Εχθές στο σπίτι της μαμάς κάναμε λίγες “βαρβαρίσιες”. Οι “βαρβαρίσιες” είναι λεπτές πιτούλες στο τηγάνι σαν τις σημερινές κρέπες, όμως χωρίς γάλα και αυγά.
Όταν ήμουν παιδί η μαμά μου έφτιαχνε κάθε χρόνο στη δροσερή κουζίνα μας. Με την κουτάλα έριχνε το χυλό -αλεύρι, μαγιά και ζεστό νερό-στο τηγάνι που πρώτα άλειφε με λίγο λάδι. Στη συνέχεια τις πασπάλιζε με χοντροκομμένα καρύδια, κανέλα και ζάχαρη.
Συνήθως κατά τη διάρκεια της παρασκευής τους μου έλεγε μια ιστορία:
“Μια φτωχή γυναίκα, ένα βράδυ παγωμένο και φαρμακερό, μετά από ώρες πεζοπορίας βρέθηκε μπροστά σ΄ένα φτωχοκάλυβο. Χτύπησε την πόρτα για να ζητήσει την άδεια να ξαποστάσει και να ζεσταθεί. Την ώρα εκείνη η νοικοκυρά του σπιτιού έφτιαχνε στη φωτιά κάτι πιτάκια φτωχικά με ελάχιστα υλικά για να ταΐσει τα παιδιά της.
Η νοικοκυρά του σπιτιού με μεγάλη προθυμία έμπασε στο σπίτι της την ταλαιπωρημένη γυναίκα την οποία φίλεψε με το φτωχικό φαγητό της. Η γυναίκα αφού ζεστάθηκε κοντά στο τζάκι την ευχαρίστησε για τη φιλοξενία και έφυγε μες τη νύχτα.
Όταν η νοικοκυρά επέστρεψε στην κουζίνα της, είδε πως η κατσαρόλα της ξεχείλιζε από χυλό ενώ πριν λίγο είχε βάλει στο τηγάνι την τελευταία κουταλιά. Την άλλη μέρα το ίδιο και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Με κάποιο θαυμαστό τρόπο η κατσαρόλα της ήταν γεμάτη κάθε μέρα.
Η γυναίκα που φιλοξένησε στο σπίτι της ήταν η Αγία Βαρβάρα η οποία ανταπόδωσε τη φιλοξενία που της προσφέρθηκε δίνοντας στην οικογένεια φαγητό, εσαεί…”
1 λεπτό ανάγνωση