Καστοριά

“Με την ταχεία της ζωής”: Απόσπασμα από το νέο ανέκδοτο βιβλίο του Στάθη Μασκαλίδη


Σε λίγο σουρουπώνει, η αναχώρησή μας έχει καθυστερήσει, ακούω μουρμουρητά και αρκετούς αναστεναγμούς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δυσανασχετούν. Κοιτάζω ολόγυρα, βλέπω πρόσωπα σκυθρωπά, πόσο εύκολα σκοτεινιάζουν οι άνθρωποι σαν χαλάσουν τα σχέδιά τους. Μερικοί αμήχανα βαδίζουν δεξιά και αριστερά, ένας μεσοκαιρίτης γενειοφόρος, κυριευμένος από ανασφάλεια υποθέτω, πιάνει έναν ρυθμό με τα δάχτυλα του, που τα παίζει πάνω στην ξύλινη επιφάνεια στο στασίδι όπου και κάθεται. Κάποιους τους έχει περιζώσει η μοναξιά, κοιτάζουν ολόγυρα με βλέμμα απλανές, βυθισμένο στη μελαγχολία. Είναι φοβερό, τόσο πολλοί άνθρωποι να αισθάνονται τόσο μόνοι. Θαρρώ πως κάτι δεν κάνουμε καλά σε τούτο τον κόσμο. Ένας από αυτούς τους μοναχικούς τύπους που περιφέρονται κατάμονοι ανάμεσα στο πλήθος είμαι και εγώ, μόνο που σε αντίθεση με τους άλλους, δεν νιώθω ίχνος μοναξιάς. Δίχως κανέναν δικό μου δίπλα μου, περιμένω την ώρα να επιβιβαστούμε και να ταξιδέψουμε, πού ξέρεις, ίσως και να την αποζητώ καμιά φορά την απομόνωση. Είμαι πολύ νέος, στα δεκαεννιά μου μόλις χρόνια έχω μπροστά μου όλο το μέλλον, οι μέρες απλόχερα ανοίγουν τις αγκάλες τους και περιμένουν να τις καταπιώ, να τις ρουφήξω μέχρι το μεδούλι. Τέτοια σκέφτομαι και ξαφνικά αδημονώ να ξεκινήσουμε. Τι θα μου φέρουν άραγε οι στιγμές που έρχονται; Γνωρίζοντας πως δεν μπορώ να κάνω και πολλά για να επισπεύσω την αναχώρησή μας, σέρνοντας αδιάφορα τα πόδια μου, ανακατεύομαι στον εσμό που περιμένει. Ακούω τους ψιθύρους που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι, διαβλέπω πίσω από αυτούς τα όνειρα που σχεδιάζουν. Θέλω να, μπορούμε να, έχω σκοπό, στοχεύω, φιλοδοξώ, ελπίζω, ονειρεύομαι, πόσο θα μου λείψεις… τα λόγια τους αγγίζουν την καρδιά μου. Η ώρα περνά, ο σάκος με βαραίνει, τα μάτια μου μισοκλείνουν, με δυσκολία τα κρατάω ανοιχτά, το προηγούμενο βράδυ ελάχιστα κοιμήθηκα, είχα αγωνία για το αποψινό ταξίδι που πιστεύω πως θα σημαδέψει τη ζωή μου.
Κάποιοι εκμεταλλεύονται την πολύωρη αναμονή, νεαρά ζευγάρια ανταλλάσσουν γλυκόλογα, με ένα μειδίαμα παρακολουθώ διακριτικά τις παρατεταμένες αγκαλιές τους, τα φιλιά που δεν λένε να τελειώσουν, τα χαμόγελα από χείλη που δεν σφαλίζουν, χείλη που σαν τους χειμάρρους ξεχειλίζουν με λόγια αγάπης και στοργής. Δίπλα μου, μια γυναίκα με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, κοντά στα τριάντα, δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της αποχαιρετώντας τον λίγο μεγαλύτερο στα χρόνια σύντροφό της. Ούτε κι εκείνος μπορεί να αντέξει τον αποχωρισμό, είναι το ίδιο βουρκωμένος. Συμμερίζομαι τον πόνο τους και άθελά μου ξεφυσάω βαρύθυμα έτσι που βλέπω να αναβλύζουν τα δάκρυα από τους κανθούς των οφθαλμών τους και από τα πνιγμένα αναφιλητά τους. Πάντα είναι δύσκολη η στιγμή του αποχαιρετισμού. Εστιάζω και πάλι αλλού, στις λειψές ψυχές που σαν μαγνήτες με τραβάνε, στους μοναχικούς ανθρώπους που κοιτάνε ανυπόμονα το ρολόι τους και αναστενάζουν βαριά, για να βγει από μέσα όλη η πικρία που κρύβεται στα σωθικά τους.
Ο σταθμός των τρένων σφύζει από ζωή, ριγούν από συγκίνηση οι άνθρωποι που βρίσκονται στον χώρο της επιβίβασης, κάποιοι σείονται σύγκορμοι αδυνατώντας να συγκρατήσουν τα συναισθήματά τους. Κι όλο αυτό κρατάει για όσο οι ράγες της αμαξοστοιχίας απομένουν γυμνές από τη μεταλλική μάζα που τόσο προσδοκούμε, κάποιοι από εμάς, να εμφανιστεί μπροστά μας. Κατακλύζομαι από αναμνήσεις και δίχως να το καταλάβω χάνομαι στην τριβή του χρόνου, μέχρι να με βγάλουν από το παρελθόν οι συριστικοί θόρυβοι που κάνουν οι τροχοί του τρένου που αργόσυρτα κινείται προς το μέρος μας.
Τη βλέπω δίπλα μου, είναι μονάχη, άλλη μια καλαμιά έρμη, όχι στον κάμπο αλλά στην αποβάθρα. Αφού ο αγέρας δεν θα έρθει να την παρασύρει και να παίξει με το λυγερό κορμί της, αναγκαστικά πρέπει να περιμένει πότε θα σφυρίσει ο σταθμάρχης για να δώσει την εντολή να μπει στο τρένο και να γείρει σε κάποιο μέρος την καλοσχηματισμένη σιλουέτα της.
Έναν σάκο κρατάει στο δεξί της χέρι και μια μεγάλη βαλίτσα που την έχει εναποθέσει μπροστά στα πόδια της. Πολλά πράγματα, συλλογίζομαι. Υπολογίζω πως όπου κι αν σκοπεύει να πάει θα λείψει για καιρό.
