Το ενδιαφέρον για την επίσκεψη σε υπαίθριους τόπους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος έχει αναθερμανθεί τα τελευταία χρόνια , πολύ περισσότερο μάλιστα που λόγω πανδημικής κρίσης είναι προτιμητέοι, προσφέροντας άπλετο χώρο και αποστάσεις ασφαλείας.
Σήμερα θα μιλήσουμε για κάποιους σχετικά άγνωστους προορισμούς με τεράστια αρχαιολογική αξία που στον υπόλοιπο κόσμο έχους αξιοποιηθεί δεόντος τουριστικά.
Η Ελβετία θεωρείται κοιτίδα των λιμναίων προιστορικών οικισμών, στην αλπική περιφέρεια, με πάμπολες θέσεις κατά μήκος του αλπικού τόξου, επίσης έχουν ανακαλυφθεί αντίστοιχες θέσεις στη νότια Γερμανία, Αυστρία, Σλοβενία, βόρεια Ιταλία και ανατολική Γαλλία, όπου έχουν εντοπιστεί σχεδόν 600 θέσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, δίπλα σε λίμνες ή σε έλη.
Στον ελληνικό χώρο δεν διαθέτουμε την αφθονία των λιμναίων εγκαταστάσεων της αλπικής περιφέρειας. Πιθανότατα, είναι θέμα έρευνας, ή είναι ένα τυχαίο γεγονός.
Προς το παρόν, ο Νεολιθικός οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς είναι ο μοναδικός, που έχει ανασκαφεί στον ελληνικό χώρο και θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτόν, αφού περιγράψουμε και άλλες θέσεις σε πολλά μέρη της χώρας μας, όπως την Κρήτη, τη Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία και τις Σέρρες όπου βρίσκονται αρχαίοι οικισμοί που δίνουν μια πληθώρα πληροφοριών, τόσο για τους συνήθειες και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, όσο και για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν δημιουργηθεί.
Από τα προϊστορικά χρόνια, η σχέση του ανθρώπου µε τη φύση, διαδραµάτιζε καθοριστικό ρόλο σε όλα τα πεδία της δραστηριότητάς του. Η σχέση αυτή τεκµηριώνεται από την επιλογή µίας θέσης µόνιµης ή περιοδικής κατοίκησης, µέχρι τους φυσικούς πόρους που προσδιορίζουν την ποσότητα, την ποιότητα και την ποικιλία των διατροφικών πηγών, τις οποίες ο άνθρωπος εκµεταλλεύεται µε τη βοήθεια των εργαλείων που ο ίδιος κατασκευάζει προκειµένου να επιβιώσει στη φύση και την άγρια ζωή.
Οι υδάτινοι ορίζοντες, που αποτελούν βασικά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, οδήγησαν τον άνθρωπο να εξαρτάται άµεσα από την παρουσία του νερού, µε αποτέλεσµα ο ίδιος να εγκαθίσταται σε περιοχές µε άφθονους υδάτινους πόρους. Αυτό, σε συνδυασµό µε την οικονοµική δραστηριότητα και την αναζήτηση τροφής, οδήγησε το ανθρώπινο είδος σε µόνιµη ή περιοδική εγκατάσταση κοντά σε ποτάµια, έλη, λίµνες και θάλασσες. Όσοι πολιτισµοί αναπτύχθηκαν κοντά σε υδάτινες περιοχές, ονοµάστηκαν πολιτισµοί του νερού. Σύµφωνα και µε τον ορισµό που δίνει ο Γ.Χ. Χουρµουζιάδης, «λιµναίος οικισµός, χαρακτηρίζεται κάθε ανθρώπινη εγκατάσταση µέσα ή κοντά σε µία λίµνη»1. Η εγκατάστασή τους αυτή σε υδάτινους χώρους, έχει ως αποτέλεσµα αυτοί οι πολιτισµοί να παρουσιάζουν ορισµένα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, που έχουν να κάνουν µε την διαµόρφωση της οικονοµίας του οικισµού, και της τροφοσυλλεκτικής του οργάνωσης, καθώς επίσης και µε το πρώιµο «εµπόριο» και τις ανταλλαγές ανάµεσα σε οικισµούς που διευκολύνεται µέσω υδάτινων δρόµων.
Οι λόγοι που µπορεί ένα οικισµός να εγκατασταθεί κοντά σε µία λίµνη ποικίλλουν ανάλογα µε τον σκοπό εγκατάστασης του κάθε οικισµού. Αυτοί µπορεί να είναι οικονοµικοί, ιδεολογικοί και κυρίως αµυντικοί, εφόσον το υγρό στοιχείο λειτουργεί και ως φυσική οχύρωση. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πολλές αρχαιολογικές θέσεις µάς είναι άγνωστες µέχρι να µειωθεί η στάθµη του νερού και να έρθουν στην επιφάνεια οι πρώτες ενδείξεις του κρυµµένου προϊστορικού οικισµού.
