διαπίστωση επερχόμενης τραγωδίας!
Ένα ενδιαφέρον έργο, τόσο, ως προς την μυθοπλασία του, όσο και ως προς την δομή του και προφητικό ως προς την επαλήθευσή του, που λαμβάνει χώρα σε ένα πλήρως δυστοπικό περιβάλλον. Έναν χώρο απόλυτης οικολογικής καταστροφής, όπου το άγονο της φύσης αποτελεί ζώσα καθημερινότητα και οιαδήποτε αμφισβήτηση είναι καταδικαστέα προς δόξαν μιας απόλυτα ολοκληρωτικής πολιτείας που στην προσπάθειά της να επιβληθεί, μετέρχεται τις πλέον βάναυσες κατασταλτικές μεθοδεύσεις, απαγορεύσεις ―λόγου, σκέψης, βούλησης, έκφρασης, αντίδρασης, συμμετοχής, διαμαρτυρίας, ρήξης!
Μία φιλόλογος (Κυβέλη), ένας ακτιβιστής (Μάρκος Βρεμέτης) και μία δημοσιογράφος (Στέλλα Μπεράτη), συγκροτούν τον κύριο καμβά του συγκεκριμένου έργου, που δια της αναγωγής, ου μην, και της υπερβολής, προσπαθεί να αναδείξει την αντιφατική, υποκριτική στάση, θέση, σχέση των ανθρώπων, πολιτών, απέναντι στην συντελούμενη γεωπολιτική καταστροφή και στην εγκαθίδρυση της ως άνω απεχθούς πολιτείας.
Τα πάντα εξελίσσονται, λαμβάνουν χώρα, στην σκιά μιας γεωφυσικής, όπως αναφέρθηκε, ή μήπως και πυρηνικής καταστροφής, και τον Μεγάλο Αδερφό, τον ελλοχεύοντα ολοκληρωτισμό, τα σύγχρονα Γκουλάγκ, τα κρεματόρια και τα ψυχιατρεία, που λειτουργούν ως αντίβαρα στην σθεναρή αμφισβήτηση της κάθε μειοψηφίας, η οποία, σε πείσμα των κρατούντων, τολμά να αντιστέκεται στην τρέχουσα, κυρίαρχη ιδεολογία, να διαμορφώνει, ούτως ειπείν, νέες συνειδήσεις μέσω της παιδείας και τον συντονισμό της διαμαρτυρίας.
Ένα έργο, που, λόγω της δομής του, δημιουργεί πολλαπλές προϋποθέσεις εγρήγορσης, αρχής γενομένης από την πληρότητα των χαρακτήρων ―Κυβέλης, Μάρκου, Στέλλας, Φοίβου, κατά κύριο λόγο, αλλά και πλείστων όσων· γηγενών και «εποίκων», ακτιβιστών και προσκυνημένων, πολιτείας και υπηκόων, με παράλληλους χώρους και χρόνους, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, πράγμα που ενισχύεται, πέραν της δομής, και από την γραφή του, η οποία, κινεί αποτελεσματικά τα πολλαπλά επίπεδα της πλοκής με μια προφορικότητα αρκούντως ελεγχόμενη και δημιουργική.
Ήδη, από την πρώτη προσέγγιση, διακρίνει την αξία της λιτότητας και της αισθητικής ο αναγνώστης, καθώς αρνείται πεισματικά την πεπατημένη, ο δημιουργός, απόδειξη αυτού η ευρηματική του σύνθεση και η ροή του λόγου, η οποία ακυρώνει την ατραπό της επιτήδευσης, η οποία, όταν συντελείται, μετατρέπει σε μια ρητορική, άνευ λόγου και ουσίας, το περιεχόμενο και σε χειραγωγούμενο υποκείμενο τον αναγνώστη.
Ως, εκ τούτου! Πέραν της αισθητικής και της δομής, άνετα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα Ρέκβιεμ του υφιστάμενου γεωφυσικού χώρου το συγκεκριμένο έργο, ο οποίος τείνει να γίνει μακρινή ανάμνηση για τους επερχόμενους εάν δεν μπει πάραυτα φραγμός στην άνευ όρων εκμετάλλευσή του, στο όνομα ενός επίπλαστου καταναλωτικού πολιτισμού, τρόπου ζωής.
Εάν, «μύθος· το μέγιστον των πάντων», κατά τον Αριστοτέλη, εκείνο που κατέκτησε, ο Ν. Ξένιος, είναι η επαλήθευση της ως άνω ρήσης, δεδομένου ότι ο μύθος είναι κυρίαρχος καθ’ όλη την ανάγνωση του έργου· δεν αποκλίνει, είναι πανταχού παρών, όπως και η Ύβρις, άλλωστε, η οποία συνέχει το έργο, όπως κι εμάς τους ίδιους, την κοινωνία γενικότερα που τυρβάζει, όπως πάντα, περί τα πολλά και εκπλήσσεται, μετά το συντελούμενο, τα μάλα!
Παρά ταύτα, παρότι η δυστοκία κι η υπερβολή, καταφάσκουν στο παράλογο, εντούτοις, το έργο απηχεί την οιονεί επαλήθευση μιας μελλοντικής πολιτείας κι ως εκ τούτου δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι, δεν πρόκειται, για κήρυγμα σωτηρίας, αλλά για διαπίστωση επερχόμενης τραγωδίας!