Ψηλά στον αιθέρα μόλις που διακρίνονται τα μαβιά σύννεφα, πληγωμένα θαρρώ πως είναι που παραδίδονται από στιγμή σε στιγμή στο σκότος. Σε μια γωνιά, κάπου ανάμεσα στα τσιμέντα, ένα επαναστατημένο φυτό ξεπηδάει και χορταίνει τους οφθαλμούς μου με το πολύ όμορφο άνθος του. Η άνοιξη με τα μαγικά της χρώματα με συνεπαίρνει για λίγο. Σκέφτομαι τα λουλούδια με τα μενεξεδιά χρώματα που ολόγυρά μας συναντάμε. Τις ίριδες του κόσμου και της ζωής μας.
Το σύνθημα δίνεται, βλέπω ανθρώπους κάθε ηλικίας βιαστικά να επιβιβάζονται. Θέλουν να καταλάβουν μια θέση που να τους ικανοποιεί, είναι, βλέπεις, μακρύ το ταξίδι. Ανεβαίνω κι εγώ, κοιτάζω ολόγυρα, δυσφορώ λιγάκι βλέποντας επιβάτες να σπρώχνονται μεταξύ τους. Στον βωμό των συμφερόντων πάντοτε θυσιάζεται ο πολιτισμός και η αξιοπρέπεια των ανθρώπων, σκέφτομαι απογοητευμένος. Οι όχι και τόσο ευχάριστες σκέψεις μου διακόπτονται απότομα όταν ένας απρόσεχτος μεγαλόσωμος άντρας με απωθεί βίαια με τη βαλίτσα του. Ήρθε και η σειρά μου, μονολογώ ψιθυριστά.
«Συγνώμη δεν το ήθελα». Απολογείται ο εύσωμος άνθρωπος, που όμως συνεχίζει να κινείται βιαστικά και ασφυκτικά να με πιέζει.
«Δεν πειράζει». Απαντώ αυθόρμητα καθώς σκύβω να πιάσω το γόνατό μου που ξεκίνησε να με πονάει από το χτύπημά του.
Κουτσαίνοντας περνάω στο δεύτερο βαγόνι και κοιτώ στην πρώτη κουκέτα. Είναι κατάμεστη. Δυο μικρά παιδιά κρεμιούνται κυριολεκτικά πάνω στη μητέρα τους. Δεν παραπονιέται διόλου, μάλιστα μπορώ να πω πως απολαμβάνει αυτές τις στιγμές. Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Οι γονείς κακομαθαίνουν τα παιδιά, μουρμουρίζω περισπούδαστα. Είναι και η ηλικιωμένη γιαγιά τους μαζί. Ησυχάστε επιτέλους, τα προτρέπει μιλώντας σερβοκροάτικα. Επιδοκιμάζω την αντίδρασή της. Ελπίζω να την ακούσουν. Πέφτω έξω, τα μικρά, ακούγοντάς την, ξεκαρδίζονται στα γέλια και συνεχίζουν με ακόμη μεγαλύτερη μανία να τυραννάνε τη μάνα τους. Η γιαγιά τους υψώνει τα χέρια στον ουρανό και κάτι μονολογεί. Ελπίζω ο θεός να εισακούσει την έκκλησή της και να ανακτήσουμε όλοι την ηρεμία μας. Και να υπήρχε διαθέσιμη θέση δεν θα ήθελα να βρεθώ δίπλα σε αυτά τα δυο τερατάκια. Καλύτερα όρθιος!
Στη δεύτερη κουκέτα στέκομαι πιο τυχερός. Από τη μια πλευρά, αυτή που έχει πλάτη προς τη μηχανή του τρένου, διακρίνω ένα ζευγάρι μεσηλίκων να κουρνιάζουν, στην κυριολεξία, στις δυο από τις τρεις διαθέσιμες θέσεις. Η γυναίκα έχει κιόλας βγάλει ένα βιβλίο και παίρνει να το διαβάζει. Μπαίνω μέσα κι απομένω να κοιτώ τις τρεις θέσεις στην απέναντι πλευρά, που με περιμένουν ελεύθερες. Δεν ολιγωρώ άλλο, η οχλοβοή πίσω μου επισπεύδει τις κινήσεις μου, στη στιγμή πιάνω τη θέση που βρίσκεται δίπλα από το παράθυρο. Θέλω να βλέπω έξω. Αν και δεν έχω αυταπάτες, σε λίγο θα σκοτεινιάσει και μόνο το είδωλό μου θα εμφανίζεται στον υαλοπίνακα. Αλλά και πάλι, και μόνο η αίσθηση πως είμαι πλησιέστερα στο τζάμι με κάνει χαρούμενο.
Κόσμος πάει κι έρχεται, ένας ακόμη επιβάτης, ένας άντρας, προστίθεται στην ομήγυρή μας. Είναι και αυτός μεγάλος στα χρόνια, δεν παραξενεύομαι που διαλέγει να καθίσει αντίκρυ μου. Μαζί με το ζευγάρι. Οι δύο ομοεθνείς άντρες φαίνεται να τα βρίσκουν μεταξύ τους, δεν βάζουν γλώσσα μέσα. Χρησιμοποιούν μια ντοπιολαλιά που μου είναι άγνωστη. Σίγουρα, όμως, έχει ως βάση τα σερβικά. Σύντομα ένα βουητό δυνατό με νανουρίζει. Τα χνώτα του νεοφερμένου μυρίζουν σκόρδο, το απεχθάνομαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Θα το υπομείνω όσο χρειαστεί. Το τρένο έχει πια ξεκινήσει. Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι νοερά να ταξιδεύω. Πλανιέμαι από στοχασμούς όμορφους, άραγε τι με περιμένει στο Βελιγράδι; Τι μου επιφυλάσσει η μοίρα μου και τι οι επιλογές μου; Αναρωτιέμαι.
Η αμαξοστοιχία είναι πεπαλαιωμένη, πανάρχαια θα τη χαρακτήριζα, οι θέσεις είναι άβολες, το καταλαβαίνω καλύτερα όταν άθελά μου σκουντάω κάποιον που ούτε ξέρω πότε ήρθε και κάθισε στο διπλανό από το δικό μου κάθισμα. Αποφεύγω να κοιτάξω, υποκρίνομαι τον κοιμισμένο. Αφήνω τον χρόνο να κυλίσει, ξέρω πως σε κάθε περίπτωση ίαμα είναι για τις πληγές. Είμαι σίγουρος πως ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μου, ακόμα και αν θύμωσε από την απροσεξία μου, σύντομα θα το ξεχάσει.
