Μια θρηνητική μελωδία
Έφτασε η 3η Οκτωβρίου 1943, η μέρα που η παγκόσμια γνώμη χαρακτήρισε ως Μια θρηνητική Μελωδία. Οι Ναζί αιματοκύλησαν την Ελλάδα. Και κυρίως την Β. Ελλάδα. Οικισμοί αφανίστηκαν κάτω από τη μανία της γερμανικής μπότας. Οι θηριωδίες τους υπήρξαν παραδειγματικές, με όλο το μίσος τους να ξεδιπλώνεται εναντίον των αμάχων ανθρώπων της πατρίδας μας. Ο τόπος μας έχει το μερίδιο του σ’ αυτόν τον θρήνο. Το 24ωρο του μεσημεριού της 3ης Οκτωβρίου με το αντίστοιχο της 4ης δικαιολόγησε απόλυτα τον τρομακτικό τίτλο της ημέρας.
Η αρχή γενομένη εκ Λάγκας. Αρχίζει η 1η οργανωμένη επιχείρηση των Γερμανών για την εκκαθάριση του Γράμμου από τους αντιστασιακούς. Αυτή ήταν και η πρώτη πυρπόληση του χωριού. Είναι γεγονός ότι και στις 2 εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Λαγκιώτες δεν θρήνησαν θύματα ανάλογα της καταστροφής. Ο λόγος είναι ότι ευτυχώς ειδοποιούνταν κάθε φορά για την επικείμενη επίθεση, από τους Βρετανούς. Τους Εγγλέζους, όπως τους έλεγαν. Η σχέση ανταρτών- Βρετανών ήταν αμφίδρομη. Η κάθε πλευρά ζητούσε να απομυζήσει τα αγαθά και τα βέλτιστα γι’ αυτήν.
Οι αντάρτες κατά βάση συντηρούνταν και καθοδηγούνταν από τους συμμάχους Βρετανούς. Η ανάπτυξη του αντιστασιακού αγώνα οφείλεται αποκλειστικά στην ενίσχυση με λίρες, χρυσό, όπλα, πολεμικό υλικό, άρβυλα, ρουχισμό, ιατροφαρμακευτικό υλικό από τα αεροσκάφη της RAF. Καμία αντιστασιακή ενέργεια δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς αυτή την ενίσχυση. Οι Άγγλοι τροφοδοτούσαν με εφόδια και χρήματα, την κινητήριο δύναμη κάθε εποχής. Αυτά ήταν οι χρυσές αγγλικές λίρες που έδιναν στους αντάρτες, και που για πολλα χρόνια αποτέλεσαν τον στόχο κάθε κυνηγού θησαυρού στην Ελλάδα. Οι Άγγλοι έχοντας ως σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους στόχων, επεδίωκαν την πάταξη των δυνάμεων του Άξονα για δικούς τους λόγους. Οπότε, και περιόριζαν τον ρόλο τους σε περισσότερο αναγνωριστικό και παρατηρητικό, παρά απελευθερωτικό των υπόδουλων Ελλήνων. Όπως εύστοχα είπε ο αρχηγός της Βρετανικής Συμμαχικής Αποστολής στην Ελλάδα, Έντι Μάγιερς στον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα « Στρατηγέ σείς είσθε έξυπνος άνθρωπος, πλήν όμως σας διαφεύγει ένα πράγμα, όπως διαφεύγει απ’ όλους. Εμάς τους Άγγλους μπορείτε να μας καταλάβετε ως άτομα. Την αγγλική πολιτική δεν μπορείτε να την καταλάβετε ποτέ». Σ’ αυτές τις τέσσερις γραμμές συνοψίζεται όλο το νόημα της πολιτικής των Βρετανών στην Ελλάδα την περίοδο 1941-1944. Αρχικά οι Βρετανοί δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία ανταρτικών ένοπλων οργανώσεων που θα χτυπούσαν τον κατακτητή, αλλά περιορίζονταν στις υπηρεσίες παροχής πληροφοριών στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, στη διενέργεια σαμποτάζ και στη μεταφορά Ελλήνων αξιωματικών στο Κάιρο. Αυτή η στάση τους αποθάρρυνε πολλούς Έλληνες πατριώτες Φλεβάρη του 1941 ήρθε σε επαφή με τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Άντονι Ήντεν καθώς και με τον ναύαρχο Τέρλ προτείνοντάς τους να ενισχύσουν την ανάπτυξη οργανώσεων αντίστασης που ένθερμα ο ίδιος υποστήριζε. Η στάση των Βρετανών άλλαξε οριστικά τον Μάρτιο του 1942, όπου υποστηρίζουν ξαφνικά την ανάπτυξη του ανταρτοπολέμου. Ο λόγος ήταν η απασχόληση όσο το δυντόν περισσότερων μονάδων του Γερμανικού στρατού στην Ελλάδα, προκειμένου να δημιουργηθούν νέες εστίες αντίστασης στην φασιστική επέλαση προς όφελος του συμμαχικού αγώνα.
