Εκδήλωση μνήμης για τα 77 χρόνια από την καταστροφή της Λάγκας.
Το ιστορικό από την πρόεδρο του Συνδέσμου Λαγκιωτών «Άγιος Νικόλαος» και εκπρόσωπο της επιτροπής Μαρτυρικών χωριών Δ. Άργους Ορεστικού κ. Μαρία Παπαϊωάννου
Ρεπορτάζ και μεγάλη σειρά φωτογραφιών από τις εκδηλώσεις μνήμης ΕΔΩ
77 χρόνια πέρασαν από τη μαύρη εκείνη ημέρα που η Λάγκα γνώρισε την θηριωδία του Ναζιστικού κτήνους. 77 χρόνια και οι θύμησες είναι ζωντανές. Ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα στις διηγήσεις των μεγαλυτέρων όπου κι αν σταθούν. Τις φέρνει ο λόγος, τις φέρνει ο νους. Και βρισκόμαστε εδώ σήμερα να μνημονεύσουμε, να τιμήσουμε και να μην ξεχάσουμε όλους αυτούς που δεινοπάθησαν γιατί απλώς και μόνο κατοικούσαν σ’ αυτόν τον αγαπημένο τόπο.
Αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας, η Λάγκα. Και τι κάνουν οι Έλληνες; Αυτό που ξέρουν καλά. Από καταβολής κόσμου και δημιουργίας του Ελληνικού κράτους, από τους αρχαίους ακόμα χρόνους, οι Έλληνες δοξάζονταν. Στους περσικούς πολέμους, στο ’21, στο Μακεδονικό Αγώνα, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και εδώ, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα σταθούμε σήμερα. Αποτελεί πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του χωριού, επειδή ο ρόλος που διαδραμάτισε η Λάγκα ήταν καθοριστικός για την ελευθερία του τόπου. Πάντα ελληνικό το φρόνημα και η ψυχή, εξερέθισαν τον κατακτητή ώστε να προσπαθήσει πολλάκις να «συνετίσει» τους ανυπότακτους Λαγκιώτες.
Έτσι ένας κύκλος δοκιμασιών για την πολύπαθη τούτη χώρα ξαναρχίζει. Επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Ανεπίσημα; Περίπου στα μέσα του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Στη Λάγκα, ζωντανές είναι ακόμα οι μνήμες από τους πρώτους βομβαρδισμούς των Ιταλών. Ο λόγος είναι ότι στη Λάγκα υπήρχε εγκατεστημένο το Γραφείο Αεράμυνας. Το Γραφείο ήταν εγκατεστημένο σε μία αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου. Υπήρχε μια διμοιρία στρατού. Υπήρχε και τηλέφωνο για να επικοινωνούν με τα Κεντρικά της Καστοριάς. Το παρατηρητήριο του στρατού, της αεράμυνας, ήταν στα Τζαντήρια, μέσα στις σπηλιές που σχημάτιζαν τα βράχια. Με την κατάλληλη παραλλαγή δεν φαινόταν τίποτα. Ακόμα και που γνώριζαν που περίπου βρισκόταν, οι Ιταλοί ποτέ δεν μπόρεσαν να το ανακαλύψουν και να το καταστρέψουν βομβαρδίζοντάς το. Κάθε απόγευμα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το χωριό. Έμπαιναν στον εναέριο χώρο μέσω Αλβανίας. Η ώρα των «επιθέσεων» ήταν αυτή που επέστρεφε ο κόσμος από τις αγροτικές εργασίες στο σπίτι του. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός. Τίποτα δεν έγινε σ’ αυτόν τον πόλεμο τυχαία. Ενώ λοιπόν, βομβαρδισμοί λάβαιναν χώρα σε όλα τα χωριά περιμετρικά προς εκφοβισμό, στη Λάγκα πάντα βομβάρδιζαν μέσα στο χωριό για να βρουν τον στόχο τους. Είχε ήδη μάθει ο κόσμος να τρέχει και να κρύβεται μέσα σε σπηλιές και κοιλότητες του εδάφους για να προστατεύεται από τις βόμβες των Ιταλών και τις εναέριες επιδρομές τους.
