Καστοριά

Ο Χαμαιλέοντας (του Στάθη Μασκαλίδη)

Νύχτωνε, οι Πλειάδες έθελγαν ψηλά στο στερέωμα με το βαθύ μπλε τους φως, παραδίπλα ο αγλαός Αποσπερίτης, σαγηνευμένος από τις νύφες του ουράνιου θόλου, είχε βαλθεί να τις γοητεύσει. Για το λόγο αυτό μοχθούσε να ανταγωνιστεί το ολόγιομο φεγγάρι που στη μάχη του χρόνου τον επισκίαζε, η αστόχαστη του κρίση τον έκαμε μάλιστα, μερικές φορές, ζηλόφθονο, να αποζητά, με ένα όνειρο μύχιο, κρυφό, να το ξεπεράσει σε λάμψη. Διάστικτες κουκίδες, λευκές στο χρώμα, βάζανε την δική τους πινελιά στο κομψοτέχνημα αυτό του πλάστη. Κάτω στη γη, σε μια μικρή γωνιά της, η πολύπειρη γριά με τους γυρτούς ώμους, με την πληγωμένη καρδιά που μέσα της εμφώλευε η πικρία, κείνη η αγέρωχη, στο πνεύμα, μάνα της ιστορίας, βλέποντας τους κρινόλευκους επουράνιους εισβολείς δεν ενθουσιάστηκε, όρθωσε το ανάστημα, κάπως σαν τις γάτες που σηκώνουν το τρίχωμα τους όταν αισθάνονται ότι τις περιζώνει ο εχθρός, και μονομιάς ίσιασε το ραχιτικό της κορμί. Είχε την αδιόρατη αίσθηση του κινδύνου, μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την απειλούσε, αυτή και τα παιδιά της, που παίζανε τριγύρω. Ένας απρόσκλητος επισκέπτης τότε, ο αγέρας, ασέλγησε στις σκέψεις της και την τάραξε, το θρόισμα των φύλλων έφερε στα αυτιά της έναν παράξενο συριγμό. Αυτό το απροσδιόριστο μινύρισμα στην αρχή της κέντρισε το ενδιαφέρον, σαν το τραγούδι των σειρήνων της φάνηκε, μαγεμένη αφουγκράστηκε να ακούσει καλύτερα. Όμως, έτσι στα ξαφνικά, κόπασε ο αχός και μονομιάς ένα σκίρτημα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της, γιατί ήξερε πως πιότερο και από το τραγούδι οι σειρήνες είχαν ένα όπλο πιο φοβερό, την σιωπή τους. Αλυχτίσματα θρηνητικά και κάπως απόκοσμα έσπασαν και πάλι την σιγαλιά, θορυβήθηκε, ανασκουμπώθηκε και έβγαλε μια κραυγή τρόμου, και αμέσως μετά μια δεύτερη πιο έντονη, πιο διαπεραστική. Σύντομα ανέκτησε την ψυχραιμία της και φώναξε δυνατά:

«Παιδιά! Ε παιδιααά… ελάτε γρήγορα κοντά μου, δεν είναι καιρός για σεργιάνια».

Μαζεύτηκαν οι θαλλοί γύρω από την σεβάσμια κυρία που δίχως να χάσει χρόνο τρυφερά αγκάλιασε τα βλαστάρια της.

«Τι συμβαίνει; Τι σκούζεις σα να σε σφάζουνε;» ρώτησε με εύλογη απορία ένας από τους κανακάρηδες της. Ο πιο ευεπίφορος στους πειρασμούς.

«Γιόκα μου, μάθε πως τούτες οι στιγμές είναι οι πιο αλλόκοτες, και πιότερο από όλες αυτές σαν πέφτουν τα σκοτάδια. Γιατί, μάθε κι αυτό αν θες, τότες αγριεύουν τα πλάσματα, μιας που εκτός από τις ψυχές σκοτεινιάζουν και τα μάτια, και λιγοστεύει επικίνδυνα το φως που οδηγός μπορεί να γίνει, για να μην χαθεί το πνεύμα». Τον λόγο της διέκοψαν ψίθυροι οδύνης μα και ιαχές θριάμβου, κάπου εκεί τριγύρω.

«Γρήγορα να κρυφτούμε!» Φώναξε μια κοπέλα περίφοβα, από τον πανικό της μάλιστα αισθάνθηκε τα κάτω άκρα της να παραλύουν.

«Και σαν τι μοιάζουν αυτά τα αποκρουστικά και τόσο επικίνδυνα όντα που μας περιγράφεις;» Ρώτησε ένα παιδί από αυτά που δεν πιστεύουν αν δεν δουν με τα ίδια τους τα μάτια.