Στην περιοχή υπεύθυνος ήταν ο Captain Patrick H. Evans, Βρετανός σύνδεσμος στη Δυτική Μακεδονία, ο οποίος ήταν τοποθετημένος περισσότερο ως τοποτηρητής των εξελίξεων. Κατέφθασε στην περιοχή τον Σεπτέμβριο του 1943, με θέση Ειδικού Στελέχους Επιχειρήσεων του Βρεατανικού Στρατού, και πέρασε περίπου μισό έτος ως Διοικητής Σταθμού. Ήταν υπόλογος στον Nicholas G. L. Hammond, επίσης Βρετανό αξιωματικό και ειδικό συνεργάτη των αντιστασιακών ομάδων. Γεννημένος στο Ayr της Σκωτίας, ανέλαβε εκτεταμένα ταξίδια πεζοπορίας μέσα από την ανεπτυγμένη ύπαιθρο της Ηπείρου και της Αλβανίας, μελετώντας επιγραφές στα αρχαία ερείπια, απομνημονεύοντας την τοπογραφία, κατακτώντας τις ελληνικές και αλβανικές γλώσσες και γνωρίζοντας τους ντόπιους. Αυτές οι συναντήσεις από πρώτο χέρι κατέστησαν τον Hammond ως ανεκτίμητο και αναντικατάστατο προσωπικό για την Βρετανική Ειδική Διοίκηση Επιχειρήσεων (SOE), την οργάνωση που είχε επιφορτιστεί ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ ώστε να υπονομεύσει τους Γερμανούς στις κατεχόμενες χώρες μέσω συμμαχιών με τοπικές ομάδες αντίστασης.
Ο Hammond μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στην κατεχόμενη Ελλάδα το 1940, αλλά δεν κέρδισε την είσοδο μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Δίδαξε τεχνικές σαμποτάζ στις ελληνικές ομάδες αντίστασης στην κατεχόμενη ιταλική Αλβανία. Τον Απρίλιο του 1941, ο Hammond προσωπικά, κατέστρεψε καταστήματα πληροφοριών που θα αποδεικνύονταν χρήσιμα για τους εισβολείς Γερμανούς.
Βρισκόταν ο Evans λοιπόν στην ευρύτερη περιοχή της Λάγκας εκείνη την εποχή, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης των Γερμανών εκείνη την ημέρα. Ανέφερε ότι οι Γερμανοί δεν ήταν διατεθιμένοι να εμπλακούν έντονα με τις αντιστασιακές ομάδες, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δε συνάντησαν και υπολιγίσιμη αντίσταση από τους αντάρτες. Αναφέρει ότι οι αντάρτες υπερασπίζονταν τα χωριά της επιρροής τους ενάντια στους Ιταλούς αποτελεσματικά, αλλά όχι ενάντια στους Γερμανούς. Έβλεπε την πυρπόληση του χωριού από ασφαλή απόσταση. Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου έκαψαν τη Λάγκα, και την επόμενη μέρα ακολούθησαν τα γύρω χωριά. Αυτά τα χωριά βρισκόταν υπό την προστασία του 1ου Τάγματος της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Κατά τη μαρτυρία του: «Ο Αξιωματικός Διοικητής του Τάγματος μου είπε αργότερα ότι η γερμανική δύναμη περιελάμβανε περίπου 400 Ιταλούς, κάποιους κομιτατζήδες και προσωπικό της ΕΚΚΑ, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω, και η συνολική τους δύναμη ήταν 600- 700 άτομα… Εγώ δεν είδα αληθινή μάχη. Η μοναδική αντιπαράθεση ήταν πυροβολισμοί από τα 1.500 και πέρα μέτρα μακριά. Η τακτική των ανταρτών ήταν να βρίσκονται σε ασφαλή απόσταση. Οι Πολωνοί που είχαν αυτομολήσει από τις Γερμανικές Δυνάμεις και βρίσκονταν μαζί