Από το Ζάντε έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις, μα, αν με ρωτήσει κανείς σήμερα τι να επισκεφθεί στο νησί , δεν θυμάμαι πολλά να του πω. Θυμάμαι όμως μια όμορφη αυλή, ένα βράδυ δροσερό, με καντάδες ,λευκό κρασί και ντοματοκεφτέδες.
Όταν πηγαίνω σε έναν ξένο τόπο μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους στα καφενεία, στους δρόμους να ακούω τις συζητήσεις στη γλώσσα τους, τις μουσικές τους. Στη Ζάκυνθο, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, έχει ενδιαφέρον να πάει κανείς στο Λαογραφικό Μουσείο στην πλατεία Αγίου Μάρκου, όπου φυλάσσονται τα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού, στον Άγιο Διονύσιο όσοι θέλουν να ανάψουν ένα κερί, (όσοι δεν θέλουν να μην) και στον Αϊ Γιώργη των Γκρεμνών.
Μια μέρα, ύστερα από πολλά παρακάλια αποφάσισα να πάω στο διάσημο «ναυάγιο» για το οποίο ένιωθα ένα δέος- τρόμος, είναι η σωστή λέξη. Φοβάμαι τα βαθιά νερά, αλλά δεν το έλεγα. Αυτοί: «θα σε αποζημιώσουν τα χρώματα και η ομορφιά του». Έκανα κι εγώ τις σκέψεις μου κι έλεγα: «Στ΄ αμπάρια του θα είχε κρασιά και λάδι σε πήλινα δοχεία και ίσως να βρέθηκαν και αμύγδαλα σε καλή κατάσταση, ίσως και κουκιά και άλλα όσπρια…» Όταν φτάσαμε μας περίμενε ο «Παναγιώτης» -έτσι λένε το σκουριασμένο σκαρί – που βούλιαξε το 1982 μαζί με ένα φορτίο από λαθραία, αφορολόγητα τσιγάρα, κάνοντας την παραλία όπου ανθούσε για χρόνια το παράνομο εμπόριο, διάσημη σε όλη τη γη…
Το απόγευμα γύρισα στο ξενοδοχείο, λίγο απογοητευμένη αλλά με πολύ μπλε χρώμα στα μάτια. Στο δωμάτιο οι κουρτίνες ήταν ήσυχες-δεν ανέμιζαν όπως συνηθίζoυν στα καλοκαιρινά διηγήματα- τα λευκά σεντόνια στρωμένα. Στο κέντρο του κρεβατιού βρίσκονταν απλωμένη η μπλούζα μου η βαμβακερή με τα λουλούδια. Ήταν μαλακιά και ευκολοφόρετη και τη φορώ στις περισσότερες καλοκαιρινές φωτογραφίες. Προφανώς, κάποια γυναίκα που τακτοποιούσε το δωμάτιο, πήρε τη μπλούζα μου την άπλωσε στο κέντρο του κρεβατιού την ένωσε στη μέση, και άφησε μεγάλες πτυχές δεξιά και αριστερά σχηματίζοντας μια μεγάλη, λουλουδάτη πεταλούδα. Εκείνη τη στιγμή το πρόσεξα και είπα «καλοσύνη της». Μα το ξαναθυμήθηκα χρόνια αργότερα και ως γυναίκα που έχει περάσει πολλές ώρες φροντίζοντας παιδιά και άντρα σκέφτηκα: Μια κουρασμένη γυναίκα που τακτοποιούσε δωμάτια αφιέρωσε λίγα λεπτά για μένα. Μια κίνηση τρυφερότητας για ένα άγνωστο κορίτσι. Δεν ξέρω το όνομά της και γι΄αυτό τη βάφτισα «η γυναίκα της Ζάκυνθος» παίρνοντας τον τίτλο από το ημιτελές διήγημα του Δ. Σολωμού. Είθε, με τα ευγενικά της χέρια η γυναίκα αυτή να αγκαλιάζει παιδιά και εγγόνια, να τους μαγειρεύει και να τους χαϊδεύει τα μαλλιά και ούτε να χρειάζεται να δουλεύει πια. Και τα αρθριτικά να μην την επισκεφτούν ποτέ.