Η Καστοριά, κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους, ήταν μία σχετικώς μεγάλη πόλη. Κατείχε καίρια γεωγραφική θέση στην Βορειοδυτική Μακεδονία και διέθετε ισχυρότατη οχύρωση. Για τους λόγους αυτούς αποτελούσε την πρωτεύουσα μιας σημαντικής σε έκταση και πληθυσμό επαρχίας του βυζαντινού κράτους1.
Ως πρωτεύουσα εύανδρης βυζαντινής επαρχίας η Καστοριά υπήρξε, α) Έδρα πολιτικού διοικητή με τον υψηλό βαθμό του Μαγίστρου2, β) Μητροπολίτου με το ιερατικό αξίωμα τού Εξάρχου πάσης Δαρδανίας και Πρωτόθρονου τής Αρχιεπισκοπής Αχρίδοςʒ,και γ) Στρατηγού – Διοικητή αξιόμαχων στρατευμάτων της υπόψη αυτοκρατορίας.
Οι κάτοικοι τής τότε περίλαμπρης Καστοριάς ήταν άνθρωποι με υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο και με έντονη πνευματικότητα. Απόδειξη αυτών αποτελούν (και) οι πολυάριθμοι βυζαντινοί ναοί, που ήταν κτισμένοι μέσα κι έξω απ’ την πόλη, απ’ τους οποίους αρκετοί σώζονται μέχρι σήμερα. Οι εκτός του άστεως ναοί βρίσκονταν κτισμένοι, κατά κανόνα, στην περίμετρο της λίμνης, σε επίκαιρα σημεία της. Ένας απ’ αυτούς τους ναούς, πολύ αξιόλογος, υψωνόταν πλησίον του Δισπηλιού, μπροστά απ’ τους δύο χαρακτηριστικούς βράχους που στέκουν όρθιοι κι επιβλητικοί παραπλεύρως της εθνικής οδού και απέναντι απ’ το ερειπωμένο πλέον ξενοδοχείο “Τσάμης”. Παρακάτω, στο κείμενο που ακολουθεί, θα παρατεθούν στοιχεία για τον αναφερόμενο ναό και θα παρουσιαστούν οι λόγοι, για τους οποίους ανηγέρθηκε αυτός στην συγκεκριμένη, προκείμενη των βράχων, θέση.
1) Ο βυζαντινός ναός των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ στο Δισπηλιό.
Όπως προαναφέρθηκε, οι κάτοικοι της βυζαντινής Καστοριάς είχαν κτίσει έναν αξιόλογο ναό των Ταξιαρχών απέναντι απ’ την πόλη τους, στην μεσημβρινή όχθη τής λίμνης. Ο ναός αυτός, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση έξω απ’ το Δισπηλιό, εκεί που βρίσκεται τώρα η είσοδος του ξενοδοχείου “Τσάμης”, καταστράφηκε κατά την χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας. Στη θέση του υπάρχει σήμερα ένα μικρό εικονοστάσι, που τιμάται επίσης στο όνομα των δύο Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Πριν αρκετά χρόνια, ο αείμνηστος Καστοριανός Γυμνασιάρχης και συγγραφέας Παντελής Τσαμίσης ανέσκαψε τα ερείπια του εν λόγω ναού, και ακολούθως κατέγραψε τα εξής περί αυτών, στο βιβλίο του “H Καστοριά και τα μνημεία της”:
«Ταξιάρχαι: Ολίγα μέτρα προ του χωρίου Δισπηλειού και κάτωθεν απόκρημνων βράχων εύρομεν λείψανα αρχαίου ναού Βυζαντινού, τετραγώνους κεράμους και μικράν τοιχογραφίαν εις τίνα μέρη, ούτινος το όνομα Ταξιάρχαι παρέμεινεν»4.
2) Οι λόγοι επιλογής τής συγκεκριμένης θέσης του ναού.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσω τους λόγους, για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, οι Καστοριανοί του Μεσαίωνα, επέλεξαν την υπόψη βραχοπροκείμενη θέση για να κτίσουν τον παρουσιαζόμενο ναό των Ταξιαρχών. Αυτοί οι λόγοι ήταν οι εξής:
α) Η επιτακτική ανάγκη ύπαρξης υπέρμαχου προστάτη της Καστοριάς στη μεσημβρινή πλευρά της και μάλιστα στον υποτυπώδη δρόμο – μονοπάτι που τη συνέδεε με το τότε Δισπηλιό και που διερχόταν κάτω ακριβώς απ’ τους υπόψη βράχους. Προστάτες της εκεί αναδείχτηκαν οι όντως απροσμάχητοι Ταξιάρχες των Ουρανίων Δυνάμεων Μιχαήλ και Γαβριήλ και γι’ αυτό οικοδομήθηκε ο ναός τους στο πλέον οχυρό σημείο τής εν λόγω διάβασης, που ήταν αυτό των δύο βράχων του Δισπηλιού.
