Καστοριά

Εδώ Θεσσαλονίκη… (της Ουρανίας Μπάγγου)

Η κυρία Μαίρη μπαίνει ασθμαίνουσα  στο μαγαζάκι που φτιάχνει καφέδες. Είναι που σέρνει μια ογκώδη βαλίτσα και τάχει και τα χρονάκια της. Πόσων χρονών είναι δεν είναι φανερό, γιατί σήμερα οι γυναίκες από ένα σημείο  και πάνω είναι απροσδιόριστης ηλικίας.

Έναν καπουτσίνο, παρακαλώ, λέει, χωρίς ζάχαρη και με μπόλικη κανέλα.

Η κοπελίτσα απέναντί της την κοιτάει χαμογελαστά και αμέσως μετά γυρίζει  να τον ετοιμάσει.

Η κυρία Μαίρη την περιεργάζεται. Είναι μικροκαμωμένη, ξανθούλα, με καστανά μάτια που οι  επιδέξιες γραμμές γύρω τους  τα κάνουν να φαίνονται  σχιστά.  Το προσωπάκι της είναι νόστιμο, σχεδόν παιδικό. Πληρώνει και την ρωτά αν μπορεί να καθίσει στο τραπεζάκι που είναι έξω γιατί περιμένει κάποιον να της φέρει τα κλειδιά για το διαμερισματάκι της που είναι ακριβώς απέναντι.

Φυσικά, να καθίσετε όσο θέλετε, λέει το κορίτσι, περάστε  όμως λίγο πιο μέσα, έχουμε κι άλλο τραπεζάκι   με  δυο καρέκλες. Έξω κάνει κρύο,  τρεις βαθμούς πάνω από το μηδέν είναι η θερμοκρασία. Ιανουάριος βλέπετε.

Η κυρία ευχαριστεί και κατευθύνεται στο βάθος. Αισθάνεται ανακουφισμένη που έπεσε επάνω σε ένα φιλικό πρόσωπο.  Βάζει την βαλίτσα της σε μία άκρη και κάθεται, χωρίς να βγάλει το παλτό της. Πίνει τον καφέ της μα φανερή ηδονή,  χαλαρώνει.

Έχει ησυχία.  Αυτή την μεσημεριανή ώρα οι καφέδες δεν έχουν μεγάλη ζήτηση.

-Να ρωτήσω το όνομά σου; λέει στην μικρή.

-Ηρώ με λένε, της απαντά. Κι εμένα Μαίρη, ανταπαντά εκείνη.

-δεν δουλεύεις πολύ καιρό εδώ. Έτσι δεν είναι;  δεν σε έχω ξαναδεί.

-δυο μήνες μόνο.

-σπουδάζεις κάτι;  ναι, πηγαίνω σε μια σχολή αισθητικής, νύχια- μακιγιάζ, μασάζ. Και μένω δίπλα σε ένα εισόγειο. Είκοσι πέντε τετραγωνικά, όλο κι όλο, και χωρίς επίπλωση και θέρμανση. Πληρώνω τριακόσια ευρώ το μήνα μόνο για το νοίκι.

-δύσκολοι οι καιροί. Δεν βοηθάνε λίγο και οι γονείς;

-δεν γίνεται! Η μαμά μου δηλαδή. Μεγαλώνει τα τρία μικρότερα αδέρφια μου, εγώ είμαι είκοσι δύο. Ο μπαμπάς μου είναι αλκοολικός, ζει σε κέντρο αποκατάστασης.

-μάλιστα.

-την μαμά μου την αγαπώ πολύ. Σε δυο δουλειές δουλεύει, είναι ηρωίδα.

-δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, μόνο κουβέντα να γίνεται.

-μη στενοχωριέστε, εμένα αυτή είναι η καθημερινότητά μου.  Ά, να πω

και   κάτι ευχάριστο. Την Κυριακή θα πάω σε ένα περιοδικό μόδας για

φωτογράφιση.

-καλό αυτό, αλλά να έχεις το νου σου.

– ξέρω απ’ αυτά, φυλάγομαι.

