Άργος ΟρεστικόΓούναΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Τα παπούτσια ανάποδα: Γερμανιώτικο ευθυμογράφημα

 

Την παλαιά εποχή, πριν το έτος 1940, τα “κουζίνια” (= γουνοφόρα δέρματα) των κουναβιών ήταν περιζήτητα και πολύ ακριβά. Ένεκα τούτου, αρκετοί Γερμανιώτες εκείνης της εποχής ανέβαιναν στα ασβεστολιθικά βουνά του χωριού, όπου υπήρχαν πολλές σπηλιές και βραχώδεις οπές κι έστηναν εκεί κατάλληλες “σκανταλιές – καπάνες” (= παγίδες), για να συλλάβουν και φονεύσουν τα κουνάβια που κρύβονταν εντός τους.

Αυτό έκαναν κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό και δυο Γερμανιώτες, που ήταν γείτονες, φίλοι και δεινοί κυνηγοί, οι αείμνηστοι, Μίλιος (Μιλτιάδης) Αλεξίου και Θανάσης Λιάντζης, ο αδελφός του Παπαγγελή. Πήγαν στη σπηλιά της “Περιστέρας”, τοποθέτησαν τις ατσάλινες καπάνες τους και συμφώνησαν να μεταβούν εκεί κατά το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας για να πάρουν και μοιράσουν τα κουνάβια που θα έπιαναν.

 
Ο Γέρμας χιονισμένος.

Το ίδιο βράδυ όμως, ο συμφεροντολόγος Θανάσης άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε να μεταβεί μόνος του στη σπηλιά, πριν ξυπνήσει ο Μίλιος, και να πάρει αποκλειστικά αυτός όλα τα αιχμαλωτισμένα κουνάβια. Και για να πετύχει το σχέδιό του “σοφολόϊσε” (= επινόησε)  κι εφάρμοσε το εξής τέχνασμα. Φόρεσε τα παπούτσια του ανάποδα  (: έβαλε τις φτέρνες των παπουτσιών μπροστά και τις μύτες πίσω) και βάδισε προς την υπόψη σπηλιά. Έτσι, ενώ αυτός πήγαινε προς τη σπηλιά, οι πατημασιές του επάνω στο παχύ  χιόνι έδειχναν ότι είχε ήδη επιστρέψει απ’ αυτήν!

Περί τα χαράματα ξύπνησε και ο Μίλιος και πήγε στο σπίτι του Θανάση για να τον  φωνάξει και να πάνε μαζί στα κουνάβια. Είδε όμως στην εξώπορτα του φίλου του τις πατημασιές στραμμένες προς το εσωτερικό του σπιτιού και υπέθεσε λογικά ότι αυτός θα είχε γυρίσει ήδη απ’ το κυνήγι.  Κατόπιν τούτου επέστρεψε και ο ίδιος στην οικία του και κοιμήθηκε.

Παγίδα κουναβιού.

Το πρωί ξαναξύπνησε ο Μίλιος και κοίταξε αδιάφορα έξω απ’ το παράθυρό του. Και τότε είδε το φίλο του Θανάση να μπαίνει βιαστικά στο σπίτι του έχοντας στην πλάτη του ένα τσουβάλι γεμάτο σκοτωμένα κουνάβια.  Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί, γέλασε με την καρδιά του και την ίδια ημέρα διηγήθηκε το κωμικό συμβάν στους συγχωριανούς του, που το λένε και γελούν μέχρι σήμερα.

(Γιώργος Τ. Αλεξίου)

Το πατρικό σπίτι του Μίλιου Αλεξίου, έτ. 1851 ή 1861.
Πίνακας Γ.Τ.Α.

germaskastorias.blogspot.gr

 

 

Back to top button