Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΠαλαιά Καστοριά

Κωσταράζι – Κατοχή: Μια ιστορία την περίοδο του αφοπλισμού

Συνέντευξη του Θωμά Μιχαλάκα στην Πόλυ Μπλιάγκα
Το Δημοτικό σχολείο του Παλιού Κωσταραζίου καταστράφηκε από τις Γερμανικές Κατοχικές Δυνάμεις στις 13 Απριλίου του 1944, μαζί με τον όλο οικισμό (263 σπίτια), ως αντίποινα, με την κατηγορία πως οι χωρικοί συνεργάζονταν με τους αντάρτες. Το διώροφο κτίσμα το οποίο κατασκευάστηκε το 1928, χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο με το ΦΕΚ 586/31-12-2007. Μετά και τον χαρακτηρισμό του χωριού ως μαρτυρικού (Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθ. 49, ΦΕΚ 79/Α/01-06-2017), η αναστήλωση του σχολείου αποτελούσε επίμονο αίτημα των κατοίκων του νέου Κωσταραζίου. Ένα αίτημα το οποίο ευόδωσε καθώς ήδη ξεκίνησαν οι εργασίες ανακατασκευής του.
Το δημοτικό σχολείο, κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής στην περιοχή της Καστοριάς-27 Ιουνίου 1941 έως το Σεπτέμβριο του 1943 -λειτουργούσε και ως χώρος βασανιστηρίων. Πολλοί άνδρες στο Κωσταράζι πέρασαν αυτή την τραυματική εμπειρία κατά την περίοδο του αφοπλισμού. Το ίδιο συνέβαινε βέβαια και στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής.
Οι περισσότεροι χωρικοί είχαν στο σπίτι τους όπλα καθώς με την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από τα βουνά της Αλβανίας είχαν αφεθεί πυρομαχικά, όπλα και τρόφιμα στις γύρω περιοχές. Οι αρχές είχαν ειδοποιήσει τους χωρικούς να παραδώσουν όπλα και πολεμικό υλικό. Εκείνοι κατέθεταν στη χωροφυλακή τα παλιότερα και τα καινούρια όπλα τα έκρυβαν σε πατάρια, αχυρώνες, αποθήκες και στάνες.
Σε περίπτωση που οι Ιταλοί ανακάλυπταν σφαίρες, χειροβομβίδες και όπλα, οι συλληφθέντες οδηγούνταν στον υπόγειο χώρο του Δημοτικού Σχολείου. Εκεί υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια. Οι κατοχικές δυνάμεις συλλάμβαναν αδιακρίτως αριστερούς, ιερείς, Μακεδονομάχους, πολεμιστές του 1940, απλούς χωρικούς. Πολλοί από τους Μακεδονομάχους εξαφάνισαν φωτογραφίες, παράσημα και οποιοδήποτε άλλο υλικό στοιχείο που αποδείκνυε τη συμμετοχή τους σε μάχες.
Στο παρακάτω απόσπασμα της συνέντευξης ο Θωμάς Μιχαλάκας αφηγείται την τραυματική εμπειρία που έζησε κατηγορούμενος για κατοχή όπλου. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Κωσταράζι στις 29 Νοεμβρίου 2016.
Θωμάς Μιχαλάκας 1919-2018
Π.Μ. Πώς ονομάζεστε και πότε γεννηθήκατε;
Θ.Μ. Μιχαλάκας Θωμάς, του Μιχαήλ και της Τρυγόνας. Γεννηθής το 1919.
Π.Μ. Την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε κ. Θωμά, μου είπες πως παραβρέθηκες ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των Κάλτεφ και Ραβάλι το 1945 στην Καστοριά. Τι θυμάσαι από αυτή την ιστορία;
Θ.Μ. Μας ήρθε κλήση, μας ειδοποίησαν με χαρτί ο εισαγγελέας Καστοριάς, να παρουσιαστούμε, και παρουσιαστήκαμε τρία άτομα. Απ΄ τους νεαρούς πήγα εγώ, εμένα έστειλαν. Απ΄ τους μεγάλους είχαν στείλ(ει) τον Λεωνίδα το Βύρωνα. Ήταν «ψεύτικος» πρόεδρος τότε της εποχής και από τους υπολοίπους ο Γαλάνης. Ήταν ο μπαμπάς του παπάς και τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. Και πήγαμι εμείς οι τρεις με τα πόδια στην Εισαγγελία. Δώσαμε κατάθεση ένορκη.
