Καστοριά

Το κρύο μέσα μου (του Στάθη Μασκαλίδη)

Κοίταξε τα φύλλα να πέφτουν με κυματισμούς, ρυθμικά και όχι ακανόνιστα όπως εσφαλμένα πιστεύουν οι πολλοί, που αδύνατο είναι να γνωρίζουν τα μύχια μυστικά της φύσης. Λικνίζονταν αργά, αισθαντικά, μέσα στην παραζάλη τους πότε δεξιά πηγαίνανε και πότε ζερβά, σαγηνευμένα από του αγέρα τις χορογραφίες που περίτεχνα σχεδίασε ο μετρ του είδους, ο Σεπτέμβρης, ένας δάσκαλος από τα παλιά. Στον μεθυστικό ρυθμό που παίρνανε, έμοιαζαν να αγνοούν το επερχόμενο τέλος και σαν χαροκόποι σε μυσταγωγία ονειρική αργόσβηναν με τις αναθυμήσεις να διεγείρουν αισθήσεις πλάνες, που τους έκαναν να λησμονούν της μοίρας τα μελλούμενα και παρασυρμένοι από λανθασμένους λογαριασμούς μοιραία να έχουν κατάληξη. Όπως ακριβώς οι άνθρωποι, σκέφτηκε, που γλεντοκοπούσαν κάτω από ήχους πλανερούς, γεμάτοι αυταπάτες, μερικές δεκάδες μέτρα παραπέρα, στη δημοσιά, σε χώρο παραλίμνιο.
Καθώς τα ελάσματα οδεύανε στη νοτισμένη γη και έπνεαν τα λοίσθια, ακολουθώντας το μονοπάτι των ψευδαισθήσεων που δόλια τα έφερνε να αναπαυτούν στο αραχνοΰφαντο στρώμα που έπλασε η ίδια η αποσύνθεσή τους, είχαν διάφορους παρατηρητές να τηράνε τη θέα τους και την παρακμιακή πορεία τους. Πρώτα κινήσανε την περιέργειά στα ξέπνοα τα δέντρα που, με τα απαλά θροΐσματά τους, σιγοντάριζαν το κατευόδιό τους και σιγοτραγουδούσαν πένθιμα. Θαρρείς πως με αυτά μαζί, αποχαιρετούσαν το Καλοκαίρι και τον καιρό της ευδαιμονίας. Από τα συρίγματά τους κιότευαν τα νεαρά κλωνάρια που γνώση δεν είχαν από τις αλλαγές που έρχονται, κι έτσι όπως έτρεμε το φυλλοκάρδι τους σου δίνανε την αίσθηση πως το τρέμουλο ξεχυνόταν μέσα από την καρδιά τους, πίσω από τις φλοίδες που αφελώς την άνοιξη που προηγήθηκε, με λεονταρισμούς, σε μια στιγμή αλαζονείας, προκλητικά ταλάντευαν χορεύοντας χορούς της πρώτης νιότης.
Αλλά τα δέντρα δεν έχουν ψυχή να νιώσουν, συλλογίστηκε και καθώς λογικεύτηκε και άφησε στην άκρη τα ονειροπολήματα, ένα μειδίαμα πήρε να διαγράφεται στο πρόσωπό του το σκυθρωπό μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πέρασε τα δυο του χέρια ανάμεσα από τα καστανά του μαλλιά και ξεροκατάπιε. Ανοησίες! μονολόγησε. Ασυναίσθητα τα λόγια του βγήκαν λίγο πιο δυνατά από όσο θα επιθυμούσε μέσα από τα χείλη του που μονομιάς, σαν να τα τιμωρούσε, τα σφάλισε γερά.
«Για ποιες ανοησίες μιλάς, Άγγελε;» τον ρώτησε η κοπέλα που καθόταν δίπλα του. Κουνούσε τα πόδια της πάνω κάτω στο περβάζι και τα μάτια της φλέγονταν από έρωτα έτσι όπως τον κοιτούσε.
Ανταπέδωσε το βλέμμα της με ένα δικό του πιο διαπεραστικό, από εκείνα που πιστεύεται πως διεισδύουν βαθιά μέσα σου και καταφέρνουν να σε αφοπλίσουν και όμηρό τους να σε κρατήσουν.
Η Έλλη κοκκίνισε άθελά της. Τα μάγουλά της πήραν το άλικο εκείνο χρώμα που τόσο του άρεσε να βλέπει σαν κατακλυζόταν από τα πρώιμα στάδια της αιδημοσύνης.
Το επόμενο στάδιο γνώριζε πως ήταν να κατεβάσει το κεφάλι και να ξεφυσήσει βαθιά, λυτρωτικά. Αρκούσε μόνο ένα του χαμόγελο για να συμβεί αυτό. Δεν πρόλαβε να της το χαρίσει γιατί στιγμιαία παρατήρησε, πολύ αμυδρά, ένα σπασμό στα χείλη της. Σαν τον είδε, χλόμιασε. Η συστολή αυτή δεν έμεινε ασχολίαστη από μέρους του.
«Τι έχεις; Είσαι καλά;» ρώτησε αγωνιώντας.