μας, μου είπαν ότι από την πείρα που είχαν από τους Γερμανούς, οι τελευταίοι θα είχαν αποσυρθεί αμέσως αν κάποια Ομάδα Ανταρτών είχε αντιδράσει… Ο Αξιωματικός Διοικητής του Τάγματος είπε ότι η επιτυχία των Γερμανών οφειλόταν στο ότι ως συνήθως οι αντάρτες θεωρούσαν τους Γερμανούς υπερανρθώπους και δεν πολεμούσαν κατά μέτωπο και σε απόσταση βολής». Βέβαια, αυτό δεν είναι υπερβολή. Είναι γνωστό πλέον ότι οι ορδές του Χίτλερ είχαν εξωπραγματικές για τότε δυνάμεις. Ήταν καθημερινή συνήθεια το γεγονός να λαμβάνουν φάρμακα όπως κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, ένα ισχυρό και εξαιρετικά εθιστικό φάρμακο ναρκωτικό που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα. Στόχος ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντοχή και ανοχή στο πεδίο της μάχης. Οι αντοχές και οι αγριότητες λόγω εθισμού και έλλειψης πλέον κρίσης ή συνείδησης οδήγησαν σε ειδεχθή εγκλήματα και υπεράνθρωπες πράξεις, όπως αυτήν της μάχης στην Πολωνία όπου οι Ναζί στρατιώτες πολεμούσαν για 17 μέρες συνεχώς. Πως να το ξεπεράσει κανείς αυτο;
Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της Λάγκας σώθηκαν. Οι πατεράδες, οι αρχηγοί της κάθε οικογένειας ανέλαβαν να προστατεύσουν τους οικείους τους. Και το έκαναν. Δεν έγινε Ολοκαύτωμα όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Και βέβαια υπήρξαν θύματα. Και τεράστιες καταστροφές. Δόθηκε από τους αντάρτες η είδηση ότι έρχονται οι Γερμανοί, καθώς και η διαταγή να εκκενωθεί το χωριό. Οι Γερμανοί έρχονταν πάντα από την Καστοριά, με ενωμένες δυνάμεις από το Άργος Ορεστικό, μέσω Νεστορίου. Έτρεξαν οι νυκοκυραίοι να σώσουν την οικογένεια τους και ό, τι μπορούσαν για να τους βοηθήσει να βγάλουν τη νύχτα στο βουνό. Πήγαν να μείνουν σε σταβλικές εγκαταστάσεις τους στο βουνό, σε σπηλιές της περιοχής, και όποια κρυψώνα γνώριζε ο καθείς, την οποία δε μπορούσε να υποψιαστεί ή να φτάσει ο κατακτητής. Απόγευμα ήταν και μόλις είχε επιστρέψει ο κόσμος από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές του εργασίες, και τα μάζεψαν όπως- όπως και προσπάθησαν να προστατεύσουν τις οικογένειες τους.
Αυτήν λοιπόν την 1η φορά που οι Γερμανοί επιτέθηκαν στο χωριό, το έκαψαν κατά 60%-70%. Όρθια απόμειναν μόνο τα σπίτια που ήταν στο δρόμο τους, και που αν τα πυρπολούσαν δε θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσά τους. Εξ ου και το απομείναν 30%. Έχοντας πάντα μαζί τους κομιτατζήδες, προκλήθηκε και μεγάλο πλιάτσικο παράλληλα. Τις περισσότερες φωτιές αυτοί τις έβαλαν. «Είναι κρυμμένοι στα υπόγεια. Βρείτε. Κάψ’τε. Κάψ’τε». Αυτές τις διαταγές είχαν λάβει οι κομιτατζήδες. Και τις εκτέλεσαν. Γενικά, ο τρόπος που έβαζαν φωτιά τα γερμανικά στρατεύματα ήταν με φλογοβόλα. Όμως η μεγάλη αγριότητα εκδηλωνόταν ως γνωστό πλέον, από πλευράς κομιτατζήδων. Δεν ησύχαζαν αν δεν κατέστρεφαν ό, τι και όσα περισσότερα μπορούσαν.