Οι Ιταλοί έφεραν μαζί τους και τη μεγαλύτερη μάστιγα της εποχής: τους κομιτατζήδεςμ ,ία τακτική που διατήρησαν και οι Γερμανοί. Οι κομιτατζήδες ήταν ακόμα πιο άγριοι στη Λάγκα λόγω των καθαρών ελληνικών και πατριωτικών φρονημάτων της. Καθώς επίσης και του γεγονότος ότι ήταν η έδρα της Εθνικής Αντίστασης Γράμμου. Το Υπαρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης της Δυτικής Μακεδονίας. Οι κομιτατζήδες έκαναν τις βρώμικες δουλειές.
Όταν άρχισε η Εθνική Αντίσταση και εγκαταστάθηκαν οι αντάρτες στη Λάγκα, κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις των Ιταλών. Με άλλα λόγια κατέλαβαν το σπίτι του Θανάση Κώτσια ως το Αρχηγείο, και οι λοιπές «υπηρεσίες» στεγάζονταν στο σπίτι του Ιωάννη Καραλή. Υπήρχε το γραφείο στρατολογίας του ΕΛΑΣ. Όλοι εκεί παρουσιάζονταν και από εκεί προωθούνταν για τις διάφορες υπηρεσίες Βοΐου. Στρατολογούνταν οι νέοι για να πατάξουν τον κατακτητή. Ακόμα, ολόκληρο αρτοποιείο είχε στηθεί στη Λάγκα για την τροφοδοσία των ανταρτών. Το υπόγειο του Δημοτικού Σχολείου ήταν το κελάρι τους.
Επίσης, η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε επιτάξει ένα σπίτι προς το ζην. Αυτό του Μιλτιάδη Γεωργίου. Εκεί διέμεναν οι αρχηγοί του 28ου Συντάγματος της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, επισκεπτόμενοι συχνά και από άλλους. Δεν επρόκειτο για τυχαία επιλογή κατοικίας. Το σπίτι χαρακτηρίζεται ως αετοφωλιά, λόγω της μεγάλης προοπτικής που έχει. Ως το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά φτάνει η θέα, με κάθε λεπτομέρεια στο δρόμο και στο βουνό. Δεν υπήρχε περίπτωση να διαφύγει της προσοχής τους καμία παραμικρή κίνηση προς και από το χωριό από οποιαδήποτε διαδρομή.
Βέβαια, όλοι οι αντάρτες ήταν αδύνατο να μείνουν σ’ αυτές τις εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο και διέμεναν μέσα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Λάγκας. Ομοίως και το Δημοτικό Σχολείο, που φέρεται να εξυπηρέτησε ως προς την προσωρινή διαμονή των ανταρτών. Μία ακόμα τοποθεσία προς χρήση των ανταρτών ήταν και ο Άγιος Κωνσταντίνος. Ο χώρος γύρω από τον παμπάλαιο τούτο ναό, κρυμμένος καλά μέσα στο δάσος, αλλά όχι τόσο μακριά από το χωριό, χρησίμευσε ως Κέντρο Εκπαίδευσης.
Ο Αχιλλέας Σπύρου κατέβαινε από τη Λάγκα στο Άργος Ορεστικό. Όμως έξω από τα Λακκώματα έπεσε σε ενέδρα Γερμανών, που τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν με τραίνο στη Γερμανία και στον τελικό του προορισμό: το στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Oranienburg. Οι αιχμάλωτοι εργάζονταν στα κάτεργα. Αλλά το χειρότερο μαρτύριο ήταν η διαβίωση στις φυλακές. Οι δεσμοφύλακες ήταν βάρβαροι. Χτυπούσαν με το παραμικρό, και όχι μόνο δεν έδιναν τροφή, αλλά και έτρωγαν μπροστά στους πεινασμένους τροφίμους. Και όση τροφή τους περίσσευε, αγνοούσαν τα απλωμένα σκελετωμένα από την πείνα χέρια, και επιδεικτικά την ποδοπατούσαν μπροστά τους. Είχε φτάσει ο χειμώνας και είχαν ανακαλύψει νέο τρόπο βασανισμού. Έβαζαν τους αιχμαλώτους όλο το βράδυ μέσα σε κουπάνες λεκάνες με νερό, και αυτό πάγωνε. Το πρωί τους τραβούσαν έξω, και το δέρμα των ποδιών τους που όλο το βράδυ είχε κολλήσει στον πάγο, έμενε εκεί. Τα πόδια του Αχιλλέα ήταν σε όλη του την υπόλοιπη ζωή μαύρα. Δέρμα δεν υπήρχε πάνω τους. Και μετά ήρθαν οι «απελευθερωταί». Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί. Ο Αχιλλέας Σπύρου επέστρεψε στο σπίτι του, στη Λάγκα. Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε.