Λίμνη Κούρνα
Στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων και στους πρόποδες του όρους Δαφνομαδάρα υπήρχε στην αρχαιότητα ένας οικισμός με την ονομασία Κόριον, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος: «Κόριον τόπος εν Κρήτη από κόρης τίνος…». Ο αρχαίος εκείνος οικισμός είναι το σημερινό χωριό Κουρνάς.
Ο Κουρνάς είναι από τα παλαιότερα χωριά της Κρήτης και σε αυτόν βρίσκεται η λίμνη Κούρνα. Δεν είναι εξακριβωμένο αν η λίμνη πήρε το όνομά της από το χωριό Κουρνάς ή το χωριό πήρε το όνομά του από αυτήν. Το αρχαίο πάντως όνομα της λίμνης ήταν Κορησία και υπήρχε εδώ το ιερό της «Κορησίας Αθηνάς» όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος στις αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα. «Κόριον, τόπος εν Κρήτη, από Κόρης τινός και λίμνη Κορησία και Αθηνάς ιερόν Κορησίας».,
Λίμνη Κάρλα
Γύρω από τη λίμνη ζούσαν αγρότες και ψαράδες και οι περισσότεροι οικισμοί βρέθηκαν κατά μήκος των αρχαίων συλλεκτήρων που μάζευαν τα νερά από τους λόφους και τα διοχέτευαν σε αυτήν. Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε ζωή γύρω από τη λίμνη τουλάχιστον από την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική εποχή, όπως δείχνει ένας οικισμός που βρέθηκε στη θέση «Θερμοκήπια» πολύ καλά διατηρημένος, σύγχρονος του Σέσκλου. Ο οικισμός αυτός, που χρονολογείται την 7η και την 6η χιλιετία π.Χ.) καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στα βορειοανατολικά της λίμνης. Κατά την περίοδο των ανασκαφών ανακαλύφθηκαν πολυάριθμα αγγεία ιδιαίτερης αισθητικής και τεχνοτροπίας
Λίμνη Τριχωνίδα
Βορειοδυτικά της λίμνης και δίπλα στη σύγχρονη ομώνυμη πόλη του Δήμου Θέρμου, βρίσκεται ο αρχαίος οικισμός του Θέρμου. Ο αρχαίος οικισμός χρονολογείται από το τέλος της εποχής του Χαλκού.
Λίμνη Κερκίνη
Κοντά στη λίμνη Κερκίνη βρίσκεται και ο οικισμός του Πεθελινού, ο οποίος κατοικείται από τη νεολιθική εποχή. Κοντά στο χωριό ανακαλύφτηκε αρχαίος οικισμός, που επιβίωσε σε όλη την αρχαιότητα και έφερε πιθανώς την ονομασία
«Ποτολινός». Ο σύγχρονος οικισμός χρονολογείται από τον 15ο-16ο αιώνα, την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Η λίμνη Κερκίνη αποτελεί μέχρι σήμερα ένα μοναδικό υδροβιότοπο με σπάνιο και πολύτιμο οικοσύστημα.
Ο λιμναίος προϊστορικός οικισμός του Δισπηλιού
Ο αρχαίος αυτός οικισμός χρονολογείται γύρω στο 5500 π.Χ., και τοποθετείται στη Δυτική Μακεδονία και συγκεκριμένα στη λίμνη της Καστοριάς, μια λίμνη γλυκού νερού της οποίας η έκταση υπολογίζεται στα 30 τ.χλμ. Νότιά της και μόλις 8 χιλιόμετρα από την πόλη της Καστοριάς βρίσκεται το χωριό Δισπηλιό, του οποίου την ιστορική αξία έφεραν στην επιφάνεια οι ανασκαφές του Α. Κεραμόπουλου το 1932.
Ο λιμναίος προϊστορικός οικισμός αποκαλύφθηκε όταν η στάθμη της λίμνης άρχισε να υποχωρεί και σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις ανασκαφές που προαναφέραμε ανακαλύφθηκε μεγάλος αριθμός λίθινων εργαλείων και κομμάτια αγγείων. Καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονταν βρέθηκαν επιπλέον σκεύη, εργαλεία, πάσσαλοι, οστά και καρποί δέντρων. Έτσι, γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη οργανωμένης ζωής, αφού ο νεολιθικός άνθρωπος φαίνεται να θεμελιώνει τον πολιτισμό της εποχής του, να αναζητά την τροφή του με εξοπλισμό που φτιάχνει με τα χέρια του, να χρησιμοποιεί ό, τι του παρέχεται από τη φύση, τόσο τη χλωρίδα όσο και τη πανίδα, για να επιβιώνει και να ικανοποιεί τις ανάγκες του.