Μία απώλεια εκείνης της τραγικής ημέρας ήταν ο Αντώνης Ζησόπουλος (Ντόνας). Επρόκειτο για έναν άνθρωπο με ιδιαίτερες ανάγκες που δε μπορούσε να ξεφύγει, και λόγω επιμονής του έμεινε πίσω στο σπίτι του, παρόλες τις εκκλήσεις των συγγενών του για εκκένωση του χωριού. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί ζωντανός μέσα στο σπίτι του. «Φονευθείς εκ Γερμανών» στο πιστοποιητικό θανάτου του.
Επίσης, ένα άλλο θύμα που είχαμε ήταν ένας ηλικιωμένος για την εποχή άνθρωπος, άνω των 70 ετών. Ο Λαγκιώτης αυτός ονομαζόταν Ιωάννης Σαμαράς (Ντάιτσες). Αυτός δεν ήθελε να αφήσει το βιός του στο έλεος των κομιτατζήδων, και έλεγε ότι όταν έφταναν οι εχθροί θα τους καλωσόριζε στον τόπο του και θα ζητούσε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του, να τους κεράσει ένα κρύο νερό… Τον βρήκαν πεσμένο στην αυλή του σπιτιού του, πυροβολημένο. Είχε δεμένο στη μέση του και το γουρούνι του. Οποία βεβήλωσις!
Τότε ήταν που κόπηκε και το χέρι του Αριστείδη Ζούκη.
Τότε οι πληροφορίες των Γερμανών ήταν ότι ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου φιλοξενούσε τους αντάρτες. Και όντως, ήταν ο κοιτώνας τους. Έτσι, ένας λαμπρός ναός κάηκε από χέρια κομιτατζήδων, βέβηλα, εχθρικά προς κάθε τι ελληνικό. Στάχτη έγινε. Δεν απέμεινε τίποτα από αυτόν. Ένα μνημείο πίστης και πολιτισμού έγινε στάχτη λόγω της έχθρας των «Ελλήνων» που πίστευαν ότι εφόσον δε μπορούν να φέρουν την Βουλγαρία στη Λάγκα, θα την κατέστρεφαν. Παράλληλα έκαψαν και το Δημοτικό Σχολείο. Υποτίθεται ότι ήταν και αυτό «αποθήκη ανταρτών». Όμως δεν ήταν. Αντίθετα η δικαιολογία των κομιτατζήδων ήταν πολύ φθηνή για να κάψουν αυτό το «άντρον» Ελλάδας. Δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν την πηγή της ελληνικής γλώσσας άθικτη και ατιμώρητη. Να συνεχίζεται η διάδοση του ελληνικού πνεύματος έτσι ατιμώρητα.
Την επόμενη μέρα το πρωί, η επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων συνεχίστηκε. Καίνε τον Βράχο, τη Νίκη (Βίτσιστα) και το Μελάνθιο στην προέλασή τους προς το Νεστόριο.
Στο Βράχο ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Μόνο το πόδι του Χρήστου Γιώση κόπηκε κατά την επίθεση.
Η Νίκη, αν και μικρός οικισμός, αποτελούσε πυρήνα Αντίστασης στον ξένο κατακτητή. Ήταν ο τόπος συκγέντρωσης των ανταρτών και των αντιστασιακών σε σπουδαιότητα δεύτερος, μετά τη Λάγκα. Οι κάτοικοί της είχαν ιδρύσει ακόμα και δικές τους αντιστασιακές ομάδες. Και ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι να ξεφύγουν. Κι έφυγαν, και κρύφτηκαν στις μπιστιριές. Κι εκεί έζησαν πολύ καιρό μετά. Άλλοι άνθρωποι γεννήθηκαν κάτω απο τα βράχια. Στα γκρεμνά. Κι έκτοτε, ό τι μπορούσαν περισώσουν απ΄ τα γεννήματα τα μάζεψαν. Και τα άλεσαν στο μύλο. Κι έφαγαν ψωμί πικρό από καμένο καλαμπόκι και στάρι. και άλεσσν και βαλάνια (βελανίδια) κι έκαναν ψωμί μ’ αυτά. Κι επέζησαν.