Περνάει λίγη ώρα που συνειδητά θυσιάζω μέχρι να αποφασίσω να αναδευτώ στη θέση μου και να ανοίξω τα βλέφαρα. Έχω στρέψει το κεφάλι μου προς τη μεριά του παραθύρου κι εντελώς αναπάντεχα, κοιτώντας πίσω από το δικό μου καθρέφτισμα, συναντώ ένα φεγγοβόλο πρόσωπο που μονομιάς πορίζει με όνειρα το ταξίδι μου. Ταχύτατα το ενδιαφέρον μου εκτοξεύεται στα ύψη. Παρατηρώ για μια ακόμη φορά τα χαρακτηριστικά της στο τζάμι, μαγεύομαι και δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Είναι τόσο όμορφη. Τα μαλλιά της έχουν το χρώμα του χαλκού, δεν είναι ούτε πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά, είναι σπαστά και με μαγεύουν. Πραγματικά από όλους τους καμβάδες που έχω αντικρίσει στη ζωή μου, αυτός γίνηκε ο πιο αρεστός, γιατί το αποτύπωμα της εικόνας που θωρώ στον υαλοπίνακα, ομολογουμένως είναι μοναδικό, ονειρεμένο. Ξεροκαταπίνω, νιώθω έντονα την επιθυμία να της μιλήσω μα δειλιάζω. Ξεροβήχω για να κάνω αισθητή την παρουσία μου την ώρα που βάζω το χέρι μου μπροστά στο στόμα για να μην πιστέψει πως δεν έχω τρόπους. Ρίχνω διαρκώς κλεφτές ματιές προς το μέρος της. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τη μεριά της. Φαίνεται ασυγκίνητη. Ούτε μια στιγμή δεν στρέφει προς εμένα. Τα σήματα που της στέλνω δεν τα πιάνει ή δεν θέλει να τα πιάσει. Αποθαρρημένος μαζεύομαι στη γωνιά μου.
Η αλήθεια είναι πως πέφτει λιγάκι η ψυχολογία μου. Ανασφαλής όπως είμαι, δημιουργώ στεγανά και κλείνομαι στον εαυτό μου. Ο χρόνος κυλάει αργά, εγώ μονοδιάστατα, δίχως ίχνος ευελιξίας, αφήνω τον χρόνο να κυλάει άσκοπα, τον εξαντλώ ακούγοντας τους θορύβους που κάνει η αμαξοστοιχία έτσι όπως κινείται. Σκέφτομαι πως η μηχανή βαρυγκωμά για να τραβήξει όλα αυτά τα βαγόνια, αγκομαχώ και εγώ στη σκέψη πως δίπλα μου στέκει μια οπτασία που μοιάζει απρόσιτη. Με πνίγει ο χώρος. Έχει περάσει ήδη μια ώρα από τη στιγμή που ξεκινήσαμε.
Νιώθω τα πόδια μου μουδιασμένα, μαζί με αυτά έχουν παραλύσει και οι ελπίδες που έτρεφα μέσα μου για μια ενδιαφέρουσα γνωριμία που θα έκανε τη διαδρομή που ακολουθώ πιο όμορφη. Αποφασίζω να σηκωθώ και να περπατήσω λιγάκι για να ξεπιαστώ. Είμαι στον διάδρομο, ούτε τρία βήματα δεν κάνω όταν πέφτω πάνω σε ένα αντρόγυνο που έχει ανοίξει λιγάκι το παράθυρο. Έρχεται κρύο από έξω όμως δεν παραπονιέμαι, είναι αναζωογονητικό. Σιγοψιθυρίζουν, είναι δύσκολο να ακούσει κανείς τι λένε. Ο μυστακοφόρος άντρας με το μελαμψό πρόσωπο κάθε τόσο σκύβει για να της μιλήσει, εκείνη πάλι, που είναι αρκετά κοντύτερη, πατάει στις μύτες των ποδιών της για να βρεθεί όσο γίνεται πιο κοντά του. Μοιράζονται σκέψεις αλλά και το τσιγάρο που έχουν ανάψει και εναλλάξ καπνίζουνε. Διαρκώς φέρνουν το πρόσωπό τους κοντά στο ανοιχτό παράθυρο για να βγάλουν έξω τον καπνό.
Όλα θα πάνε καλά, τον ακούω να της λέει και μετά να την αγκαλιάζει. Τα λόγια που ακολουθούν είναι ψιθυριστά και δεν έχω τη δυνατότητα να τα ξεδιαλύνω. Επιδρούν, όμως, πολύ θετικά στην κατάξανθη γυναίκα. Φεγγοβολάει από χαρά. Στα χείλη μου σχηματίζεται μια ίσια γραμμή. Χαίρομαι μαζί τους. Δείχνουν ευτυχισμένοι. Αν και είναι προφανές πως ο δρόμος τους δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αλλά μήπως έτσι δεν είναι η ζωή; Μια αέναη μάχη με τα προβλήματα;
Καθώς απομακρύνομαι, ένα τράνταγμα δυνατό με κάνει να χάσω λιγάκι την ισορροπία μου, αλλά δεν σταματώ ούτε στιγμή να προχωρώ. Πού στα αλήθεια πηγαίνω;
Έχω την αίσθηση πως κινούμαστε παράλληλα με κάποιον ποταμό, τι κρίμα που δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω; Είναι βαθύ το σκοτάδι εκεί έξω. Αφήνω πίσω μου το ζευγάρι από τη Σερβία και πολύ γρήγορα πέφτω πάνω σε μια παρέα νεαρών. Τους συναντάω αραδιασμένους στο πάτωμα του τρένου. Είναι δυο Γερμανίδες κι ένας Άγγλος. Είναι όλοι τους κοντά στην ηλικία μου. Κρατούν και οι τρεις τους από μια μπύρα στο χέρι και μετά από λίγες στιγμές αμηχανίας, καθώς παρεμποδίζουν με τα σώματά τους την ομαλή διέλευσή μου, διστακτικά, αφού προηγουμένως με παρατηρούν για λίγο αμίλητοι, μου κάνουν ανοίγματα. Η Χίλντα, όπως μου συστήνεται η κοπέλα που βρίσκεται πλησιέστερά μου, απλώνει το χέρι και μου προσφέρει το μπουκάλι με το ποτό της. Χαμογελώ, ανασηκώνω τους ώμους και το παίρνω για να πιώ μια γουλιά. Μονομιάς αίρονται οι αναστολές, χωρίς ενδοιασμούς το όμορφο κορίτσι με τις φακίδες και τα κόκκινα μαλλιά, μου κάνει χώρο να βρεθώ πλάι της. Το σκέφτομαι λιγάκι. Γιατί όχι; Θα περάσει και η ώρα, αποφαίνομαι. Λίγο πριν σκύψω να καθίσω δεύτερες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου. Κάτι μέσα μου με εμποδίζει. Αμφιταλαντεύομαι, ο λογισμός και πάλι με παρασέρνει πίσω, στην κοπέλα με τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά. Κουνάω δεξιά αριστερά το κεφάλι μου για να τους δείξω πως δεν μπορώ να συναινέσω στην πρόσκληση, αλλά και πάλι δεν λέω να απομακρυνθώ από κοντά τους. Δεν πτοούνται, βλέπουν πως επαμφοτερίζω, μου συστήνονται και ζητούν και από μένα να κάνω το ίδιο.