«Μα την αλήθεια, αυτό είναι το πιο τρομαχτικό από όλα παιδιά μου: Στην θωριά τους όμοια είναι με όλους τους ανθρώπους, μα στα κατάβαθα του μυαλού τους, εκεί όπου γεννιούνται οι ιδέες που από αυτές βαραίνει η αξία του καθενός μας, μιαρές σκέψεις έχουν θρονιάσει και έχουν συλήσει κάθε αγνό και κάθε αμόλυντο, και τώρα πια έχει απομείνει σαν ιός να τους κατατρώει ο στοχασμός πώς να βολευτούν αυτοί, κι ας είναι το τίμημα βαρύ και πρέπει πατήσουν πάνω σε πτώματα για να τα καταφέρουν».

Απορροφημένα καθώς ήταν από τα λόγια της γραίας τρόμαξαν τα παιδιά όταν ξαφνικά ο άνεμος επέστρεψε δριμύτερος και, παίζοντας τους παιχνίδι πονηρό, υποδαύλισε τη φρυγμένη γη και ανατάραξε την πελούζα.

Ένα παιδάκι με κοφτερό μάτι και οξυμένη σκέψη παρατήρησε, κάτω στην ακροποταμιά, τις λυγαριές να γέρνουν και μετά το φύσημα το αγέρα να επανέρχονται στην αρχική τους θέση, είδε και ένα υδροχαρή δέντρο, γερμένο προς την μεριά της κοίτης χρόνια τώρα, να πέφτει με παφλασμό στο νερό και να μπαίνει από κείνη τη στιγμή στο κατάστιχα της ιστορίας. «Είναι κακό να ψάχνεις και να βρίσκεις τρόπους για να επιβιώσεις γιαγιά;» Ρώτησε κάπως μπερδεμένο.

