Τις τελευταίες βδομάδες όλοι μας βιώνουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση με τον κορωνοϊό, ο οποίος μας έχει επιβάλλει να ζούμε σε μια νέα πραγματικότητα. Το σύνθημα ”μένουμε σπίτι” για τους περισσότερους από εμάς σημαίνει σειρές και ταινίες στο Netflix, διάβασμα και επικοινωνία με φίλους και γνωστούς μέσω Facebook, Twitter και Instagram. Στα μέσα αυτά ο καθένας μας αρκετές φορές έχουμε στείλει μηνύματα για τα οποία μετανιώσαμε ή έχουμε κοινοποιήσει δημοσιεύσεις που φανερώνουν πολλά για την προσωπικότητά μας. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ όμως αν θα μπορούσαν όλα τα παραπάνω να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας ή υπερ μας στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ποινικής δίκης στην οποία πιθανώς να αναμειχθούμε; Με άλλα λόγια θα μπορούσαν οι ιδιωτικές μας συνομιλίες και δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αποτελέσουν αποδεικτικό μέσο το οποίο θα λάβει υπόψη του το δικαστήριο για την θεμελίωση της ενοχής ή της αθωότητάς μας σε κάποια υπόθεση ;
Προτού απαντήσουμε καταφατική ή αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα θα ήταν σκόπιμο να ξεκινήσουμε από κάποια δεδομένα. Σήμερα ,δυστυχώς, με την ηθική αποβιταμίνωση της τεχνολογίας και την κυριαρχία των οικονομικών συμφερόντων εις βάρος του ατόμου, η ιδιωτικότητά μας παραβιάζεται καθημερινά, ενώ μεγάλο μέρος των πολιτών έχουν εναρμονιστεί με την παραπάνω κατάσταση ώστε θεωρούν ακόμα και την ηλεκτρονική παρακολούθηση ως κάτι το φυσιολογικό για την καθημερινότητά τους. Εξάλλου, με βάση έρευνες που έχουν διεξαχθεί από βρετανικά και αμερικάνικα περιοδικά προκύπτει πως μια μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών του Ην. Βασιλείου και των ΗΠΑ επιθυμούν περισσότερες ηλεκτρονικές κάμερες παρά το γεγονός πως η μέθοδος αυτή απεδείχθη ατελέσφορη για την αποτροπή τρομοκρατικών χτυπημάτων, όπως το 2005 στο Λονδίνο. Απέναντι στο δίλημμα αυτό περί της προστασίας της ιδιωτικότητας αφενός και της ασφάλειας αφετέρου, ο Έλληνας αναθεωρητικός νομοθέτης έδειξε μια ισχυρή βούληση να προστατεύσει το ατομικό δικαίωμα της ιδιωτικότητας, ιδίως στον τομέα των αποδεικτικών μέσων.
Πιο συγκεκριμένα:
Mε βάση το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος ” Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α του Συντάγματος”. Από τη διάταξη αυτή γίνεται κατανοητό πως συνταγματικά δεν επιτρέπεται η χρήση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου έχει αποκτηθεί κατά παράβαση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α) ή του δικαιώματος στην ανταπόκριση και την επικοινωνία. Παρόμοια με την παραπάνω συνταγματική διάταξη, είναι σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας το άρθρο 177 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά το 2008 ενόψει της ” υπόθεσης Ζαχόπουλου” εξυπηρετώντας πολιτικές και ευκαιριακές σκοπιμότητες. Η παραπάνω ρύθμιση λοιπόν, απαγορεύει να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα σε μια ποινική δίκη αυτά που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών. Μάλιστα, ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται η παραπάνω απαγόρευση δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αποτελεί ”πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία” ενώ οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα.
Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε πως οι παραπάνω διατάξεις που αναλύσαμε δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε μια σχέση αλληλοεπικάλυψης αλλά σε μια σχέση εξειδίκευσης, αφού το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται σε αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις (πχ. παράνομη καταγραφή συνομιλιών ή βιντεοσκόπηση κατά παράβαση του άρθρου 370Α ΠΚ), ενώ το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος καλύπτει τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων όπως της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων.