Για περισσότερο από δυο λεπτά προσπαθούν να προφέρουν το όνομά μου, τους φαίνεται αδύνατο να εκφέρουν το γράμμα Θ που συμπεριλαμβάνεται σε αυτό. Αυθόρμητα ξεσπάω σε ένα νευρικό, παρατεταμένο γέλιο, παρακολουθώντας τους να πασχίζουν τόσο μάταια να τα καταφέρουν. Το γέλιο μου είναι μεταδοτικό, γελάνε και αυτοί με την ψυχή τους. Στα Αγγλικά μου λένε οι δύο κοπέλες πως είχαν όνειρο να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και τώρα που το πραγματοποίησαν, αισθάνονται ενθουσιασμένες. Στην παρέα τους μου εξηγούν πως μπήκε στην πορεία και ο Πωλ, που αμέσως ταίριαξε μαζί τους. Η εντύπωση που μου δίνουν έτσι που τους βλέπω είναι αυτή ακριβώς. Δένουν οι τρεις τους πολύ σαν χαρακτήρες. Είμαι βέβαιος πως θα περάσουν όμορφα στον δρόμο της επιστροφής. «Τέλεια!» αναφωνώ αλλά το μυαλό μου είναι αλλού. «Εύχομαι να πραγματοποιείται πάντοτε τα όνειρά σας!» Μετά την πρόποσή μου, πίνω μια ακόμη γουλιά από την μπύρα της Χίλντα και τους αποχαιρετώ παρόλο που επιμένουν να μείνω. «Δεν θα χαθούμε!» λέω καθησυχαστικά και παρά τις τελευταίες τους παροτρύνσεις να παραμείνω, φεύγω βιαστικά. Το δώρο τους σε μένα είναι το μπουκάλι της μπύρας που τώρα κρατάω στο αριστερό μου χέρι.
Ξαφνικά κυριεύομαι από θλίψη, ίσως να νοσταλγώ την πατρίδα που αφήνω πίσω, ίσως πάλι να μελαγχολώ για κείνη, την αγάπη που τόσο άδοξα φαίνεται πως χάθηκε όταν αποφάσισα να κινήσω για άγνωστα μέρη, για νέες περιπέτειες. Είναι και αυτό το κορίτσι στη διπλανή θέση, που τόσο απόμακρο μοιάζει και τόσο πολύ με μπερδεύει. Τα άκρα μου δεν με βαστάνε, τι κι αν έσφυζα πριν λίγες ώρες από ζωή; Το σφρίγος της νιότης πνίγεται στις λαμαρίνες. Απομονώνομαι στο τέλος του βαγονιού, σε μια άκρη του. Κάθομαι κατάχαμα μαζεύοντας τα πονεμένα πόδια μου, που τα τυλίγω με τα χέρια μου, κι εκεί, στον χαμηλό φωτισμό του συρμού, βυθίζομαι στα σκοτάδια της ψυχής μου. Το μπουκάλι με την μπύρα στο λεπτό έχει αδειάσει από το περιεχόμενό του. Το παρατάω δίπλα μου. Τα μάτια μου κλείνω και οραματίζομαι το μέλλον, που τόσο αβέβαιο φαντάζει. Χωρίς να το επιθυμώ, ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από μέσα μου.
«Κάνει ψύχρα ή μου φαίνεται;» Ταράζομαι όταν ακούω δίπλα μου μια φωνή με χροιά μεθυστική. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, ξέρω όμως πως η φωνή αυτή με καθηλώνει.
Γυρνώντας να δω ποια είναι εκείνη που μου μιλάει, επεξεργάζομαι τα λόγια της. Μένω έκπληκτος βλέποντας την κοπέλα με τα κοκκινόχρωμα μαλλιά να μου χαμογελά. Τα χείλη της τρέμουν, πρέπει να κρυώνει πολύ.
«Ναι, έχει ψυχρούλα. Καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη». Απαντώ στην ερώτησή της. Μόνο που δεν είναι αλήθεια, μέσα μου φλέγομαι και τώρα που είναι δίπλα μου κινδυνεύω να εκραγώ από την υπερδιέγερση των αισθήσεων μου που κάνουν τα σωθικά μου να κοχλάζουν. Ενστικτωδώς ανταποδίδω το χαμόγελό της, χωρίς να το πολυσκεφτώ βγάζω το μπουφάν μου και της το προσφέρω.
Με ένα της νεύμα με ευχαριστεί, κουκουλώνεται με το πανωφόρι μου κι έρχεται να καθίσει δίπλα μου, αφού προηγουμένως παραμερίζω λιγάκι γιατί ο διαθέσιμος χώρος είναι πολύ περιορισμένος. Μυρίζω μαζί με όλες τις μυρωδιές που αναδύονται μέσα στο τρένο και το άρωμά της. Βασικό του συστατικό πρέπει να είναι η φράουλα, μου αρέσει πάρα πολύ.
«Πού στα αλήθεια πηγαίνεις; Ποιος είναι ο προορισμός σου;» Με ρωτάει και περιέργως μοιάζει να κρέμεται από τα χείλη μου. Τόσο πολύ δείχνει να την ενδιαφέρει η απόκρισή μου.
«Στο Βελιγράδι πηγαίνω. Εξετάσεις θα δώσω για να μπω στο πανεπιστήμιο. Κατά πως φαίνεται, εκεί είναι το ριζικό μου να βρεθώ». Το χέρι μου περνάει ανάμεσα από τα κατάμαυρα μαλλιά μου.