Συνοφρυώθηκε η γριά. Απάντηση ξεκάθαρη δεν μπορούσε να βρει. Έμεινε σιωπηλή κοιτώντας με σχιστά μάτια, για να ξεδιαλύνει κάπως η όραση της, τον ουράνιο θόλο. «Η αλήθεια παιδί μου είναι πως πολλές φορές στον κόσμο μας δεν επιβιώνουν οι ικανότεροι μα αυτοί που προσαρμόζονται καλύτερα…οι χαμαιλέοντες της ζωής». Έκλεισε τα υγρά της μάτια και όταν τα ξανάνοιξε πρόσεξε πως μολυβένιοι στρατιώτες κατέλαβαν τον ουρανό και τον κηλίδωσαν με το σκούρο γκρι χρώμα τους. Ο Αποσπερίτης πάσχιζε να διασωθεί πίσω από τα σύννεφα, και το κατάφερνε μόνο χάρη στη βοήθεια της σελήνης που πρόθυμα του άπλωσε χείρα βοηθείας για να τον καθοδηγήσει. Οι πλειάδες χάθηκαν παγιδευμένες στον νεφοσκεπή αιθέρα, η σεβάσμια γριά άδραξε τότε την ευκαιρία και είπε: «Κοιτάχτε παιδιά μου εκεί που κοιτώ και εγώ», ένευσε προς τα πάνω για να τα κατευθύνει, «να λοιπόν πως απεικονίζεται η κατάσταση στα δικά μου τα μάτια. Ο ουρανός είναι ο κόσμος μας, όταν είναι καθαρός μοιάζει με το αξιακό μας σύστημα, η τουλάχιστον αυτό που θα έπρεπε να είναι, λαγαρός και στεγανοποιημένος από τη συμφορά της ΕΥΝΟΙΟΚΡΑΤΙΑΣ, το νέφος πάλι, που συχνά πυκνά τον επισκιάζει και τον υπερφαλαγγίζει, μοιάζει με τα καθημερινά μας προβλήματα, η πιο πυκνή νέφωση είναι το σημάδι πως διάτρητο είναι το σύστημα και επιτρέπει να παρεισφρέουν βδελύγματα που ζέχνουν δυσωδία και σπάνε τον αρχέγονο κανόνα της ισονομίας, φέρνοντας σήψη και αποσύνθεση. Κακά τα ψέματα, η σελήνη κρατά τα ηνία του στερεώματος, είναι σαν τη δική μας την εξουσία, από αυτήν εξαρτάται η φωτοχυσία που διαχέεται ολόγυρα. Αλλά αλήθεια ποιος την όρισε αφέντη και ποιος την τοποθέτησε εκεί πάνω;» Διέκοψε την αφήγηση και σάρωσε με το βλέμμα το ξεχωριστό της ακροατήριο. «Εσείς είστε παιδιά οι δημιουργοί εσείς και τα δημιουργήματα!» είπε δίνοντας στον τόνο της φωνής της μια πιο έντονη χροιά, εμποτισμένη με την δύναμη της ψυχής της. «Ο καημένος ο αποσπερίτης, που μαχητής είναι, δεν λέω, χάνεται στην μάχη της απόστασης. Αποστερημένος από το προνόμιο της εγγύτητας πασχίζει να βρει αποκούμπι… βλέπεται πόσο κοπιάζει να ξεχωρίσει; Μες στην αγωνία του, αισθανόμενος έντονα την περιθωριοποίηση, υποβασταζόμενος, σχεδόν, κολλάει στο φεγγάρι για να ανασάνει, να ξεχωρίσει. Όσο για τις Πλειάδες, κατά πως φαίνεται είναι οι κοινοί θνητοί, αυτοί που καθημερινά αγωνίζονται για να επιβιώσουν, αυτοί που με αξιοπρέπεια μοχθούν για να τα καταφέρουν». Σιώπησε ξεροκαταπίνοντας. Δεν της απέμεινε σάλιο για να πει και άλλα όμως κατέβαλλε μια τελευταία προσπάθεια για να μην αφήσει να αιωρούνται ερωτήματα. «Τι κρίμα που δεν συμβαίνει αυτό και με κάποιους ανθρώπους, που στο διάβα τους από τους σιέλους προς αυτούς που μας εξουσιάζουν κάνουν ολισθηρό το δρόμο για όλους τους υπόλοιπους;» Ένας λυγμός, που αναδύθηκε κάπου μέσα από το στήθος της, έφραξε τον λαιμό της και την ανάγκασε να πάψει να μιλάει. Τα μάτια της πήραν να ψάχνουν τον χώρο ολόγυρα. Τότε πρωτοαντίκρισε το πεσμένο κορμό του δέντρου. Έσφιξε η καρδιά της από τον πόνο. Το αγαπούσε από γεννησιμιού του, το είχε για καμάρι. Αδήωτο μέχρι το τέλος έπεσε όρθιο, όπως αρμόζει στους ανυπόταχτους. Παραδίπλα του, χρόνια πριν, υπήρχε ένα άλλο εξίσου σπουδαίο δέντρο, σαν δίδυμος αδερφός του, που κάποτε, μη αντέχοντας τον διαρκή αυτό αγώνα για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, για ΙΣΟΝΟΜΙΑ, αυτομόλησε και τάχτηκε με την πλευρά των εξωνημένων, για να περνάει καλά, και γιατί όχι; για να βρει το δικό του χειμαδιό και να ξεχειμωνιάσει από τα βάσανα της καθημερινότητας. Κι όταν το έπραξε, όταν επαναπαύτηκε κι έπαψε να αγρυπνά, όταν με τον καιρό πια αχρείαστο ήταν για τα σχέδια τους, το καρατόμησαν για παραδειγματισμό, επειδή κάποτε αποτόλμησε να αντισταθεί και απέμεινε τώρα πια πρέμνο να δείχνει πια είναι η μοίρα των απείθαρχων που ενέδωσαν και απώλεσαν το ελεύθερο πνεύμα τους, στο βωμό των, πρόσκαιρα, ευνοϊκών προς αυτούς χειρισμών. Σφράγισε τα χείλη και άλλη λαλιά δεν έβγαλε. Μόνο στράφηκε στα παιδιά της και εξεταστικά τα κοιτούσε, διερευνώντας τις βουλές που ταλανίζανε το είναι τους.

Ένα από αυτά, γνωστό για την κριτική του σκέψη, πρόφτασε να μιλήσει: «Για δε μας λες πώς να κερδίσουμε τον αγώνα για την επιβίωση και μας μιλάς με γρίφους, με παραλληλισμούς; Πως αποδιώχνει κανείς τα σύννεφα και πως απολυμαίνει τη βρωμιά που απομένει;» Τα μάτια του λαμπύρισαν στο σκοτάδι.

