Καστοριά

Ανάμεσα στο πλήθος (της Μαρίας Κανδύλη)

Όταν την είδε ένιωσε έναν αθέλητο ηλεκτρισμό και ένα κύμα αναμνήσεων τον πλημμύρισε, χωρίς ακόμα να είναι σίγουρος ότι ήταν εκείνη. Η απόσταση μεταξύ τους ήταν μεγάλη και μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να έχει τη βεβαιότητα ότι τη γνώρισε. Είχαν περάσει και τόσα χρόνια, δύο δεκαετίες σίγουρα. Ανάμεσα τους ένα χαρούμενο πλήθος γνωστών και αγνώστων εμπόδιζαν την ορατότητα, αλλά αυτός ένιωθε ότι ήταν αυτή.

Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Δεν μπορεί για μια άγνωστη να πάγωσε ο χρόνος. Δεν μπορεί. Αυτή ήταν. Την έβλεπε να γελάει, καθόταν με ξένους. Του φάνηκε ίδια, το κορίτσι της εφηβείας του. Θυμήθηκε λεπτομέρειες που είχε ξεχάσει : Τα καστανά μαλλιά, τα λακκάκια στα μάγουλα, το τίναγμα του κεφαλιού, τα μάτια της.

Τα μάτια δεν μπορούσε να τα δει από τόσο μεγάλη απόσταση, αλλά δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχαν χάσει τη γλύκα τους. Την είχε αγαπήσει γι’ αυτά τα μάτια. Θα είναι σίγουρα τα ίδια. Αναρωτήθηκε τι μεσολάβησε στη ζωή της, τα τελευταία είκοσι χρόνια, αναρωτήθηκε επίσης γιατί δεν είχε ψάξει να τη βρει. Αφού τότε θυμάται την αγαπούσε.

Προετοιμάστηκε για μια πιθανή συνάντηση. Αν περνούσε δίπλα του, θα της μιλούσε. Ήθελε να περάσει δίπλα του, μα δεν έκανε καμία προσπάθεια να της τραβήξει την προσοχή. Κοροϊδεύοντας τον εαυτό του σκέφτηκε ότι θα το αφήσει στη μοίρα. Αυτή που κάποτε τους χώρισε ας αποφάσιζε αν ήθελε να ξαναβρεθούν.

Η αλήθεια όμως ήταν ότι φοβόταν, φοβόταν και πάλευε να το κρύψει. Ήξερε πως αν βρίσκονταν τώρα η ζωή του δεν θα έμενε ίδια. Προσπάθησε να κάνει έναν απολογισμό της δικής του ζωής, τι είχε καταφέρει ως τότε, χωρίς να έχει χρόνο, σκέφτηκε τα βασικότερα. Είχε μια οικογένεια, έτσι δεν είναι; Μια οικογένεια που δημιούργησε αυτός, μια οικογένεια που αγαπούσε, έτσι δεν είναι; Πεισματικά έφερε τα πρόσωπα των δικών του στο νου. Ακαθόριστα, θολά, δε διέκρινε τα χαρακτηριστικά τους. Θύμωσε τότε με κείνα τα μάτια που τον εμπόδισαν να θυμηθεί ποιος ήταν. Θύμωσε.

Η   γυναίκα  ακόμα δεν τον είχε δει. Η ανάμνηση και μόνο του στερούσε την πρόσφατη μνήμη. Αλλά του επανάφερε με την παραμικρή λεπτομέρεια το δικό τους κοινό παρελθόν, είκοσι χρόνια πριν. Αισθάνθηκε άβολα, σκέφτηκε να φύγει αμέσως, να γλυτώσει. Σίγουρα δεν τον είχε δει. Διέταξε τα πόδια του να στηρίξουν το σώμα , να κάνει μεταβολή και να φύγει αθόρυβα.

Δεν το άκουσαν. Έμειναν καρφωμένα ελπίζοντας η μοίρα εκείνη τη βραδιά να είναι γενναιόδωρη, να ξαναβρεθούν, να είναι εκείνη. Εκείνη που φαινόταν να διασκεδάζει ανέμελα, χωρίς να ξέρει πως η ζωή της μπορεί να άλλαζε μέσα σε λίγη ώρα. Ναι, η γυναίκα αυτή ήταν το κορίτσι, δεν μπορούσε να είναι άλλη.