«Ωωω, είσαι πολύ τυχερός. Ξανοίγεται εμπρός σου ο κόσμος όλος. Να αρπάξεις την ευκαιρία από τα μαλλιά, ε;» Υποψιάζομαι πως μεταχειρίστηκε τα συγκεκριμένα λόγια βλέποντάς με να ανακατεύω την πλούσια κώμη μου. «Δεν πιστεύω να την αφήσεις να χαθεί;» Οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα της είναι αληθινές, έτσι τουλάχιστον τις ερμηνεύω. Δεν διαφαίνεται πουθενά ίχνος υποκρισίας.
Μένω για λίγο σιωπηλός. Μετά ανασηκώνω τα φρύδια, για να της περάσω το μήνυμα πως δεν είμαι και τόσο σίγουρος για όσα φαντάζουν προδιαγεγραμμένα. «Γιατί το λες αυτό;» Με κυριεύει η περιέργεια. Πώς μπόρεσε να διαβάσει τις σκέψεις μου;
«Κάτι στο ύφος σου προδίδει αβεβαιότητα. Σαν να μην είσαι και τόσο σίγουρος για αυτό που πας να κάνεις. Για τον λόγο αυτό σου μίλησα έτσι. Αν και δεν σε ξέρω καθόλου, από την πρώτη στιγμή που σε είδα μου φάνηκες πολύ συμπαθής. Είσαι συνεσταλμένος πολύ μου φαίνεται. Όμως αυτό εμένα μου αρέσει στους άντρες. Τέλος πάντων, αν αυτό που σε βασανίζει είναι οι σπουδές, τότε σε συμβουλεύω να μην κάνεις καμιά βλακεία και τις εγκαταλείψεις. Θα το μετανιώνεις για μια ζωή, να το ξέρεις. Ποτέ μην μεμψιμοιρείς». Τα πρασινωπά της μάτια γίνονται δυο πύρινες στρόγγυλες φλόγες που λιώνουν τις αντιστάσεις μου. Θα της ανοίξω την καρδιά μου.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο… Ίσως πάλι και όχι. Αγαπώ τη ζωή, όλα όσα μου προσφέρονται τα εκτιμώ αφάνταστα. Αλλά δεν παίζω κρυφτό μ’ αυτήν. Δεν θα υποδυθώ ρόλους που δεν μου ταιριάζουν, ούτε και θα τρέξω ξοπίσω της επειδή κάποιοι επιθυμούν να χαράξουν τον δρόμο που θέλουν να πάρω. Ίσως για να ικανοποιήσουν τα δικά τους απωθημένα. Όχι, εγώ διαγράφω τη δική μου πορεία, δεν παίρνω στο κατόπι κανενός τα όνειρα, έχω τα δικά μου να υλοποιήσω».
Μένει άφωνη. Με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Τα χείλη της πήραν πάλι να τρέμουν, ξέψυχα τα λόγια της φτάνουν σε μένα. «Αν το καταφ… έρνεις αυτό, μπράβο
σου. Λ.. λίγοι άνθρωποι μπορούν να το επιτύχουν. Είναι τρομερά δύσκολο». Τα χέρια της τα περνάει στο στήθος της. Φαίνεται πως συνεχίζει να κρυώνει.
Μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, περνάω το χέρι μου πίσω από την πλάτη της και την τραβάω προς το μέρος μου. Δεν θυμώνει, το αντίθετο. Κουρνιάζει στην αγκαλιά μου και δίχως να το ξέρει, φωλιάζει και στην καρδιά μου. Μένουμε αμίλητοι για λίγο, ο συρμός μειώνει διαρκώς ταχύτητα. Κάποια φώτα περνάνε μπρος από τα μάτια μας, πίσω από το παράθυρο που ζωντανεύει και παίρνει να παιχνιδίζει μαζί μας. Οι φωτοσκιάσεις που μας χαρίζει, έτσι όπως τις παρακολουθούμε, με παρασύρουν και συνειρμικά με κάνουν να σκεφτώ πως έτσι λειτουργεί και το μυαλό των ανθρώπων. Κάποιες φορές κυριαρχεί σε αυτό το φως και κάποιες άλλες το σκοτάδι.
Φουριόζικα περνούν από μπροστά μας, ανοίγοντας την πόρτα του βαγονιού που βρίσκεται δίπλα μας, λογιών λογιών άνθρωποι. Με εντυπωσιάζει μια παρέα νεαρών παιδιών. Πρέπει να είναι μαθητούδια. Ένα ψιλόλιγνο ξανθό αγόρι, γεμάτο ακμή, κρατάει ένα μπουκέτο λουλούδια. Αναποφάσιστα προχωράει προς το μέρος ενός κοριτσιού που μπήκε πρώτο μέσα στο βαγόνι. Οι φίλοι του, που έρχονται από πίσω, χαζογελάνε, τα κορίτσια της παρέας τους σιγοντάρουν. Μονάχα το κορίτσι με τα κατάμαυρά μακριά και σγουρά μαλλιά έχει μείνει άφωνο. Δεν μπορώ να ξέρω τη συνέχεια, μόνο να τη φανταστώ μπορώ ακούγοντας επευφημίες από τα ενδότερα. Τα παιδιά έχουν εκτοπιστεί από πλήθος ανθρώπων που επιβιβάστηκε και επιζητά κάποιο μέρος να ακουμπήσει το σώμα του.
«Και ύστερα λένε, τόπο στα νιάτα!» αναφωνώ και κάνω τη Μαργαρίτα, έτσι μου συστήνεται, δίπλα μου να πεθάνει στα γέλια.
Ξάφνου ανήσυχος πετάγομαι όρθιος και την πιάνω από το χέρι για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. «Έλα, πάμε, μη χάνουμε χρόνο». Την παροτρύνω να βιαστεί.
«Εε, τι έπαθες; Μύγα σε τσίμπησε;» Με ρωτάει τη στιγμή που και αυτή σαν ελατήριο πετάγεται από τη θέση της.
«Δεν πιστεύω να θέλεις να ταξιδέψεις μέχρι τον προορισμό σου…» μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως δεν την έχω ρωτήσει πού πηγαίνει. «καθισμένη στην απόμερη γωνιά ενός βαγονιού και να αφήσεις την πολυτέλεια της κουκέτας σου με την άνετη θέση που κατείχες μέχρι πριν λίγη ώρα; Με συντροφιά μάλιστα έναν συνεσταλμένο νεαρό που συνεχώς μεμψιμοιρεί;» Χρησιμοποιώ δικές της λέξεις. Αυτό το παιχνίδι ξέρω να το παίζω καλά.
