρα θέλει και μία μικρή προσπάθεια για να κατανοηθεί η ψυχοσύνθεση των Ισλανδών,
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια απομονωμένη πόλη της Ισλανδίας, ένας εν αποστρατεία αστυνομικός πενθεί για την απώλεια της γυναίκας του, την οποία είχε χάσει λίγο καιρό πριν σε ένα τραγικό δυστύχημα. Όταν υποψιάζεται πως ένας άντρας διατηρούσε ερωτική σχέση μαζί της, αποφασίζει να μάθει την αλήθεια με κάθε κόστος. Οι υποψίες του όμως, εξελίσσονται σε ψύχωση που κορυφώνεται ραγδαία, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο, όσο και τους αγαπημένους του.
“Το Λουλούδι της Ευτυχίας”
(“Little Joe”) Θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, βρετανικής, αυστριακής και γερμανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζέσικα Χάουσνερ, με τους Εμιλι Μπίτσαμ, Μπεν Γουίσον, Κέρι Φοξ, Κιτ Κόνορ κ.ά.
Ενδιαφέρουσα αν και άνιση ταινία απ’ την Αυστριακή Τζέσικα Χάουσνερ (“Προσκύνημα στη Λούρδη”) που εδώ στην πρώτη της αγγλόφωνη παραγωγή, φαίνεται ότι δεν μπορεί να ολοκληρώσει τις καλές ιδέες της και μοιάζει αδύναμη να αφηγηθεί αποτελεσματικά την ιστορία της. Το στόρι της βασίζεται σε ένα λουλούδι, κατασκευασμένο στα εργαστήρια, που επηρεάζει θετικά τους ιδιοκτήτες του και μια μετάλλαξή του θα προκαλέσει αντίθετα αποτελέσματα από τον αρχικό σχεδιασμό του. Η Χάουζνερ, που πραγματικά φαίνεται ότι ξέρει να κινηματογραφεί και το έχει αποδείξει, εδώ μάλλον μπλέκεται από τις αλληγορίες της και το πλήθος των μηνυμάτων που θέλει να περάσει, αλλά και να συνδυάσει την επιστημονική φαντασία, με το δράμα και φυσικά το θρίλερ. Με ύφος υποβλητικό και τα γεμάτα καλοφτιαγμένα πλάνα της, στα οποία κυριαρχούν τα απαλά και ευχάριστα χρώματα της χλωρίδας, που αναδεικνύουν τη ζοφερότητα που υπάρχει από πίσω, η Χάουζνερ θέλει να μιλήσει για την επιδερμική αντιμετώπιση της ευτυχίας αλλά και της τεχνολογίας να προχωρήσει εις βάθος, σε κάτι εν τέλει ανατριχιαστικό που ουσιαστικά μεταλλάσει τους ανθρώπους σε ρέπλικες ευτυχίας σε έναν ιδιότυπο δυστοπικό κόσμο.
Η Έμιλι Μπίτσαμ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ιδιαιτέρως καλή, παίρνει πάνω της τον ανατριχιαστικό τόνο της ταινίας και μάλλον δικαιολογημένα απέσπασε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άλις, μια χωρισμένη μητέρα, είναι μια αφοσιωμένη επιστήμονας που εξειδικεύεται στην ανάπτυξη νέων ειδών φυτών για λογαριασμό μιας εταιρείας. Έχει σχεδιάσει ένα ειδικό είδος βαθυκόκκινου λουλουδιού, ξεχωριστό όχι μόνο για την ομορφιά του αλλά για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Αν διατηρηθεί σε ιδανική θερμοκρασία, του δίνονται ως τροφή τα κατάλληλα συστατικά και οι άνθρωποι του μιλούν συχνά, το φυτό θα κάνει τον ιδιοκτήτη του ευτυχισμένο. Σε αντίθεση με την πολιτική της εταιρείας, η Άλις παίρνει ένα λουλούδι στο σπίτι της σαν δώρο για τον έφηβο γιο της Τζο. Οι δυο τους βαφτίζουν το λουλούδι «Μικρός Τζο», αλλά όσο μεγαλώνει, τόσο αυξάνεται η υποψία της Άλις ότι η δημιουργία της δεν είναι τόσο αθώα όσο νόμιζε.
“Bad Boys for Life”
(“Bad Boys for Life”) Αστυνομική περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ, με τους Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λόρενς, Βανέσα Χάτζενς, Αλεξάντερ Λούντβιγκ, Τσαρλς Μίλτον κ.ά.
Περίπου μια από τα ίδια, για το γνωστό σαματατζίδικο αστυνομικό δίδυμο Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς, μόνο που εδώ είναι 17 χρόνια μεγαλύτεροι και φανερά βαρύτεροι -όχι σε κιλά- ενώ λείπει και από τη σκηνοθεσία των δυο προηγούμενων ταινιών ο έμπειρος και ικανός Μάικλ Μπέι.
Εδώ ο ατέλειωτος χαβαλές των προηγούμενων ταινιών προσπαθεί να επιβληθεί με το ζόρι, η δράση ακολουθεί συνταγές που ακόμη και οι πλέον φανατικοί του είδους έχουν βαρεθεί να τρώνε και εν τέλει μοιάζει με μία αρπαχτή. Φυσικά, όπως συνήθως, στην τελευταία σκηνή η ταινία υπόσχεται ακόμη μία συνέχεια με τον Σμιθ, αλλά ίσως με άλλον παρτενέρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Ο Μάρκους και ο Μάικ πρέπει να αντιμετωπίσουν θέματα όπως την αλλαγή της καριέρας τους και την κρίση μέσης ηλικίας που περνούν, την ίδια ώρα που γίνονται μέλη της νεοσύστατης ομάδας της Αστυνομίας του Μαϊάμι προκειμένου να εξοντώσουν τον αρχιμαφιόζο των ναρκωτικών Αρμάντο Άρμας.
ΑΠΕ