Όσο μαζεύονταν οι αντάρτες στη Λάγκα, τόσο πιο απόρθητη και απροσπέλαστη γινόταν για τους κατακτητές. Στις 25 Φεβρουαρίου 1943 έγινε σύσκεψη όλων των πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών. Και ήρθε η ώρα που οι Ιταλοί πήραν την απόφαση να κλείσουν το μπλοκ της Καστοριάς την ερχόμενη Παρασκευή. Και ήλθε η μεγαλύτερη ώρα που πάρθηκε η πιο σημαντική απόφαση στη Λάγκα. Και ήχησαν οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου. Και οι κωδωνοκρουσίες ξεσήκωσαν τον κόσμο. Και το μεσημέρι της 2ης Μαρτίου, στο κέντρο του χωριού, στην αυλή- πλατεία του Δημοτικού Σχολείου, μαζεύτηκαν όλοι. Όλοι. Βρήκαν να τους περιμένουν οι αντάρτες αρχηγοί που είχαν πάρει τη μεγάλη απόφαση. Θα κήρυτταν την Εθνική Αντίσταση εναντίον των βάρβαρων κατακτητών. «Θα κάνουμε Επανάσταση, θα κηρύξουμε τον πόλεμο εναντίον του θηρίου». Ο παπα- Νικόλας Παπαϊωάννου, κι ο παπα- Γιαννάκης Καραντίνος, οι δύο ιερείς του χωριού όρκισαν την «Επαναστατική κυβέρνηση» και άρχισε μεγάλο γλέντι, ισάξιο του επερχόμενου αγώνα. Οι δύο ιερείς ηγήθηκαν του χορού κρατώντας ως λάβαρο της Επανάστασης την καλύτερη σημαία του χωριού. Και κατατάγηκαν όλοι, νέοι και γηραιότεροι. Και βγήκαν τα όπλα από τις κρυψώνες τους. Όπλα που είχαν μαζέψει οι Λαγκιώτες από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και που ποτέ δεν παρέδωσαν στους Ιταλούς. Ήρθε η ώρα τους να γυαλιστούν, και συντηρηθούν και να βρουν την χρήση τους. Πήραν οι άντρες λοιπόν τα όπλα, και δεν είχαν καν μέσα στην φτώχεια τους ιμάντες να τα κρεμάσουν στον ώμο τους. Όμως δεν πτοήθηκαν. Τα κρέμασαν με σχοινιά και με ζωνάρια. Και ρίχτηκαν στον αγώνα με λύσσα.
Κάπου εκεί ένα έγκλημα που διεπράχθη ήταν αυτό της σύλληψης και ομηρίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη των αδελφών Παναγιώτη και Περικλή Ριζοπούλου. 13 μήνες βασανιστηρίων και επιβίωσης κυριολεκτικά σε απάνθρωπο περιβάλλον, όπου τη μέρα βασανίζονταν και τη νύχτα παρακολουθούσαν τους μεθυσμένους Ναζί να χορεύουν και να σκυλεύουν τα πτώματα των άτυχων φυλακισμένων. Επεισοδιακή η δραπέτευσή τους, αλλά τουλάχιστον υπήρξε επιτυχής. Ευτυχώς.
Έξι μήνες μετά, έφτασε η 3η Οκτωβρίου 1943, ημέρα Κυριακή. Η μέρα που η παγκόσμια γνώμη χαρακτήρισε ως Μια θρηνητική Μελωδία. Και η Λάγκα έχει το μερίδιο της σ’ αυτόν τον θρήνο.