Πιασμένοι από το χέρι σχεδόν τρέχουμε για να ανακαταλάβουμε τις θέσεις μας. Η Μαργαρίτα δείχνει να το διασκεδάζει. Ενώ εγώ αγωνιώ για να προφτάσουμε τους άλλους επιβάτες, εκείνη αφήνει μερικά χαρούμενα ξεφωνητά. Λαχανιασμένος, περισσότερο από το άγχος και όχι από το τρέξιμο, εισβάλλω στην κουκέτα μας. Έκπληκτος βλέπω κενές τις δυο θέσεις μας. Πάνω τους υπάρχει μια μεγάλη βαλίτσα. Η βαλίτσα της. Τώρα καταλαβαίνω. Γυρνώ προς το μέρος της και της λέω. «Όλα τα προβλέπεις εσύ! Μπράβο

Απότομα σκυθρωπιάζει. «Όχι όλα, μη νομίζεις. Μακάρι να μπορούσα να τα προέβλεπα όλα…» Τα σιβυλλικά της λόγια με προβληματίζουν.
«Τι εννοείς; Δε σε καταλαβαίνω».
«Έλα κάθισε και θα σου εξηγήσω…»
Η ώρα τώρα τρέχει με ρυθμούς γρήγορους. Η ψυχολογία μου δοκιμάζεται άσχημα. Κάθε της λέξη και ένα σφυροκόπημα. Τα λόγια της με οδηγούν όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο. Πηγαίνει στη Γερμανία, μου λέει, για να συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της. Θα μείνουν μαζί. Έχει τελειώσει τις σπουδές του και έχει βρει μια δουλειά που δεν χάνεται. Μου κόβεται η ανάσα ακούγοντάς της. Και να φανταστείς, ξεκινώντας την αφήγησή της, μου φαινόταν τόσο διαχυτική που γεννούσε πολλές προσδοκίες μέσα μου. Παράτησε τις δικές της σπουδές και αποφάσισε να τον ακολουθήσει γιατί δεν υπήρχε τίποτα πίσω της που να την κρατάει. Είχε απομακρυνθεί ψυχικά από τους γονείς της που ποτέ τους δεν την καταλάβαιναν. Ένιωθε προδομένη από τους φίλους της και το μόνο αποκούμπι που είχε ήταν ο Γιάννης. Το μέλλον της ήταν ο Γιάννης, η Φρανκφούρτη και ό,τι θα της επιφύλασσε η μοίρα εκεί. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό της όταν ολοκλήρωσε την εξιστόρησή της.
Ήθελα να δακρύσω και εγώ, που την έχανα μέσα από τα χέρια μου, αλλά συγκρατήθηκα. Δάγκωσα τα χείλη μου δυνατά, θα μπορούσαν και να ματώσουν αν δεν σταματούσα να τα ταλαιπωρώ μετά από λίγο. Αποκαμωμένος, εντελώς καταπτοημένος, έφερα και πάλι το χέρι μου πίσω από την πλάτη της, όπως νωρίτερα, και την τράβηξα απαλά στον ώμο μου. Έγειρε πάνω μου και αποκοιμήθηκε.
Δεν υπήρχαν λόγια που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να καθυποτάξουν τις ανησυχίες της, το ήξερα πως αν της μιλούσα θα έκανα τα πράγματα χειρότερα. Προσεχτικά για να μην την ξυπνήσω, ανασηκώθηκα και με δυσκολία κατάφερα να κατεβάσω από τον χώρο το αποσκευών που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου, τον σάκο μου. Όσο πιο αθόρυβα γινόταν πήρα να επιψαύω μέσα του μέχρι που βρήκα το walkman μου. Έφερα τα ακουστικά στα αυτιά μου και πήρα να ακούω μουσική.
Είχα είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου. Που μοιάζε συννεφάκι συννεφούλα μου… Οδυνηρά περνάνε τα πρώτα λεπτά αλλά σταδιακά η μουσική γαληνεύει το θέριεμα που διαφέντευε το μέσα μου. Τα ελληνικά τραγούδια εναλλάσσονταν με τα ξένα και το Electricity των OMD έδωσε τη θέση του στο ΄΄Μια αγάπη για το Καλοκαίρι΄΄ της Χωματά που με τη σειρά του παρέδωσε τα ηνία στους Alphaville και το Sounds Like A Melody, και εκεί που άκουγα την Βίκυ Μοσχολιού να τραγουδάει άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε και να αναρωτιέται γιατί δεν την παίρνουν τα καραβάκια στο ταξίδι τους, ακούω ψιθυριστά μέσα στο αυτί μου τη φωνή της Μαργαρίτας να διεγείρει τις αισθήσεις μου: «Έχεις πολύ ωραίο γούστο, μου άρεσαν όλα τα τραγούδια που άκουσα μέχρι τώρα». Η ανάσα της είναι καυτή, κατακαίει τα σωθικά μου.
Κουνάω δήθεν αδιάφορα τους ώμους αλλά η καρδιά μου πάει να σπάσει. Ποιος θα με φέρει κοντά σου καρδούλα μου και στην αγκαλιά σου μέσα; Τραγουδάει η Μοσχολιού και μαζί της, αναριγώντας, αναστοχάζομαι κι εγώ, νιώθοντας το μάγουλό της που φλέγεται να αγγίζει το δικό μου, που θαρρείς πως βγήκε από τα έγκατα ενός ενεργού ηφαιστείου και ξερνάει λάβα. Ανυπομονώ για το επόμενο τραγούδι που γνωρίζω ποιο είναι, αφού έχω ακούσει τη συγκεκριμένη κασέτα αμέτρητες φορές.