Τα μάτια της λαμπύρισαν καθώς το ενδιαφέρον του την έκανε να νιώσει για μια ακόμη φορά ξεχωριστή, πολύ τυχερή. Με πόση ζέση με προσέχει, αναλογίστηκε και χαμογέλασε ευτυχισμένη. «Ωωω, είμαι μια χαρά, μην ανησυχείς, απλώς έχει ψυχρούλα απόψε. Δε συμφωνείς; Για μια στιγμή αισθάνθηκα το κρύο να με διαπερνάει. Τώρα όμως, με εσένα δίπλα μου, με τη θέρμη σου, φλέγομαι». Παρόλα αυτά, οι κινήσεις της την πρόδωσαν. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους και τους έτριψε με δύναμη.
Ο Άγγελος ανταπέδωσε το χαμόγελο δειλά. Άδικα ανησύχησα, συλλογίστηκε. βιαστικά άπλωσε το δεξί του χέρι πίσω από την πλάτη της και με μια απαλή κίνηση την τράβηξε προς το μέρος του και τη φίλησε τρυφερά στο αναψοκοκκινισμένο της μάγουλο. «Εδώ, στη Βόρεια παραλία, το κρύο καταφτάνει γρηγορότερα, η αλήθεια είναι. Αν σκεφτείς πως χθες ακόμα, στη Θεσσαλονίκη που είμαστε, από τη ζέστη δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω από το σπίτι…» σιώπησε. Η χλομάδα επέστρεψε και μάλιστα δριμύτερη στην επιφάνεια του προσώπου του.
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Έλλης να τον αγκαλιάσει και να συμμεριστεί τους φόβους του. «Ξέρω τι σκέφτεσαι!» του είπε και για να τον καθησυχάσει τον φίλησε γλυκά στα χείλη. «Όμως, μη φοβάσαι τίποτα! Ό,τι και αν συμβεί θα το αντιμετωπίσουμε μαζί και θα το ξεπεράσουμε μαζί».
Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του. Η Έλλη κατέβηκε από το περβάζι και γεμάτη ικανοποίηση που κατάφερε να τον αποσπάσει από τους προβληματισμούς του, σκύβοντας προς το μέρος του, του ψιθύρισε γλυκά: «Άστα αυτά τώρα. Έλα, πάμε να χορέψουμε. Μου αρέσει πολύ το τραγούδι αυτό!» Τον έσυρε σχεδόν στο μέσω της πλατείας, εκεί όπου ένας μεγάλος αριθμός νεαρών, μοιρασμένοι σε ζεύγη όλοι τους, χόρευαν μπλουζ, φλερτάροντας με τη μουσική και με τα ακούσματα της καρδιάς τους που καλούσε τον καθένα τους να ενωθεί με το ταίρι του. Ανακατεύτηκαν ανάμεσα στους άλλους και πήραν και αυτοί να σεργιανάνε μελωδικά στα απάνεμα της ανεμελιάς μονοπάτια. Μύριζε τα μαλλιά της, μοσχοβολούσαν. Η ευωδία που ανέδιδαν τον έκανε να μην θέλει να ξεκολλήσει από πάνω της. Για λίγο ξέχασε κάθε έγνοια του. Πόσο όμορφα αισθανόταν δίπλα της.
Όταν η μουσική άλλαξε και ξέφρενα άρχισαν οι στροφές να γυρίζουν, τότε που η ένταση πήρε να αυξάνει και μαζί με τον ρυθμό των τραγουδιών εκτοξεύτηκαν και οι παλμοί στις καρδιές των χορευτών, θαρρείς σαν να μην είχαν άλλο χρόνο διαθέσιμο, σαν να ερχόταν το τέλος του κόσμου και ζούσαν τις τελευταίες στιγμές τους, κάθιδροι περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό τους με φορά μεγάλη. Τέτοια ήταν η γρηγοράδα στις κινήσεις τους που αν το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσαν ήταν λιγάκι πιο σαθρό, σίγουρα θα σχηματίζανε από τις περιδινήσεις τους μικρές δίνες που θα τους κατάπιναν, καθώς θα κατέρρεε η γη κάτω από τα πόδια τους. Ίσως να ήταν και καλύτερα έτσι, γιατί θα αντάμωνε το σώμα με τη μονίμως καταρρακωμένη ψυχολογία κάποιων από αυτούς. Στα νιάτα τα συναισθήματα είναι πιο δυνατά και πολύ συχνά, ανεξέλεγκτα, κυριεύουν τις αισθήσεις.
Το τελευταίο που συγκράτησε στη μνήμη του και είχε τη δυνατότητα να θυμάται, λίγο πριν χαθεί στον κόσμο των παραισθήσεων όπου τον ξέβγαλε σαν ναυάγιο η υπερβολική κατάποση αλκοόλ, ο Άγγελος, ήταν να βλέπει τον εαυτό του και την αγαπημένη του να βουλιάζουν μέσα στο χάος. Κάπου εκεί, στα μαύρα σκοτάδια που τον περιζώνανε, στα βαθύσκιωτα των στοχασμών του οράματα, έσβησε και η βδομάδα, που από την αρχή της ξεκίνησε στραβά, καθώς ειδοποιήθηκε από το αφεντικό του, δευτεριάτικα, μετά το πέρας της εργασίας του, πως δεν υπήρχε η δυνατότητα άλλο να τον κρατήσει στη δουλειά.
Σ.Μ.

Back to top button