Οι οικισμοί είχαν συγκεκριμένη αρχιτεκτονική και ήταν σχεδιασμένοι ώστε να καλύπτουν τις ατομικές και κοινωνικές ανάγκες των μελών τους. Οι καλύβες που έφτιαχναν ήταν κυκλικές και ορθογώνιες και τις στήριζαν σε ειδικές εξέδρες από ξύλινους πασσάλους. Σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις στον οικισμό ζούσαν τρεις χιλιάδες άτομα. Τα μέλη του οικισμού είχαν οργάνωση και πειθαρχία, μάζευαν την τροφή τους, εξέτρεφαν κατοικίδια, ψάρευαν και κατασκεύαζαν εργαλεία και είδη καθημερινής χρήσης.
O Ηρόδοτος μας λέει πως οι κάτοικοι των λιμναίων οικισμών άνοιγαν «καταπακτές» στις πλατφόρμες, όπου ήταν χτισμένα τα σπίτια τους, για να ψαρεύουν από κει και πως γι’ αυτό έδεναν τα παιδιά τους από ένα πάσσαλο για να μην πέσουν από τις τρύπες αυτές μέσα στη λίμνη και πνιγούν «τα δε παιδία δέουσι του ποδός σπάρτω».
Όμως, δεν γνωρίζουμε το φύλο των ψαράδων του προϊστορικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό. Σύμφωνα με την παρούσα βιβλιογραφία, σε τοιχογραφίες, βραχογραφίες και σφραγίδες απεικονίζονται άνδρες ψαράδες. Υπάρχουν όμως ιστορικές μαρτυρίες για τους πρωτόγονους πληθυσμούς της Ν. Αμερικής (Ινδιάνους Κανού στη Ν. Χιλή) που αναφέρουν γυναίκες που ψάρευαν με πετονιές και δίκτυα σε έναν καθαρά πελάγιο οικισμό. Ας μη λησμονούμε ότι και στη μινωϊκή θρησκεία απεικονίζεται στην Ύστερη εποχή του χαλκού γυναίκα ως πότνια των ψαριών.
Όσον αφορά τη διατροφή τους τα ιχθυοφαγικά κατάλοιπα μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του Δισπηλιού κατανάλωναν κυπρίνους, τσιρόνια, χέλια και μεγάλα λιμναία όστρεα.
Οι κάτοικοι του οικισμού εικάζεται οτι γνώριζαν καποιο είδος γραφής η οποία , σύμφωνα με καποιους επιστήμονες ενδέχεται να ήταν μια πρώιμη μορφή της γραμμικής Α.
Επίσης οι κάτοικοι του οικισμού έπαιζαν και μουσική. Η ενασχόλησή τους με τη μουσική αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν στον αρχαίο οικισμό φλογέρες από κόκκαλα πουλιών, που αποτελούν από τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν αναγνωρισθεί στον ευρωπαϊκό πληθυσμό.
Από το 2000 στην περιοχή λειτουργεί υπαίθριο μουσείο, στους χώρους του οποίου έχει οργανωθεί μια πιστή αναπαράσταση του λιμναίου οικισμού. Για το σκελετό των καλυβών χρησιμοποιήθηκαν κορμοί δένδρων, για τους τοίχους κλαδιά και σχοινί ενώ από την λάσπη της λίμνης δημιουργήθηκε ο σοβάς κάθε καλύβας που την στέγη της σκεπάζουν άχυρα.
Η επιλογή των ανθρώπων να δημιουργούν και να αναπτύσσουν οικισμούς και πολιτισμούς δίπλα σε στάσιμα νερά, πρέπει να αναζητηθεί στους πρώτους ανθρώπους οι οποίοι προτίμησαν να ζήσουν στο συγκεκριμένο οικοσύστημα, δικαιώνοντας τη ρήση των αρχαίων Αιγυπτίων ότι ο άνθρωπος είναι «έλειον και λιμνώδες ζώον».
Οι λιμναίοι οικισμοί έχουν κάτι το ξεχωριστό, έρχονται και φεύγουν συγχρονιζόμενοι με την στάθμη του νερού, ενώ τα πολύ καλοδιατηρημένα ευρήματά τους τονίζουν τα υπέροχα επιτεύγματα των νεολιθικών λιμναίων; ή παραλίμνιων; οικιστών τους.
Σε κάθε περίπτωση η επίσκεψη σε ένα τέτοιο χώρο αποτελεί έναα βιωματικό σχολείο της ιστορίας αποκαλύπτωντας την ιστορική συνέχεια του είδους μας.
Πηγές:
- http://www.dimosiraklias.gr
- http://titanis.pblogs.gr/
- http://el.wikipedia.org
- http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/
- http://users.otenet.gr/~kpe-ther/ait/trixonida.html
- http://hdl.handle.net/10812/4819
- http://ebooks.serrelib.gr:
- πτυχιακή εργασία Πηνελόπης Βλάχου (Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων)
- Λιμναίοι Οικισμοί της Προϊστορίας Δρ Μαρία Επαμ. Πυργάκη
Από τη διαδικτυακή εφημερίδα “Ελληνικός Τουρισμός”
Διαβάστε την εφημερίδα στο:
https://itnnews.gr/wp…/uploads/2021/10/ITN_14102021.pdf