«Γιατί είναι μοιραίο να φύγω… σε λίγο, σε λίγο σε λίγοοο. Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάσω το τρένοοο». Μου τραγουδά η Μαργαρίτα μαζί με τον Μητροπάνο και η φωνή της διαπεραστικά, σαν αντίλαλος, πάλλεται διαρκώς μέσα στα αυτιά μου. Την αγκαλιάζω όπως επιτάσσει η ψυχή και το τραγούδι αλλά ξέρω πως ο χρόνος αντίστροφα μετρά. Θέλω να της πω τόσο πολλά, μα τίποτα δεν πιστεύω πως είναι ικανό να την κρατήσει κοντά μου. Ακόμα κι αν ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, πώς θα γινόταν να είμαστε μαζί σε μια ξένη χώρα; Πώς θα τα βγάζαμε στα αλήθεια πέρα; Σήκωσα το κεφάλι ψηλά και ξεφύσησα δυνατά. Με είδε και ταράχτηκε. Κοκκίνισα, είμαι σίγουρος, σαν τα βλέμματα μας αντάμωσαν.
Αχνοφέγγουν τα αστέρια έξω στο στερέωμα, αργοσβήνουν και οι αντιστάσεις της σαν φέρνω τα χείλη μου στα δικά της. Αχόρταγα ξεδιψώ στο ροδόσταμο των χειλιών της τον πόθο μου. Ξέρω πως το γλυκό αυτό πιοτό θα τελειώσει πολύ σύντομα, πριν ακόμα το χάραμα έρθει και μας βρει αγκαλιασμένους στον άβολο χώρο όπου μας έσπρωξε από ένα τερτίπι της η μοίρα.
Πάει πολύ ώρα που ξημέρωσε, το πρόσωπό της είναι ακουμπισμένο στον ώμο μου και η βαθιά ανάσα της έρχεται σε μένα σαν την πρωινή αύρα που σκορπά δροσιά. Χαϊδεύει τόσο γλυκά τις αισθήσεις μου. Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου για να μην την ξυπνήσω. Περνάει ώρα αρκετή για να αναδευτεί και να μου δώσει να καταλάβω πως ο Μορφέας την εγκατέλειψε.
Άγουρο το ξύπνημα του κόσμου μας, δύσκολη και για μένα η ώρα του αποχωρισμού. Ξέρω πως σε λίγα λεπτά οι δρόμοι μας θα χωρίσουν. Παραμένουμε αμίλητοι, να κοιτάμε έξω από το παράθυρο. Είμαστε τώρα πια στα προάστια του Βελιγραδίου. Ξάφνου, στρέφοντας το βλέμμα, βλέπω έναν κοτσονάτα άντρα να περνάει βιαστικά από τον διάδρομο. Έχει ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια. Μια ιδέα τρυπώνει ξαφνικά στο μυαλό μου και δεν λέει να βγει από εκεί. Πετάγομαι σαν βέλος και τρέχω να τον προφτάσω. Δίχως δισταγμό, δίχως ίχνος ντροπής, τον εκλιπαρώ: «Μπορείς να μου δώσεις ένα από τα τριαντάφυλλά σου».
«Δεν καταλαβαίνω τι λες;» μου λέει αφοπλιστικά στα σερβοκροάτικα.
Μπορεί αυτός να μην ξέρει Ελληνικά αλλά ξέρω εγώ τη δική του γλώσσα. «Μπορείς να μου δώσεις ένα από τα λουλούδια σου; Είναι για καλό σκοπό», του ομολογώ με ειλικρίνεια.
Χαμογελάει, απομονώνει ένα πολύ όμορφο κατακόκκινο τριαντάφυλλο από το μπουκέτο του και μου το προσφέρει με μεγάλη χαρά.
«Σ΄ ευχαριστώ πολύ! Πραγματικά πολύ!» του λέω και κρατώντας το όμορφο το άνθος στο αριστερό μου χέρι, επιστρέφω στην κουκέτα μας. Επιμελώς φροντίζω το πάνω άκρο μου να βρίσκεται πίσω από τον κορμό του σώματός μου για να μη γίνεται ορατό από τη Μαργαρίτα.
Με περιμένει με έκδηλη απορία. «Καλά πού πήγες; Έφυγες σφαίρα και ούτε που με προειδοποίησες. Για μια στιγμή ανησύχησα, το ξέρεις; Έχουμε τόσο λίγο χρόνο ακόμα δικό μας. Σύντομα όλα θα τελειώσουν». Αναστενάζει αλλά εγώ δεν συμμερίζομαι τον πόνο της εκείνη τη στιγμή.
«Πήγα να κλέψω ένα λουλούδι! Για σένα». Αποκρίνομαι στην ερώτησή της και αμέσως μετά το εμφανίζω μπροστά της και της το προσφέρω.
Από τη μία δείχνει να θυμώνει για την κλοπή αλλά από την άλλη δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Είσαι τρελός, το ξέρεις;» Αυτή τη φορά δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να με φιλήσει. Απολαμβάνω τη στιγμή που μέσα μου εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει. Προδοτικά, όμως, ο χρόνος γνωρίζω πως θα με λαβώσει. Όταν κάποτε, απροσδιόριστο πόσο μετά, απομακρύνεται από μένα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, της λέω: «Τρελός, ναι, αλλά ωραίος τρελός αφού το λουλούδι που έκλεψα… στην πραγματικότητα δεν το έκλεψα», της εξηγώ πως ευγενικά το ζήτησα από τον κάτοχό του «το πήρα για την κοπέλα που με τη σειρά της μου έκλεψε την καρδιά».
Τα μάτια της γουρλώνουν, τα δικά μου θαμπώνουν γιατί θαρρώ πως κάποιο σκουπίδι τρύπωσε μέσα τους και τα κάνει να υγραίνονται.
«Από πού είσαι; Δεν μου είπες ποτέ!» Τη ρωτάω για να σπάσω τον πάγο που ραγδαία εξαπλώνεται γύρω μας και απειλεί να μας τυλίξει.
«Από τη Θεσσαλονίκη είμαι. Από την Καλαμαριά».
«Κι έμενες εκεί μέχρι τώρα;» Φέρνω το χέρι μου κάτω στο σαγόνι και την κοιτώ προβληματισμένος.
«Εκεί, ναι!»
«Πού αλήθεια σύχναζες; Πολύ θα ήθελα να ξέρω. Πώς και δεν έτυχε ποτέ να σε συναντήσω; Μα τόση ατυχία πια;» Δαγκώνω το πάνω χείλος μου και ύστερα ανοίγω τα δυο μου χέρια και τα αφήνω να πέσουν ξέψυχα κάτω, θέλω να της δείξω πως είμαι απηυδισμένος.
