Καστοριά

Νίκος Βατόπουλος: Η Καστοριά πρέπει να βρει εναλλακτικές πηγές πλουτισμού

Από τα χωριά της Καστοριάς, στα χωριά των Γρεβενών και από εκεί στα χωριά των Τρικάλων, μέσα στη ραχοκοκαλιά της χώρας, αυτές τις ιδιαίτερα ζεστές ημέρες, αισθάνθηκα έστω και για λίγο εκ νέου περιηγητής της λιγότερο προβεβλημένης Ελλάδας. Ανακάλεσα εκείνους που σε περασμένες δεκαετίες σταματούσαν από χωριό σε χωριό για να δουν την πραγματικότητα και να συναντήσουν τους ανθρώπους των μικρών κοινωνιών, και μέσα από τοπία απαράμιλλης ομορφιάς ένιωσα την αραιοκατοικημένη χώρα, απέραντη και μαζεμένη ταυτόχρονα. Είχα αφήσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα, μου άρεσε να βλέπω τις πινακίδες να οδηγούν προς την Κορυτσά. Και στο Δενδροχώρι Καστοριάς, ένα όμορφο χωριό, στο οποίο μεταπολεμικά εγκαταστάθηκαν βλάχικοι πληθυσμοί, είδα τον παπά και τον ψάλτη, δύο ανθρώπους μόνους, να εκτελούν την πρωινή λειτουργία χωρίς ποίμνιο, χωρίς έναν πιστό εκείνη την ώρα, στον ωραίο ναό του χωριού, τον Αγιο Νικόλαο με την ξύλινη οροφή.

Αργότερα, αφού είχα περάσει βοσκοτόπια, βουνοκορφές, λαγκάδια, κρήνες, κοπάδια, καφενεία έρημων τόπων και μακρινά χωριά που έβλεπα από απόσταση, έφτασα στα περίχωρα Τρικάλων και Καρδίτσας. Τα αστικά κέντρα της Ελλάδας είναι η πύλη για να ζωντανέψει η ύπαιθρος, αλλά κυρίως για να σκεφτεί κανείς πάνω στο αύριο.

Στην Καστοριά είναι φανερό πως η όμορφη αυτή πόλη πρέπει να βρει εναλλακτικές πηγές πλουτισμού μετά την παρακμή του εμπορίου γούνας. Ο τουρισμός είναι μιία λύση, αλλά είναι λύση δύσκολη, που απαιτεί δίκτυα και νέα διαπαιδαγώγηση του κόσμου.

Παρά την πρόοδο σε τόσους τομείς τις τελευταίες δεκαετίες, πολλά κομμάτια αυτής της διαδρομής στην έσω Ελλάδα δείχνουν μια χώρα ξεχασμένη σε ρυθμούς ράθυμους. Ελάχιστοι οι μόνιμοι κάτοικοι σε μεγάλες αποστάσεις από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλία και τους εύφορους κάμπους, και φυσικά ελάχιστοι νέοι συμβάλλουν στην ανάπτυξη με την όποια εργασία τους. Από εκεί που ήμουν σκεφτόμουν άλλους ελληνικούς τόπους, τη βόρεια Κρήτη, π.χ., τη Ζάκυνθο, την Πάρο, το Πήλιο, κι εκείνες οι εικόνες που έρχονταν στον νου μου ήταν σε αντιδιαστολή με την ηρεμία και τη μεγαλοπρέπεια του κεντρικού ορεινού όγκου της χώρας. Και όμως, αυτή η Ελλάδα που είναι ξεχασμένη έχει πολλά να δώσει και πρέπει να ανασυρθεί σε μια μεγάλη νέα εκκίνηση της χώρας.

Από την άλλη, είναι και ο τρόπος με τον οποίο μεταχειριζόμαστε τον ίδιο μας τον τόπο. Πρέπει να σκεφτούμε και να προσπαθήσουμε πολύ.

kathimerini.gr

Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Από το 1988 εργάζεται στην εφημερίδα Η Καθημερινή ως δημοσιογράφος, στο πολιτιστικό τμήμα. Έχει ειδικευτεί στην ιστορία της Αθήνας και σε θέματα αστικού πολιτισμού. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η φωτογραφική καταγραφή της Ελλάδας, η ιστορία των αστικών κέντρων, η αρχιτεκτονική του 19ου και του 20ού αιώνα, η ιστορία των εντύπων και οι διαδρομές των σκαπανέων της φωτογραφίας. Ειδική ερευνητική ενότητα αποτελεί η μη καταγεγραμμένη μικροϊστορία και η «ανεπίσημη» πόλη. Έχει λάβει μέρος σε εικαστικές εκθέσεις ως φωτογράφος και έχει διοργανώσει το πρότζεκτ «Η Αθήνα της δεκαετίας του ‘60» (Ελληνοαμερικανική Ενωση, 2014). Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: «Φωτογραφικόν Πρακτορείον ”Δ. Α. Χαρισιάδης”» (Μουσείο Μπενάκη, 2009), «Γιώργος Ζογγολόπουλος» (Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, 2016) και «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» (Πατάκης, 2016). Βιβλία του: Περπατώντας στην Αθήνα, Μικροί δρόμοι της Αθήνας, Όπου και να ταξιδέψω, όπως και η αγγλική έκδοση Walking in Athens.

Back to top button