Η γριά εκείνη τη στιγμή βλέπει την στίλβη στα μάτια του και ένα μειδίαμα ζωγραφίζεται στα χείλη της. Κάπως έτσι γεννιέται η ελπίδα, αποφαίνεται νοερά και με νέα πνοή συνεχίζει τον συλλογισμό της αυτή τη φορά δυνατά για να ακούσουν όλοι. «Μα με ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ παιδί μου, τι άλλο; Μόνο έτσι υποσκελίζεται ο νεποτισμός. ΑΜΕΡΟΛΗΨΊΑ παντού! Έτσι αποβάλλεις ότι σαθρό, ότι μυσαρό απομυζά από όλους σας. Κι αν το παράδειγμα που σας ανέφερα με τον ουρανό έχει πολλές ομοιότητες με τη γη, έχει και μια τεράστια διαφορά! Εκεί ψηλά όλα παίρνουν τον δρόμο τους μέσα από την διαδικασία της αυτοκάθαρσης, μηχανικά, αυτοματοποιημένα, αλλά εδώ στη γη μας κάποιοι πρέπει να την επιβάλλουν. Οι πλειάδες θα ξαναλάμψουν στον αιθέρα αργά ή γρήγορα, μα εδώ, στην όμορφη γειτονιά μας, φεύγουν και δεν επιστρέφουν ποτέ! Γι’ αυτό λοιπόν μονάχα κάποιοι που έχουν τη θέληση, το σθένος αλλά και το πνεύμα μπορούν να φέρουν και πάλι την αναγέννηση, την ελπίδα! Και οι μόνοι που μπορούν να το καταφέρουν αυτό είστε εσείς, η νέα γενιά. Αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την αναξιοκρατία, αυτοί που έχουν τις περισσότερες προοπτικές και τις καλύτερες προδιαγραφές. Απαιτήστε λοιπόν, μην εγκολπώνεστε σε τετελεσμένα, δεν σας αξίζουν!»

Στην άκρη του χωμάτινου δρόμου, πίσω από τα μισογκρεμισμένα χαλάσματα ενός σπιτιού, δυο σκούρες φιγούρες, θαρρείς φτιαγμένες να γίνουν ένα με το σκοτάδι, αλληλοκοιτάζονται. Δεν είναι ευδιάκριτη η παρουσία τους γιατί καλύτερα και από χαμαιλέοντες ξέρουν να μεταμορφώνονται και να παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντος.

«Μα τι τους λέει η γριά ξεμωραμένη;» Ρωτάει ο ένας τον άλλο θυμωμένα, με το μίσος ζωγραφισμένο στην έκφραση του προσώπου του. «Πάει ξεκούτιανε η έρμη και θα τα δηλητηριάσει με ιδέες ανέφικτες και όνειρα απατηλά… Θα τα κάψει τα καημένα τα παιδιά». Ξεφύσησε απαυδισμένος.

«Έννοια σου και έχουν γνώση οι φύλακες. Από καιρό έχουμε φροντίσει να την φιμώσουμε, και όταν καμιά φορά αποτολμά να ψελλίσει κάτι επεμβαίνουμε εγκαίρως και της κόβουμε τη φόρα. Γιατί σε κάθε γενιά, σε κάθε γωνιά, υπάρχουν δικοί μας, που καιροφυλακτούν και την αρμέγουν σαν γελάδα, και κάθε που επιχειρεί να σηκώσει κεφάλι, σπεύδουμε να την προσγειώσουμε στην πραγματικότητα και να την επαναφέρουμε στην τάξη…την δική μας». Γέλασε σαρκαστικά και συμπαρέσυρε και τον διπλανό του. Μέσα τους όμως φώλιαζε η ανησυχία, γιατί ήρθε και πάλι ο καιρός των ανακατατάξεων και αυτοί έπρεπε να βρούνε νέους ξενιστές για να επιβιώσουν. Φύγανε ουρλιάζοντας σαν τους λύκους που περιζώνονται από μοναξιά και επιζητούν εναγωνίως την συντροφικότητα.

Παραδίπλα σπίθες πετάγονταν από τις κόρες των ματιών, φλόγες βγαίνανε από τα στήθη, έβραζε η ψυχή και μαγειρέματα δόλια άλλο δεν ανεχόταν. Ο συντονισμός τους έλειπε και το φυτίλι υπήρχε…

Το μέλλον αλλάζει μόνο όταν έρχεται η ρήξη με το παρελθόν, μόνο όταν νέες αντιλήψεις στέλνουν τις παλιές στο σπίτι τους. Εξάλλου δίλλημα δεν χωρά: Η ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΘΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ Η ΤΗΝ ΞΕΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΜΑΣ.

Υ.Γ. Μην φύγεις! Μακάρι εμείς παρά εσείς! Από όλα πιο δυνατό είναι το φως της μέρας!

Διήγημα του Στάθη Μασκαλίδη στο ηλεκτρονικό περιοδικό “Παλμογράφος”

palmografos.com

Back to top button