«Μην είσαι κουτός. Είναι μεγάλη η Θεσσαλονίκη, λογικό είναι να μην έχουμε ξαναβρεθεί κάπου. Κι ύστερα πού ξέρεις, μπορεί να συναντηθήκαμε και να μη μου έδωσες την ίδια προσοχή με τώρα. Ποτέ δεν ξέρεις. Άλλωστε είναι τόσο πολλά τα όμορφα κορίτσια που κυκλοφορούν στην πόλη…» Χαμογελάει πονηρά.
Προσποιούμαι τον θυμωμένο. «Αυτό το ενδεχόμενο δεν υπάρχει, ξέχασέ το. Δεν συγκρίνεται καμιά με σένα. Είσαι μοναδική
». Αν και τα πιστεύω τα λόγια που της λέω, ξέρω πως έχει δίκιο. Ίσως κάπου, κάποτε, να συναντηθήκαμε αλλά να μην ήταν γραφτό να έρθουμε πιο κοντά». Ξύνω το κεφάλι μου με απορία.
«Να σου πω, θέλεις να κρατήσουμε επαφή; Ίσα που προλαβαίνω να σου δώσω τη διεύθυνσή μου στην Καλαμαριά». Με προσγειώνει στην πραγματικότητα και μπαίνει απευθείας στην ουσία. Εκεί όπου θα έπρεπε κι εγώ, κανονικά, να στοχεύω.
Τα λόγια περιττεύουν, το νεύμα μου είναι γεμάτο νόημα. Το θέλω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Γρήγορα γρήγορα βγάζει από τον σάκο της ένα στυλό και μια ατζέντα που σπεύδει να την ξεφυλλίσει. Κάπου στο τέλος της σταματάει και από εκεί σχίζει μια σελίδα και παίρνει να γράφει. Το χέρι της τρέμει, στη βιάση της θαρρώ πως τα γράμματα θα συγκρουστούν μεταξύ τους και θα δυσκολευτώ πολύ να τα ξεχωρίσω. Καθυστερεί. Μα τι κάνει, δεν θα προλάβουμε. Τόσο πολλά είναι πια τα στοιχεία της διεύθυνσής της;
Μόλις τελειώνει με κοιτάζει στα μάτια και σχεδόν παρακλητικά μου λέει: «Δώσε μου και εσύ τη δική σου, αν θέλεις. Ακόμα κι αν δεν επιστρέψω ποτέ στην Καλαμαριά, ακόμα κι αν δεν έρθουν ποτέ στην κατοχή μου τα γράμματά σου… θα μου στείλεις ε;» Ρωτάει γεμάτη αγωνία. «Θα προσπαθήσω εγώ να επικοινωνήσω μαζί σου στέλνοντάς σου γράμμα μου στη δική σου τη διεύθυνση. Οπότε, μετά, θα είναι εύκολο να μου στέλνεις και εσύ στην καινούργια μου κατοικία. Αν και δεν θα είναι τόσο απλό εδώ που τα λέμε». Η θλίψη πήρε να την περιζώνει ολοκληρώνοντας την τελευταία φράση της. Μόλις συνειδητοποίησε, έτσι υποψιάζομαι, πως πηγαίνει να συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της και έγινε κάτωχρη. Πώς θα του φαινόταν να αλληλογραφεί με έναν άλλο άντρα;
Βιαστικά παίρνω το στυλό από τα χέρια της, μαζί με το χαρτί που πάνω του έχει γράψει τη διεύθυνσή της και, κόβοντας ένα κομμάτι του από την άκρη, γράφω κι εγώ τη δική μου. Μονομιάς περνάει από το μυαλό μου η σκέψη πως γρήγορα πρέπει να επιστρέψω σπίτι μου, έστω και για λίγο, για να πάρω το γράμμα της. Θεέ μου, μάγια μου έχει κάνει αυτή η κοπέλα;
Δεν ξέρω γιατί αλλά μ’ έχει κυριεύσει το άγχος. Τα χείλη μου πλαταγίζουν, αποφεύγω να της μιλήσω. Νιώθω πως έχω χάσει κάθε ικμάδα μου, μάλιστα φεύγοντας, καθώς κρατάω τον σάκο μου στο δεξί μου χέρι, κάπου σκαλώνει το πόδι μου σκοντάφτω και παραλίγο να πέσω.
Ευτυχώς η Μαργαρίτα έρχεται πίσω μου και την τελευταία στιγμή με συγκρατεί. Με ακολουθεί μέχρι την πόρτα της εξόδου. «Να προσέχεις! Και να μη χαθούμε, ε;» Διακρίνω ένα τρέμουλο στη φωνή της.
Αποτυπώνονται τα λόγια της στο μνημονικό μου. Οδηγός θα γίνουν στο μέλλον, είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό.
Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι και σφίγγω τα χείλη. «Να μου γράψεις, ε; Να ξέρεις πως θα περιμένω το γράμμα σου όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ααα και αν ποτέ χρειαστείς κάτι, οτιδήποτε, μη διστάσεις ούτε στιγμή να μου το ζητήσεις. Είμαι ικανός να κάνω τα πάντα για να είσαι ευτυχισμένη».
«Υποσχέσεις που θα χαθούν μόλις κατεβείς από το τρένο».
«Υποσχέσεις που θα γίνουν όρκος τιμής».
Σήκωσε τα φρύδια και με κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια. Ο χρόνος μας είχε πια τελειώσει. Μόλις αυτή τη στιγμή πρόσεξα πως το τριαντάφυλλο που της έδωσα το πέρασε στα μαλλιά της, πάνω από το αριστερό της αυτί. Είναι τόσο όμορφη που μου δίνει την αίσθηση πως είναι απλά μια ψευδαίσθησή μου. Μια πολυπόθητη φαντασίωση.
Με συνεφέρνει αλλά και με συνεπαίρνει το άγγιγμά της. Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν με τα δικά μου, μόνο που πριν προλάβω καλά καλά να απολαύσω τη στιγμή και να συνταιριάξω τα συναισθήματά μου, το ψυχικό μας δέσιμο, με την επαφή που έχουμε η δυο μας στην απόληξη των άκρων μας, τα αποτράβηξε με έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Καλές σπουδές! » Μου εύχεται ολόψυχα!
«Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση, Μαργαρίτα!»
Τίποτα άλλο δεν ειπώθηκε μεταξύ μας. Το τέλος έμοιαζε προδιαγεγραμμένο. Κάθε ελπίδα μου έσβησε στις ράγες του τρένου που την έπαιρνε μακριά μου. Δεν θα την ξανάβλεπα. Ή μήπως… γίνονται άραγε θαύματα;

Back to top button