Αρχίζει η 1η οργανωμένη επιχείρηση των Γερμανών για την εκκαθάριση του Γράμμου από τους αντιστασιακούς. Είναι γεγονός ότι και στις 2 εκκαθαριστικές επιχειρήσεις οι Λαγκιώτες δεν θρήνησαν θύματα ανάλογα της καταστροφής. Ο λόγος είναι ότι ευτυχώς ειδοποιούνταν κάθε φορά για την επικείμενη επίθεση, από τους Βρετανούς. Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου έκαψαν τη Λάγκα. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της σώθηκαν. Και βέβαια υπήρξαν θύματα. Και τεράστιες καταστροφές. Δόθηκε όμως από τους αντάρτες η είδηση ότι έρχονται οι Γερμανοί, και πρέπει να εκκενωθεί το χωριό. Έτρεξαν οι νοικοκυραίοι να σώσουν την οικογένεια τους και ό, τι μπορούσαν για να τους βοηθήσει να βγάλουν τη νύχτα στο βουνό. Πήγαν να μείνουν σε σταβλικές εγκαταστάσεις τους στο βουνό, σε σπηλιές της περιοχής, και όποια κρυψώνα γνώριζε ο καθείς, την οποία δε μπορούσε να υποψιαστεί ή να φτάσει ο κατακτητής. Οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Όρθια απόμειναν μόνο τα σπίτια που ήταν στο δρόμο τους, και που αν τα πυρπολούσαν δε θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσά τους. Έχοντας πάντα μαζί τους κομιτατζήδες, προκλήθηκε και μεγάλο πλιάτσικο παράλληλα. Τις περισσότερες φωτιές αυτοί τις έβαλαν. «Είναι κρυμμένοι στα υπόγεια. Βρείτε. Κάψτε. Κάψτε». Αυτές τις διαταγές είχαν λάβει οι κομιτατζήδες. Και τις εκτέλεσαν.
Μία απώλεια εκείνης της τραγικής ημέρας ήταν ο Αντώνης Ζησόπουλος. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο με ιδιαίτερες ανάγκες που δε μπορούσε να ξεφύγει, και λόγω επιμονής του έμεινε πίσω στο σπίτι του, παρόλες τις εκκλήσεις των συγγενών του. Το αποτέλεσμα ήταν να καεί ζωντανός μέσα στο σπίτι του. Επίσης, ένα άλλο θύμα ήταν ένας ηλικιωμένος, ο Ιωάννης Σαμαράς. Αυτός δεν ήθελε να αφήσει το βιός του στο έλεος των κομιτατζήδων. Τον βρήκαν πεσμένο στην αυλή του σπιτιού του, πυροβολημένο. Του είχαν δέσει στη μέση του και το γουρούνι του.
Στις πληροφορίες των Γερμανών ήταν ότι ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου φιλοξενούσε τους αντάρτες. Και όντως, ήταν ο κοιτώνας τους. Έτσι, ένας λαμπρός ναός κάηκε, στάχτη έγινε. Παράλληλα για τον ίδιο λόγο έκαψαν και το Δημοτικό Σχολείο.
Και όταν πέρασαν λίγες μέρες και ηρέμησαν τα πράγματα, γύρισαν πίσω οι Λαγκιώτες και αντίκρισαν τα σπίτια τους καμένα, την όποια περιουσία τους κατεστραμμένη. Και ξεκίνησε αμέσως το δύσκολο έργο της αποκατάστασης των ζημιών βιαστικά λόγω του επικείμενου χειμώνα. Όσοι είχαν την «τύχη» να μην καταστραφεί το σπίτι τους φιλοξένησαν κοντινούς τους συγγενείς. Συμμάζεψαν ό, τι μπορούσαν από την καμένη σοδειά και σπυρί- σπυρί την άλεσαν να έχουν ψωμί να φάνε. Όμως επειδή ακριβώς ήταν καμένα όλα, ή μισοκαμένα, το αλεύρι ήταν επίσης μισοκαμένο στην καλύτερη περίπτωση, οπότε και το ψωμί ήταν πικρό.
Το 1943 κλείνει και παίρνει μαζί του και μια ακόμα ζωή. Ο Ανδρέας Δήμου, νεανίας που διένυε τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, κατατάγηκε εθελοντής να πολεμήσει τους εχθρούς της Ελλάδας. Σκοτώθηκε στη μάχη σχεδόν αμέσως, αφού δεν είχε τίποτα από τον απαραίτητο εξοπλισμό, ούτε καν κράνος. Η πρώτη ριπή τον κατέταξε μεταξύ των μαρτύρων αυτού του τόπου.