«Και μας είχαν κάψει και ό, τι λίγο είχαμε βγάλει, σιτάρι, καλαμπόκι, και κρύψαμε, αυτά κάηκαν, αυτά μείνανε κάτι λίγα, και αναγκάστηκαν ορισμένοι να βάλουνε και βαλάνια στο ψωμί. Πήγαιναν στο μύλο τα καλαμπόκια καμμένα, μαύρα, τα έβγαζαν από την φωτιά μισοκαμμένα και πήγαινε τ’ άλεθε ο κόσμος. Και μείναμε εμείς σ’ ένα μέρος, σκεπάσαμε, και ήταν ορισμένοι φίλοι του πατέρα μου από τον ΕΛΑΣ, αφού σκοτώθηκε ο πατέρας μου, μάσαν κάτι πλάκες και κάναν ένα μικρό, μία γωνία, βάλαν τα ξύλα, το σκεπάσαν και κάτω καθίσαμε. 6- 7 άτομα. 8 ήμασταν.
Ερώτηση: Που ήταν αυτό;
Απάντηση: Εδώ στο χωριό, εδώ κάτω ήταν. Εκεί καθίσαμε, εκεί ξεχειμάσαμε. Μετά, μόνο ένα γουρουνάκι μας είχαν αφήσει, κι αυτό ήταν τραυματισμένο. Και γέρεψε, κι αυτό και το είχαμε κι αυτό μαζί με μας. Είχαμε μια κουρελού για πόρτα, ένα τσούλι, όταν ήθελε να κατουρήσει, με συγχωρείτε, να κάνει τ’ αυτό του, έβγαινε το γουρούνι έξω. Τι μυαλό είχε. Και ξανά, καθότανε, δίπλα σ’ εμάς καθότανε.
Ερώτηση: Που να το σφάξεις μετά.
Απάντηση: Ναι. Και σε μια γωνία ανάβαμε φωτιά, και κάπνιζε και έβγαινα έξω κι έκλαιγα εγώ. Τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει απ’ τον καπνό, δεν αντέχαμε. Έτσι ξεχειμάσαμε. Ξυπόλητοι και δεν είχαμε ρούχα. Δε μας είχαν αφήσει τίποτε. Όλα είχαν καεί. Ψάχναμε καμιά κονσέρβα να βρούμε, από τους Γερμανούς που άνοιγαν τις κονσέρβες, και τι να φκιάναμε; Να βάλουμε λίγο γάλα, να κάνουμε…»
«Στη Νίκη φονεύονται οι: Γρηγοριάδης Σταύρος, Καραγιαννίδης Δημήτριος. Τους βρήκαν στο δρόμο και τους τουφέκισαν. Ιδιαίτερα ο Σταύρος Γρηγοριάδης δε μπορεί να αποτέλεσε απειλή, λόγω της αναπηρίας του. Ο Καραγιαννίδης Δημήτρης προσπάθησε να ξεφύγει και τον πέτυχαν κοντά στην Κοτύλη. Εκεί τον εκτέλεσαν. Και ο Κωνσταντίνος Γουρζουλίδης που είχε κυρήξει Αντίσταση- πραγματικός ΕΛΑσίτης, με δική του διμοιρία κατά του κατακτητή. Τον έπιασαν κοντά στην Ποριά και τον σκότωσαν εκεί. Και θάφτηκε εκεί, μακριά από το σπίτι του.»
Το Μελάνθιο ήταν κόμβος προς το δρόμο για το Νεστόριο. Εκεί υπήρχε το πολιτικό γραφείο του ΕΑΜ, οπότε και αποτελούσε απειλή για τους Γερμανούς. Και οι απλοί άνθρωποι τράβηξαν όλο το κακό. Ευτυχώς ειδοποιούνταν για τις επιδρομές και την τελική πυρπόληση από αντάρτες που περιπολούσαν την περιοχή. Αλλά το φευγιό στις μπιστιριές και τις άλλες κρυψώνες δεν ήταν εύκολο.