Όσον αφορά τις συνομιλίες μας λοιπόν, στο messenger ή στο instagram αν και μπορούμε να πούμε πως δικονομικά πρόκειται για επιστολές, θα ήταν πολύ δύσκολο να ισχυριστούμε πως έχουν αποκτηθεί μέσω αξιόποινης πράξης (αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 370Α ΠΚ) αλλά αντίθετα ,εμπίπτουν στη συνταγματικώς αναγνωρισθείσα προστασία της ιδιωτικότητας και της ανταπόκρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1 εδ. β’ και 19 του Συντάγματος. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η λύση της ολικής απαγόρευσης αξιοποίησης τους ως αποδεικτικά μέσα θα είχε ανεπιεική αποτελέσματα, η ελληνική νομολογία έχει προχωρήσει σε διάφορες κατασκευές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος έχει δεχτεί πως αν κάποιο αποδεικτικό μέσο έχει αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου των συνομιλιών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον κάποιου ποινικού δικαστηρίου εάν αποτελεί το μοναδικό μέσο προκειμένου ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητά του ή είναι ο μόνος τρόπος προστασίας ενός απροστάτευτου θύματος. Έτσι λοιπόν, στην υποθετική περίπτωση που κάποιος εκβιάζει ένα πρόσωπο μέσω του facebook , με την απειλή ότι θα σκοτώσει το παιδί του εάν δεν του δώσει τα χρήματα που ζητάει, είναι προφανές πως τα έννομα αγαθά που διακυβεύονται(δηλαδή η ζωή του παιδιού και η περιουσία του θύματος) είναι πολύ σημαντικότερα από αυτά που θα θυσιαστούν (δηλαδή το απόρρητο των συνομιλιών) οπότε επιτρέπεται η προσκόμισή τους ενώπιον του δικαστηρίου. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις που η προστασία του απορρήτου των επιστολών κρίνεται σημαντικότερη είναι προφανές ότι δεν θα επιτρέπονταν η προσκόμιση αντίστοιχων αποδεικτικών μέσων.
Γενικά από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, πως οι συνομιλίες μας και οι κοινοποιήσεις μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προστατεύονται πλήρως από το Σύνταγμα ενώ οι λόγοι για τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα δικαστήριο ως αποδεικτικά μέσα είναι περιορισμένοι. Σε αντίθεση λοιπόν, με άλλες χώρες όπου τα προσωπικά δεδομένα και η ιδιωτικότητα έχουν αρχίσει να θυσιάζονται καθημερινά στο βωμό εξυπηρέτησης άλλων συμφερόντων, στη χώρα μας βλέπουμε πως σε θεωρητικό -τουλάχιστον- επίπεδο υπάρχει μια τεράστια ευαισθησία πάνω στο ζήτημα αυτό.
Βέβαια επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι απόλυτο, το να προστατεύεται με τόσο άκαμπτο και απόλυτο τρόπο η ιδιωτικότητα και το προσωπικό απόρρητο θα μπορούσε ορισμένες φορές να οδηγήσει στην ανοχή απέναντι σε εγκλήματα που τελούνται υπό το κάλυμμα αυτό. Τι θα λέγαμε για παράδειγμα σε περίπτωση που η αστυνομία συλλάβει κάποιον έμπορο ναρκωτικών ή βιαστή, έχοντας ως επιβαρυντικά αποδεικτικά στοιχεία συνομιλίες τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Θα μπορούσε κανείς να δεχτεί την προστασία της ιδιωτικότητας τους εις βάρος της ποινικής αξίωσης της πολιτείας; Τα προβλήματα αυτά δυστυχώς, είναι υπαρκτά γι αυτό και θα έπρεπε ο νομοθέτης στην Ελλάδα να μεταβάλει το νομοθετικό πλαίσιο ώστε ο νόμος να ορίζει ρητά τις περιπτώσεις που επιτρέπονται παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από την παραπάνω αρχή, χωρίς να χρειάζεται διαρκώς ο δικαστής να προχωράει σε θεωρητικές κατασκευές και νομικές ακροβασίες προκειμένου να καλύψει τα ηθελημένα νομοθετικά κενά.
* Ο Κωνσταντίνος Παυλίδης κατάγεται από την Καστοριά και είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται έντονα για τα πολιτικά και τα νομικά δρώμενα και έχει ιδιαίτερη αγάπη για τα πανεπιστημιακά ζητήματα. Εδώ και μερικά χρόνια έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται πιο ενεργά στον πολιτικό στίβο και η αρθρογραφία αποτελεί ένα νέο ξεκίνημα για αυτόν.