β) Η ύπαρξη μικρής σπηλιάς στην βάση των δύο κορυφοενωμένων βράχων. Είναι γνωστό, πως ήδη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια αρκετά σπήλαια αποτελούσαν και αποτελούν για τη θρησκεία μας ιερά άντρα αφιερωμένα στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Εντός τους υπάρχουν σπηλαιώδεις ναοί καθιερωμένοι στο άγιο όνομα Του. Ένας τέτοιος σπηλαιώδεις ναός, που είναι φημισμένος και συνδέεται με θαύμα του ίδιου Ταξιάρχη, υπάρχει στο Monte Gar–gano της Απουλίας (Ιταλία).5
γ) Η καταπληκτική μορφική ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ των υπόψη δύο ενωμένων βράχων του Δισπηλιού (στην πραγματικότητα είναι ένας ερρηγμένος ογκόλιθος), με τον λίθο που διατόμησε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στις Χώνες της Μικράς Ασίας, κατά την τέλεση του παρακάτω παρουσιαζόμενου θαύματός Του6:
γ) Το εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.7
Τον καιρό που ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ζούσε κι εργαζόταν ιεραποστολικά στη Μικρά Ασία, επισκέφθηκε και την πόλη των Κολοσσών (: Χώναις) για να ευαγγελίσει τους κατοίκους της. Εκεί, αφού περάτωσε μ’ επιτυχία το ψυχοσωτήριο έργο Του, προείπε στους ευσεβείς Κολοσσαείς, ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επρόκειτο να τελεί στην πόλη τους θαύματα. Πράγματι, μόλις ο Μαθητής της Αγάπης αναχώρησε για την Έφεσο, που ήταν το κέντρο της δράσης Του, ανάβλυσε κάτω απ’ έναν μεγάλο βράχο των Κολοσσών μια ιαματική πηγή, που τα νερά της θεράπευσαν πολλούς ασθενείς. Μεταξύ αυτών των ασθενών ήταν και η κόρη ενός επίσημου ειδωλολάτρη, ο οποίος μετά τη θαυματουργική ίασή της, βαπτίστηκε κι έκτισε, απ’ ευγνωμοσύνη προς τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, έναν χριστιανικό ναόν προς τιμήν Του. Ο ναός αυτός ήταν περίκεντρος, τρουλλαίος και περιέκλειε εντός του τον βράχο με την υπόψη ιαματική πηγή8.
Αργότερα, περί τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., μετέβη στον εν λόγω ναό ως προ-σμονάριος ένας δεκαετής ονόματι Άρχιππος απ’ την Ιεράπολη της Φρυγίας, ο οποίος έζησε κοντά στο Αγίασμα εξήντα ολόκληρα έτη. Κατά το χρονικό διάστημα της εκεί παραμονής και υπηρεσίας του ο Άρχιππος δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις κι επίμονους διωγμούς απ’ τους ειδωλολάτρες τής περιοχής, οι οποίοι μάλιστα επιχείρησαν πολλάκις να καταστρέψουν τον ναό και το Αγίασμα. Για να το πετύχουν, προσπάθησαν αρχικά ν’ αναμείξουν τα ιαματικά νερά της θαυματουργού πηγής του βράχου με τα ύδατα του πλησιόχωρού της ποταμού Χρύση. Επειδή όμως δεν κατόρθωσαν να καταστρέψουν το αγιασματικό ναό, ένωσαν δύο άλλους μικρούς ποταμούς των Κολοσσών, τον Λυκόκαρπο και τον Κούφο και κατεύθυναν τα συγκεντρωμένα νερά τους προς τον ναό για να τον αποθεμελιώσουν. Ο Άρχιππος, βλέποντας επί πολλές ημέρες τις ασεβείς ενέργειες των ειδωλολατρών νήστευε και προσευχόταν στον Αρχάγγελο να σώσει το ναό του. Και ώ του θαύματος, κατά τη διάρκεια των εν λόγω θερμών ικεσιών του, άκουσε βροντή «και κατελθών ο άγιος Αρχιστράτηγος εν τω τόπω εκείνω έστη εις κεφαλήν της στερεάς πέτρας (ήτις ευρίσκετο εντός του ναού) και λέγει προς τον δούλον του Θεού φωνή μεγάλη. Έξελθε προσμονόριε από του ευκτήριου πριν σε καταποντίσει το ύδωρ. Εξελθόντος δε του μακαρίου και θεασαμένου την αποστρόπτουσαν θέαν της δόξης αυτού, έπεσεν εις το έδαφος ωσεί νεκρός».9
Κατόπιν ο Άρχιππος σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε αριστερά τού Αρχάγγελου, ο οποίος φαινόταν ως πύρινη στήλη που υψωνόταν απ’ τη γη ως τον ουρανό. Μετά ταύτα, ο Άρχων Μιχαήλ «εκτείνας (όπως ο Μωϋσής) την δεξιάν αυτού, ως εν δείγματι φησίν ράβδον κατέχων, έδωκεν εις την κεφαλήν της στερεάς πέτρας και ευθέως ερράγη η πέτρα από άκρων έως άκρων και από άνωθεν έως κάτω». Εκεί, μέσα στο ράγισμα, χωνεύτηκαν τα νερά των ποταμών κι έτσι σώθηκε ο ναός και τα περικτίσματά του”. Ακολούθως, ο Αρχιστράτηγος των αγγελικών Δυνάμεων ευλόγησε τον ευσεβή προσμονάριο κι έφυγε στους Ουρανούς.
