Ήταν παλιά επιθυμία μου να ασχοληθούμε με τους μαθητές με το ποίημα αυτό αλλά το θεωρούσα δύσκολο, όπως και πράγματι αποδείχτηκε. Χάριν όμως στη φιλοτιμία των μαθητών μου το εγχείρημα ολοκληρώθηκε.
Ευχαριστώ τις συναδέλφους κ. Βάνα Κεβρεκίδου (θεατρολόγο), Αναστασία Παπαγεωργιάδου (γυμνάστρια) και Σόνια Ευθυμιάδου (δασκάλα) για τη βοήθεια, που μου προσέφερε η κάθε μια με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο!
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους γονείς, που με εμπιστεύονται, εγκρίνουν και υποστηρίζουν όλες τις πρωτοβουλίες μου. Πάνω απ΄ όλους ευχαριστώ τους μαθητές μου (Γ΄Τάξη, 1ου Δημ. Σχ. Καστοριάς), οι οποίοι αγάπησαν αυτό το ποίημα, το μάθανε απ΄έξω και κοπίασαν να το γυρίσουμε βίντεο με το κινητό μας τηλέφωνο, ως μη ειδικοί. Το προσφέρουμε λοιπόν, ως δώρον εσαεί, στη μητέρα για τη γιορτή της!
Από το Facebook της Σοφίας Καμπούρη
“Μεταμορφώσεις” του Γεωργίου Βιζυηνού
Μια μάνα είχε τέσσαρα παιδάκια καμωμένα,
τέσσαρα παιδιά.
Τ’ ανάγυιωσε, τ’ ανάθρεψε, τα `προίκισ’ ένα ένα,
μ’ εύθυμη καρδιά.
Κ’ ευρήκε και τα `πάνδρεψε σ’ ανθρώπους με κεφάλι,
με νοικοκυριό.
Κ’ εκείνα `σπιτωθήκαμε κ’ εγίνανε μεγάλοι
μέσα στο χωριό.
Μα της γριάς της μάνας των της έδωκεν η Μοίρα
άσχημην ευχή.
Κι απέθανε ο γέρος της! Κι’ απέμειν’ αυτή χήρα,
χήρα και φτωχή!
Κι αυτά σαν να μην έφθανεν, αρρώστησε μια μέρα,
μια κακή βραδιά!
Φωνάζει ξένον άνθρωπο, μηνά μ’ αυτόνε πέρα
να `ρθουν τα παιδιά.
—Πάνε και πες του γιόκα μου να `ρθεί να με κοιτάξει
και δεν ειμπορώ!—
Πήγε και ήλθε και λαλεί.—Τ’ αμπέλι του θα φράξει!
Δεν έχει καιρό!
—Οι βάτοι να φυτρώσουνε στο σώμα τ’, είπ’ εκείνη,
για παντοτινά!—
Και από τότ’ ο κακογυιός σκαντζόχοιρος εγίνη,
φεύγει στα βουνά!
—Πάνε και πες της κόρης μου να `ρθεί να με κοιτάξει
και δεν ειμπορώ!—
Πήγε και ήλθε και λαλεί. – `Φαίνει λεφτό μετάξι!
Δεν έχει καιρό!
—Να `φαίνει και να διάζεται, και να `ναι, είπ’ εκείνη,
με χωρίς πανί! –
Και από τότ’ η άπονη, αράχνη έχει γίνει,
ματαιοπονεί!
—Πάνε στην άλλη κόρη μου, να `ρθεί να με κοιτάξει,
και δεν ειμπορώ!—
Πήγε και ήλθε και λαλεί.—Θα πλύνει και θ’ αλλάξει!
Δεν έχει καιρό!
—Η σκάφη πά’ στην ράχη της να γύρει, είπ’ εκείνη,
άπλυτ’ αλλαγή!—
Και από τότ’ η άπονη χελώνα έχει γίνει,
σέρνεται στην γη!
—Πάνε στην τρίτη κόρη, μου να `ρθει να με κοιτάξει,
και δεν ειμπορώ!—
Πριν επιστρέψει και της πει, η κόρ’ είχε προφθάξει.
Είχ’ αυτή καιρό;
—Γιατί στα χέρια, κόρη μου, στα δάχτυλα ζυμάρι
κι’ άλευρα εδώ;
—Εζύμωνα, μανούλα μου, μα είδησ’ έχω πάρει
κ’ ήρθα να σε ιδώ.
—Ανθόσκονη τ’ αλεύρι σου κ’ η σκάφη σου κυψέλη!
Ηύρες τον καιρό!
Στον βίο σου, να γίνεται ό,τι κι’ αν πιάνεις μέλι,
μέλι γλυκερό!—
Λαλεί και με χαμόγελο αποκοιμιέτ’ εκείνη
για παντοτινά.
Και από τότε, μέλισσα η κόρη της εγίνη
και καλοπερνά.
Γυρνά σ’ όλα τα λούλουδα, εις όλα τ’ άνθη `μβαίνει,
μ’ εύθυμη ψυχή.
Κι απ’ όλα `ναι τα πλάσματα η πιο ευλογημένη,
δια την ευχή.