Η ώρα περνά. Ο άντρας προσπαθεί να συντηρήσει πεθαμένες συζητήσεις με τους γύρω του, έχοντας όμως τη σκέψη του, τη ματιά του, σε κείνη. Φοβόταν μήπως φύγει, μέσα του παρακαλούσε να φύγει. Δεν ήξερε τι ήθελε και τι μπορούσε να ζήσει.

Απεγνωσμένα προσπάθησε πάλι να θυμηθεί ποιος ήταν. Η μόνη φιγούρα που ήρθε στο μυαλό τους ήταν ενός αγοριού, νέου, όμορφου, ερωτευμένου. Ο εαυτός του, πολλά χρόνια πριν.

Το κορίτσι που πια ήταν γυναίκα σηκώθηκε. Την ένιωθε να έρχεται προς το μέρος του. Δεν κοιτούσε αλλά την ένιωθε, η καρδιά του, ο χτύπος της, μετρούσε τα βήματα και όσο εκείνη πλησίαζε τόσο πιο εκκωφαντικός γινόταν ο ήχος της. Δεν μπορούσε να αντισταθεί, έπρεπε να την κοιτάξει τώρα. Τι όμορφη που ήταν ακόμη. Μπορεί και πιο όμορφη, με την ωριμότητα των είκοσι επιπλέον χρόνων να κάνει ακόμα πιο σαγηνευτικά τα μάτια της, που φαίνονταν να κρύβουν μυστικά που δεν τα είχε ζήσει μαζί του. Ήθελε να τα είχαν ζήσει μαζί, το ήθελε γαμώτο.

Τον είδε, ναι είναι σίγουρος, τον είδε και τον αναγνώρισε, έρχεται προς το μέρος του. Έχει άραγε χρόνο να φύγει; Έχει αλλά δε θέλει. Μένει εκεί και την κοιτά, φοβάται μήπως προσπεράσει, μήπως τον ξέχασε, έχει αλλάξει τόσο.

«Γεια σου».

Η φωνή της;  Εμένα; Η απάντηση είναι ναι και στα δύο. Ναι η φωνή της, ναι σε κείνον.

Το πρώτο που πρόσεξε ήταν το βλέμμα της. Μέσα εκεί διάβασε κάτι που ήθελε να είναι αλήθεια. Ποτέ δεν τον είχε ξεχάσει. Ένα κύμα συναισθημάτων τον σάρωσε, μια παλίρροια ανέβηκε μέχρι το λαιμό, τον έπνιξε. Ψέλλισε έναν χαιρετισμό που αργότερα δεν θυμόταν ποιες λέξεις τον αποτελούσαν.  Άπλωσε το χέρι του σαν υπνωτισμένος και άγγιξε το δικό της που από ώρα είχε προταθεί περιμένοντας την αναγνώριση, τον ηλεκτρισμό.

Πάντα έτσι γινόταν, στο παραμικρό άγγιγμα θαρρείς λάμψεις σκίζανε τον αέρα. Να το πάλι, συνέβη. Το χέρι του μούδιασε σχεδόν, αρνούμενο να αφήσει το δικό της. Ήταν τόσο μικρό το χέρι της και κείνος το έσφιγγε τόσο άγαρμπα αλλά εκείνη δε φάνηκε να πονά.

Ευχήθηκε να μπορούσε να εξαφανίζει όλο αυτό το πλήθος, να μπορούσε να την πάρει και να φύγουν εκείνη τη στιγμή, να μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο. Τα μάτια της του έλεγαν πως έκαναν την ίδια ευχή :

Να μπορούσαν.

Αυτοί οι δυο ξένοι -που δεν ήταν ποτέ ξένοι-   και  που τώρα  στέκονταν εκεί στη μέση του πλήθους  αφήνοντας  τις καρδιές τους να θυμηθούν  η μια την άλλη.

 

One Comment

Back to top button