Στην πόρτα κοντοστέκεται ένα ευθυτενές παλικάρι, διπλάσιο στο ύψος από την μικρή, που χαμογελά διάπλατα. Είναι το αγόρι της. Την πλησιάζει με τρυφερότητα, κοιτιούνται στα μάτια. Η κυρία Μαίρη κάνει πως χαζεύει στο κινητό της, θέλει να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν ελεύθερα αναμεταξύ τους. Η Ηρώ, όμως, γυρίζει και τους συστήνει. Βαγγέλη  να σου γνωρίσω την κυρία Μαίρη, περιμένει να της φέρουν τα κλειδιά της και μου κάνει παρέα. Ο Βαγγέλης την κοιτά ήρεμα, χαίρω πολύ της λέει. Μοιάζει λίγο με αγαθό γίγαντα, συμπαθητική φάτσα. Γεια σου Βαγγέλη, του απαντά.

Της αρέσει να ψάχνει τα πρόσωπα των ανθρώπων, πώς κινούνται ανάμεσα στους άλλους,  αυτά που τρώνε την ψυχή τους. Πιστεύει ότι άνθρωπος είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έφτιαξε η Φύση. Είναι γιατί κι αυτή ανήκει στο είδος τους ή είναι μια παγκόσμια αλήθεια, που οφείλεται στον εγκέφαλό μας; δεν μπορεί να κατασταλάξει.

Προς το παρόν ξεχνάει τα κλειδιά της και ο νους της συγκεντρώνεται στα δυο παιδιά.

Ο Βαγγέλης κοιτά την βαλίτσα της.

– από που έρχεστε; την ρωτά.

-από την  Καστοριά.

-έχει κι εκεί κρύο, εε;

-λίγο περισσότερο από δω.

Γυρίζει στην Ηρώ, αύριο είμαι βραδινός την ενημερώνει.

Η κυρία Μαίρη  στρέφει την καρέκλα της προς το μέρος του.

-μπορώ να ρωτήσω πού δουλεύεις; του απευθύνεται.

-τεχνικός είμαι στην vodafon. Πριν ήμουν στο στρατό σε ένα νησί, με εφτακόσια ευρώ. Πώς να νοικιάσεις σπίτι, τί να περισσέψει για να ζήσεις;

-εεέ ναι, δύσκολα είναι. Κι εμένα η κόρη μου έφυγε στο εξωτερικό.

-δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα, εδώ είναι η πατρίδα μου, εδώ είναι όλα όσα έχω. Τα καταφέρνω μέχρι στιγμής, κουτσά-στραβά. Στο τέλος μάλλον θα καταλήξω με τον πατριό μου στην ψαραγορά.

-εμείς, στα χρόνια σας, αμέσως βρίσκαμε δουλειά, άλλοι καιροί τότε.

-δεν θέλω να σας μαυρίσω την ψυχή, αλλά ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Οι πλούσιοι πλουτίζουν ακόμα περισσότερο και οι φτωχοί λιμοκτονούν.

-πες το ψέματα!

-και το κακό τρυπώνει από παντού. Ναρκωτικά, τζόγος  από τα κινητά,  όσα θες, και οι πιτσιρίκες πηγαίνουν με γεροξούρηδες για το χρήμα. Γνωστοί μου άνοιξαν μαγαζάκια με κεφάλαιο που μάζεψαν από ντελίβερι  χασίς και κόκας. Κι ο ένας άνθρωπος είναι έτοιμος να φάει τον άλλον.

-Πάντα θα υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, που τους μεγαλώνουν σωστές μανάδες και  λογικοί πατεράδες.

-ναι, σίγουρα, αλλά ο κόσμος γίνεται όλο και πιο άγριος.

-πάντα άγριος και σκληρός ήταν, αγόρι μου. Φρόντισε μόνο να έχεις καλούς φίλους γύρω σου και καλή σύντροφο, να μην είναι αρπακτικά, να σε σέβονται. Κι από το κακό μακριά, όπου φύγει φύγει.

Βλέπει να έρχεται ο κύριος που της φέρνει τα κλειδιά της. Σηκώνεται κι απευθύνεται  στα παιδιά. Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, είστε σαν λουλουδάκια  που φύτρωσαν ανάμεσα στις πέτρες. Να έχετε  μια καλή ζωή.

Βάζει  τα κλειδιά  στην τσέπη της,  παίρνει την βαλίτσα της κι απομακρύνεται με αργό βήμα.

Τα χαμόγελα των δυο παιδιών την ακολουθούν.

Back to top button