«Και ήταν και η αδελφή μου έγκυος, και μας είπαν θα ‘ρθουν οι Γερμανοί, και πάλι τα ίδια. Έφτιαξαν οι γονείς μας μέσα στο δάσος καλύβες και κρυβόμασταν. Αχ, με κάνατε και τα θυμάμαι. Είδατε; Πολύ τα θυμάμαι. «Έρχονται οι Γερμανοί. Aλλά έχουν κακό σκοπό». Πως προλάβαμε; Στην Πλάκα, που λέμε. Τα λέγω και νομίζω εκείνη η ώρα έιναι. Εμείς φεύγαμε και οι σφαίρες έπεφταν: τσβββ! πως να το πω να το καταλάβετε; Ακούγαμε τις φωνές τους. Αλλά κανένας δεν έπαθε τίποτα. Πήγαμε, φτάσαμε στην καλύβα, μπήκαμε μέσα. Αυτοί όμως δε μας βρήκανε στην καλύβα. Ναι, απ’ τη Νίκη ήρθανε σε μας. Περάσανε απ’ τη Νίκη και ήρθανε στο χωριό. Κι απ’ της Νίκης το βουνό, απ’ εκεί ήτανε η καλύβα, κι αντίκρυ μας είδανε. Εμένα φωνάζανε, λέγαν οι γονείς μου- το μωρό γεννήθηκε κι έκλαιγε- «κλείσ’ το το στόμα του».
Ερώτηση: Είχανε και τανκς; είχανε και μηχανές; ή ήτανε μόνο πεζικό;
Απάντηση: Όχι πεζή ήτανε. Πεζή ήτανε. Με τα όπλα τους, με όλα, ήτανε και πολλοί, πηγαίνανε. Λες και τους βλέπω. Απ’ τη Βίτσιστα (Nίκη) ξεκινήσανε. Εμείς εκεί ήμασταν κρυμμένοι. Στην καλύβα στη Βίτσιστα. Κι από κει πως κατεβαίναμε, άρχισαν να πυροβολούνε. «Και τώρα, τι θα κάνουμε;»
Ερώτηση: Γιατί πυροβολούσανε; Σας είδανε;
Απάντηση: Γιατί μας είδανε. Και πυροβολήσανε. Λοιπόν κορίτσι μου, και βγαίνουμε όλοι μαζί… λεν οι γονείς μας: «Σηκώστε τα χέρια, να παραδοθούμε». Σηκώνουμε τα χέρια, και ήτανε και η αδελφή μου. Κι εκείνη την ημέρα γέννησε… αχ! ιστορία πολλή. Και βγήκαμε, τους είπαμε «παραδινόμαστε», σηκώσαμε τα χέρια, τέλος πάντων κάναμε ό, τι μας είπανε. Αυτοί από κει πως ήτανε, στο δρόμο που φεύγανε, ένα σπίτι ήταν και μια καλύβα έξω. Και το ‘δωσαν φωτιά. Και μέσα στην καλύβα, το αφεντικό είχε σφαίρες. Είχε όπλα. και σαν άρχισαν να σκάνε, αυτά εγώ τα ‘ζησα. Και αρχίζουν να σκάζουν. Αλλά το ευτύχημα, είχαμε κατηφορίσει μέσα στο λάκκο και ενώ το ήεξραν το μέρος, δε γύρισαν πίσω να μας κάνουν κακό. Αλλά μας φέρθηκαν πολύ άσχημα. Στα πόδια έριχναν τις σφαίρες. Ήτανε πολύ κακία. Οι Γερμανοί πολύ μας πληγώσανε. Τέλος πάντων, ήρθανε, δώσανε φωτιά το χωριό. Πολύ δύσκολη ώρα. Τι να κάνουμε; Να ‘ρθούμε; Τρέχουν οι γονείς, όσοι όσοι προλάβανε.
Στο Μελάνθιο φονεύονται οι: Μουρατίδης Αλέξανδρος και Μουρατίδης Γεώργιος. Επίσης, τραυματίες εκ ναρκών είναι οι: Αχιλλέας Γαβριηλίδης Νικόλαος Σπυρόπουλος και Ιωάννης Παναγιωτίδης.
Χάθηκαν τα χωριά, αλλά οι άνθρωποί τους τα ξαναέστησαν από την αρχή. Τίποτα δεν τους έβαλε κάτω. Ο τόπος μας γνώρισε μεγάλο κακό από τους κατακτητές. Επιτάξεις ζώων και περιουσίας, απώλεια της ιερής για τους Έλληνες Ελευθερίας και απώλεια σε ζωές τόσο άδικη, που ακόμα και σήμερα οι θύμησες είναι νοσηρές. Ας μην ξεχάσουμε όμως ποτέ. Ποτέ. Για να μην πάνε τόσες θυσίες χαμένες. Για να βλέπουμε την πατρίδα μας καμαρωτή και αγέρωχη όπως την παραλάβαμε από αυτούς που την ανέστησαν.
Τους αξίζει η τιμή και ο σεβασμός μας.
Μαρία Παπαϊωάννου