Π.Μ. Ποια εποχή έγιναν αυτά θυμάσαι;
Θ.Μ. Το 1945, μόλις αποκαταστάθηκε το κράτος. Ήταν κατά τον Απρίλιο μήνα γιατί αργότερα πήγαμε φαντάροι.
Π.Μ. Τι σας ρώτησαν στο δικαστήριο;
Θ.Μ. Τι έπαθες εσύ; Εγώ είπα: «τους είδα που έρχονταν πρωί-πρωί χαράματα και έφυγα απ΄ το σπίτ(ι). Αλλά έτυχε να τους συναντήσω στο δρόμο που συνδέει Κωσταράζι-Γέρμαν. Άφησα τα πρόβατα στην ερημιά-τετρακόσια πρόβατα- και με πήραν με το ζόρι. Καθ΄ οδόν βρίσκουμε άλλους δυο στο δρόμο τους παίρνουμε κι αυτνούς, μας παίρνουν στο δημοτικό σχολείο και μας βάλαν στη γραμμή στην αίθουσα».
Π.Μ. Γερμανοί ήταν;
Θ.Μ. Όχι, Ιταλοί ήταν αυτοί. Μας βάλαν στην αίθουσα στη σειρά. Τελευταίος έμεινα εγώ.«Πώς σε λένε κύριος;» τον πρώτο. -Χρήστο. Τάοο! ένα χαστούκι μεγάλο, βαρύ-βαρύ. Τον δεύτερο: «Πώς σε λένε;»- Γιώργο. Τάοο! Τώρα κατάλαβα. Σε μιλούσαν για να μη καταλάβς τον κεραυνό που θα ΄ρχονταν. Ήρθε η σειρά μου, εγώ δεν άνοιξα το στόμα να μιλήσω. Και με δίνει δυο και με τα δυο τα χέρια. Αστραπή! Φραπ-φραπ με πήρε και τ΄αυτί! Μετά, μαρτύριο, στο δημοτικό σχολείο. Στο παλιό το χωριό. Βαριά βασανιστήρια!
Π.Μ. Μπορείς να μας μιλήσεις γι΄αυτό;
Θ.Μ. Ε, θα σας πω μέσες-άκρες… Μέσα ήταν νεκροταφείο. Θα ήταν 40-50 άτομα. Στο πάτωμα, στο σχολείο. Σαν να μπήκα σε νεκροταφείο. Χλωμοί, χτυπημένοι, βαρεμένοι…
Π.Μ. Ήταν συγχωριανοί σου;
Θ.Μ. Όλοι χωριανοί. Ήρθε και η δική μας η σειρά. «Καθήστε κάτω». Δέσιμο τα πόδια και τους τρεις με τη σειρά. Ένας από δω ένας από κει, τραβάνε την τριχιά, τα πόδια πάνω. Και αρχίζουν να μας χτυπάνε στα πόδια. Από κει, εγώ, τα πόδια μου υποφέρνουν. Δεν ξέρω τι θα πει ζέστη. Αύγουστος είναι, Ιούλιος, Χειμώνας, τα πόδια παγωμένα. Από το πολύ το χτύπημα. Σπάσανε από πάνω την κολώνα και πέρασαν την τριχιά. Εγώ απ΄ τη γέννα είχα πρόβλημα με τα χέρια. Δεν έβγαιναν καλά από μπροστά και με το τράβηγμα με τα ‘φεραν πάνω. Αφού με κράτησαν πολλή ώρα εκεί πάνω μετά απόλκαν το σχοινί και έπεσα σαν ένα τσιουβάλ. «Σήκω!» Και πως να στηριχτώ; Έφεραν έναν στρατιωτικό μετά εκεί με γύρισε τα χέρια και σηκώθηκα.
Π.Μ. Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Θ.Μ. Το 1942, είκοσι τεσσάρων χρονών.
Π.Μ. Οι άλλοι τι απέγιναν;
Θ.Μ. Τα ίδια έπαθαν. Ένας δεν άντεξε και πήγε στο παράθυρο να πηδήξει κάτω. Απηύδησε! Ένας τον πρόλαβε τον έπιασε από πίσω.
Μετά ήρθε ένας από τη Μεσοποταμία. Μακρής Χρήστος τον έλεγαν, δεν ξεχνώ τ΄όνομα. “Ποιος είναι ο Θωμάς Μιχαλάκας; Ακολούθα!” Με πάει στον αξιωματικό υπηρεσίας. Βγάζει ένα πιστόλι. Καλό πιστόλι. Με το ‘δωσε και το περιεργάστηκα. «Δικό σου είναι» μου είπε. Όχι δεν είναι δικό μου. Αρνούμαι. Ο Μακρής είπε: «Δικό του είναι. Έχει χτυπηθεί πολύ και δεν το θυμάται». Τι είχε γίνει. Πήγε η αδερφή μου η Θωμαή στην πεθερά μ΄ και της είπε: «μήπως έχετε κανένα πιστόλι παλιό να βγάλουμε τον Θωμά από μέσα;» Είχε ένα ο πεθερός μου και το πήρε ο Μακρής και ήρθε. «Βάλε μια υπογραφή» μου είπε. «Θελ΄τς δε θελ΄τς θα βαλς». «Ακολούθα με» «Τράβα σπίτ τώρα».
Π.Μ. Ήσουν παντρεμένος τότε;
Θ.Μ. Νιόπαντρος. 3 Μαΐου παντρεύτηκα, 13-14 ήρθαν οι Ιταλοί. Και όλα αυτά τα διηγήθηκα στον εισαγγελέα, πολλές ώρες με υπομονή…

Back to top button