Οι άντρες του Γέρμα, πριν το έτος 1960 περίπου, γλεντούσαν και ξεφάντωναν στους γάμους και στα πανηγύρια του χωριού τους πίνοντας το περίφημο γερμανιώτικο κρασί. Συχνά, κατά τη διάρκεια της οινοποσίας τους, άκουγαν από κάποιον γλεντζέ της παρέας τους την περιπαιχτική φράση: «Δυνατό είναι ! Πώς το πίνουν οι γαϊδάρ’;» και αμέσως ξεσπούσαν όλοι σε δυνατά γέλια, διότι θυμούνταν την παρακάτω εύθυμη ιστοριούλα:
Την παλαιά εποχή ζούσαν και κατοικούσαν σε κάποιο σπίτι του Γέρμα, ένας γέρος και τα δυο παιδιά του με τις γυναίκες τους. Καθημερινά, μεσημέρι και βράδυ, ο γέρος και οι γιοί του κάθονταν γύρω απ’ τον «τράπεζο» (: χαμηλό κυκλικό τραπέζι) κι έτρωγαν και κρασόπιναν, ενώ οι δυο γυναίκες του σπιτιού στέκονταν όρθιες πίσω τους και τους υπηρετούσαν.
Κάποιο βράδυ «σώθηκε» (: τελείωσε) το κρασί που έπιναν οι τρεις άντρες και πρόσταξαν αμέσως τις δύο συννυφάδες να κατέβουν από τη σκάλα της «γκλαβανής» (: καταπακτής) στο υπόγειο κελάρι και να φέρουν γρήγορα απ’ εκεί άλλο κρασί. Πράγματι, οι δυο γυναίκες κατέβηκαν στο κελάρι και «τράβηξαν» απ’ το βαένι του μία κανάτα δυνατό και μυρωδάτο κρασί. Όμως, αντί να το μεταφέρουν αμέσως στον πεθερό και στους άντρες τους άρχισαν να το «δοκιμάζουν» (: να το πίνουν λίγο – λίγο) οι ίδιες με τη σειρά και γι’ αυτό ξεχάστηκαν και παρέμειναν λίγη ώρα εκεί.
Οι άντρες ανησύχησαν για την αργοπορία των δύο συννυφάδων και γι’ αυτό ο ένας απ’ τους γιούς πήγε στην καταπακτή κι έσκυψε το κεφάλι του στο άνοιγμά της, για να ιδεί τι συνέβαινε κάτω στο κελάρι.
Την ώρα εκείνη η μία γυναίκα ρουφούσε ηδονικά απ’ την κανάτα το μυρωδάτο κρασί κι έλεγε στην άλλη:
– «Δυνατό είναι, πώς το πίνουν οι γαϊδάρ’!» (: οι γάιδαροι, δηλαδή ο πεθερός και οι άντρες τους).
– «Ρίχνουμε και νερό, γαϊδούρες», φώναξε τότε οργισμένος ο άντρας που τις έβλεπε απ’ την καταπακτή…
Γ.Τ.Α.