Το προπαρουσιαζόμενο μεγάλο θαύμα επιγράφεται και απεικονίζεται στους ναούς μας ως εξής, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον εκ Φούρνα (18ος αι.):
Ο Μιχαήλ λυτρούμενος τον ναόν του εν Χώναις εκ του καταποντισμού.
Ναός και μέσον ο όσιος Άρχιππος, γέρων οξυγένης προσευχόμενος, και ο Μιχαήλ έμπροσθεν ιστάμενος κρούει με κοντάρι εις τα θεμέλια του ναού, σχίζοντας μίαν πέτραν’ και από πάνω από τα βουνά έρχονται δύο ποταμοί και σμίγοντες έμπροσθεν της εκκλησίας χωνεύουν εις το σχίσμα της πέτρας, και επάνω εις τα βουνά με τζαπία και σκαλιστήρια άνθρωποι παστρεύοντες τον δρόμον των ποταμών».
Αντί Επιλόγου.
Οι Ταξιάρχες των Αγγελικών Δυνάμεων Μιχαήλ και Γαβριήλ ήταν κατά τη βυζαντινή εποχή κι εξακολουθούν να είναι έως σήμερα, προστάτες της Καστοριάς και των περιχώρων της. Στο άγιο όνομα τους οι πρόγονοι μας είχαν οικοδομήσει τρεις τουλάχιστον λαμπρούς ναούς εντός της πόλης μας14, κι έναν εκτός αυτής, τον εξεταζόμενο ναό του Δισπηλιού. Απ’ τους εν Άστει ναούς των Ταξιαρχών σώζονται έως τις ημέρες μας οι τρεις. Αντιθέτως, ο εδώ παρουσιαζόμενος ναός του Δισπηλιού δυστυχώς καταστράφηκε κατά το παρελθόν και στη θέση του υπάρχει τώρα μόνον ένα μικρό εικονοστάσι – προσκυνητάρι. Ευχής έργον κι ευλογία για όλους μας θα είναι να ξανακτιστεί από κάποιον ευσεβή Καστοριανό ή Δισπηλιώτη ο ναός των Ταξιαρχών Δισπηλιού πλησίον των υπόψη δύο μεγάλων βράχων, για να συνεχίσει και πάλι να προσφέρει τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του, στους Χριστιανούς της Καστοριάς15 και γενικότερα της Ελλάδος.
Σημειώσεις.
1) Βλ. Κ.Λιόντη, Καστοριά: Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή πόλη, ένθετο “Επτά ημέρες”, εφημ. “Καθημερινή”, φύλλ. 3 – 12 – 1995, σελ. 4.
2) Βλ. Μ.Χατζηδάκη – Στ. Πελεκανίδη “Καστοριά”, εκδ, “Μέλισσα”, Αθήνα 1984, σελ. 50, 52.
3) Π. Τσαμίση, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι 1949, σελ. 64 – 65.
4) Π. Τσαμίση, ό.π. σελ. 163.
5) Βλ. Αρχιμ. Σ. Κουκιάρη, Τα θαύματα-εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, εκδ. “Δωδώνη”, Αθήνα 1989, σελ. 24, 41.
6) Αρχ. Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 163-167.
7) Η ανάμνηση του θαύματος εορτάζεται απ’ την Εκκλησία μας την 6η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Βλ. Αρχ. Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 40-41, 167.
8) Βλ. Αρχ, Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 165.
9) Αρχ. Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 40.
10) Αρχ. Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 41.
11) Ένεκα της υπόψη χώσεως των υδάτων οι Κολοσσές μετονομάστηκαν σε Χώνες (μετά το 692 και πριν το 787). Το έτος 1070 ο ναός και το προσκύνημα τους καταστράφηκαν απ’ τους Σελτζοϋκους Τούρκους. Βλ. Αρχ. Σ. Κουκιάρη, ό.π., σελ. 163.
12) Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, εκδ. Α. Παπαδοπούλου – Κεραμέως. Πετρούπολη Ρωσσίας 1909, σελ. 175.
13) Μνημειώδης παράσταση του εν Χώναις θαύματος υπήρχε (σήμερα δεν σώζεται) στο Βυζαντινό ναό των Αγίων Αναργύρων Καστοριάς. Βλ. Μ. Χατζηδάκη-Στ. Πελεκανίδη “Καστοριά”, ό.π., Πίνακα αποτύπωσης θέσεων εικόνων, αριθ. 114, σελ. 25.
14) α) Οι Ταξιάρχες της Μητρόπολης (κοιμητηριακός ναός των Αρχόντων), β) Οι Ταξιάρχες του Γυμνασίου (προστάτες της Ακρόπολης), γ) Οι Ταξιάρχες της Μεγάλης Πόρτας (φύλακες όλου του κάστρου).
15) Στην Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς υπάγονται δύο αρχαία Μοναστήρια αφιερωμένα στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες. Είναι του Αετού και της Τσούκας Νεστορίου.