Μακεδονικό μοιρολόι από το Βογατσικό, σπάνιας ομορφιάς και θρήνου, που περιγράφει την καταστροφή της Νάουσας Ημαθίας από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου 1822. Οι Ναουσαίοι, παίρνοντας θάρρος από τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας, εξεγέρθηκαν κατά του Τουρκικού ζυγού ωστόσο η επαναστατική τους δραστηριότητα κατεστάλη. Τα αντίποινα ήταν πολύ βαριά και αιματηρά. Πάρα πολλοί άνδρες απαγχονίστηκαν, ενώ όσες γυναίκες δε δέχτηκαν να παντρευτούν τους δυνάστες τους αποκεφαλίστηκαν. Αυτή την τραγική μοίρα θέλησαν να αποφύγουν οι δεκατρείς γυναίκες που πέρασαν στην ιστορία ως “Σουλιώτισσες της Μακεδονίας” και έπεσαν στον ποταμό Αράπιτσα για να γλιτώσουν την ατίμωση μόλις οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη. Στο θρήνο αυτό εξιστορείται η τραγική μοίρα μιας Ναουσαίας που έχασε τον άντρα της στη μάχη.
Ανάλογα θρηνητικά τραγούδια και μοιρολόγια, συναντώνται σε πολλές περιοχές στην κεντρική και δυτική Μακεδονία για την καταστροφή της Νάουσας, ιδιαιτέρως δε στα χωριά του Ρουμλουκίου, όπου μετά την καταστροφή κατέφυγαν πολλοί Ναουσαίοι για προστασία.
◾ Τραγουδά η αείμνηστη Βάγια Σαγιατσή (1881-1975)
◾ Ηχογράφηση: 1965
Δίσκος: Άσπρο τριαντάφυλλο φορώ – Τραγούδια από το Βογατσικό Καστοριάς
Έκδοση: Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ
Επιμέλεια παραγωγής-ενθέτου-έκδοσης: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Θανάσης Μωραΐτης
Όποιος θέλει να προμηθευτεί το CD, να απευθυνθεί στο ΜΛΑ (τηλ. 210-3251364).
***Ευχαριστώ πολύ:
τον κ. Νώντα Τσίγκα για την βοήθειά του στην προμήθεια του ηχητικού υλικού και
τον κ. Θανάση Μωραΐτη για την άδεια δημοσίευσης του συγκεκριμένου βίντεο.
Οι στίχοι:
Μας πάτησαν τη Νιάουστα και την απάνω Χώρα
πήραν μανούλες μι πιδιά κι πιθιρές μι νύφες
πήραν και μια μικρόνυφη, τρεις μέρες παντριμένη
που ‘χεν τα τέλια στα μαλλιά, τα νύχια της βαμμένα.
‘Ξήντα Αρβανίτες την κρατούν κι εξήντα την ‘ξιτάζουν
– Πιρπάτια μήλου μ’ κόκκινου κι ροϊδινού μ’ γραμμένου
μήνα τα ρούχα σι βαρούν, μήνα τα κοντογούνια;
– Κι ουδέ τα ρούχα μι βαρούν
μον’ μι βαρούν τα βάσανα, τα ντέρτια της καρδιάς μου
με σκότωσαν τον άνδρα μου, σε πράσινο λιβάδι
πλημμύρισιν το αίμα του.
– Κόρη μου δεν παντρεύεσαι, Τούρκον άντρα να πάρεις;
– Φύγε-φύγε βρουμόσκυλο, φύγε-φύγε ‘π’ εμπρός μου
ιγώ Ρουμιά γεννήθηκα, Ρουμιά κι θα πιθάνω.
Και το σπαθί του έγαλεν και το κεφάλ’ την πήρε.
– Ώρα καλή σου νύφη μου και στο καλό να πάνεις
πάνε να βρεις τον άντρα σου.