Το «κακό» με τους αντάρτες στα βουνά της Πίνδου και του Γράμμου είχε παραγίνει. Οι Γερμανοί δεν ανέχονταν πλέον την παραμικρή ενόχληση από αυτούς. Και η ενόχληση ολοένα και μεγάλωνε. Έτσι, αποφασίστηκε να γίνει μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση, σαν αυτές που συνήθιζαν για να εξαλείψουν κάθε απειλή προς αυτούς. Και το κωδικό όνομα αυτής:
STEINADLER= Χρυσαετός. Η κωδική ονομασία της περιοχής της Λάγκας ήταν ΧΧΙΙ. 18.000 στρατιώτες Γερμανοί επιστρατεύτηκαν για τον σκοπό αυτό. Από κάθε μέρος των δυνάμεων του Άξονα, από κάθε μέτωπο με τους ικανότερους πολεμιστές για δύσβατες περιοχές. Η Steinadler απαρτίζονταν από τις παρακάτω ομάδες στρατού:
Μεραρχία Πάνθηρα των Γρεναδιέρων της Αστυνομίας των Ες Ες, Διοικητής της ήταν ο Alfred Wunnenberg, που είχε και το Σύνταγμα Πυροβολικού 4, και διοικητής του ήταν ο Johannes Scherg της Αστυνομίας Πάνθηρα των Ες Ες- Τμήμα 4. Οι υπόλοιπες ομάδες που απάρτισαν την Steinadler ήταν οι εξής: η Μεραρχία Βουνού με Διοικητή τον Ιππότη Walter Stettner von Grabenhofen, το Τάγμα Κυνηγών Βουνού 54 με Διοικητή τον Ταγματάρχη Wilhelm Spindler, και το 22ο Σώμα στρατού Βουνού με Διοικητή τον Στρατηγό της Βέρμαχτ Hubert Lanz. Όλοι αυτοί οι παραπάνω άνθρωποι και οι υποτακτικοί τους είναι υπεύθυνοι για την άλωση της Λάγκας. Ήρθαν να κάψουν, να λεηλατήσουν, να σκοτώσουν. Όποιον βρουν, όχι μόνο αντάρτες ή Έλληνες πολεμιστές. Όλο τον άμαχο πληθυσμό.
Για την Δευτέρα 3 Ιουλίου ορίστηκε η μεγάλης σημασίας για τους Γερμανούς επιχείρηση. Οι ομάδες είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν την διαταγή έναρξης. Όμως λόγω καθυστέρησης κυρίως των τμημάτων των SS, αυτή αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα. Μια μέρα παράταση ζωής πήρε το χωριό. Την Τρίτη 4 Ιουλίου 13.35μμ άρχισαν όλα. Ξεκίνησε η στρατιά από την Καστοριά. Συναντήθηκε με όμοιούς της και ενισχύθηκε στο Άργος Ορεστικό. Και ερχόμενοι στο Νεστόριο, απόγευμα πλέον, έμειναν εκεί να εκτελέσουν το ανόσιο έργο τους.
Τα παραπάνω τμήματα στρατού ενώθηκαν με τις 4 ομάδες που έφεραν τα ονόματα του ορίζοντα: Ομάδα Βορράς, Ομάδα Νότος, Ομάδα Ανατολή, Ομάδα Δύση. Πάρα πολλοί πολεμιστές για ένα τόσο μικρό μέρος. Και φυσικά δεν έλειπαν οι κομιτατζήδες. Το ύψωμα του Νεστορίου «το 1170», είναι ένα ύψωμα ανάμεσα στο Νεστόριο και στη Λάγκα. Από εκεί και πιο πίσω, πιο ψηλά, από τον Κόκκινο Βράχο Νεστορίου έγινε η επίθεση στη Λάγκα. Από μαρτυρία: «Είχαν εκείνη τη μέρα ένα διαβολεμένο στόχο, μέσα στη Λάγκα έπεφταν. Γκράου!!!. Περνούσαν οι οβίδες πάνω από τα κεφάλια μας. Τα κανόνια, τα εικοσιπεντάλιμπρα, όπως τα λέγαμε, δε σταμάτησαν να ρίχνουν. Φωτιά, είχε πάρει η Λάγκα, φωτιά».
Και στη συνέχεια, επιτέθηκαν με το στράτευμα και τους κομιτατζήδες. Να μη μείνει πέτρα, πάνω στην πέτρα. Να βρουν τους αντάρτες και να τους εξαφανίσουν. Και μαζί μ’ αυτούς, όποιον βρεθεί στο δρόμο τους.
Ανέβασαν και τους όλμους στα Όντρια. Κι επιτίθονταν σε ό, τι κινούνταν εκεί μέσα. Κυνηγούσαν κάθε τι ζωντανό, και υπήρχαν πολλοί άμαχοι κρυμμένοι εκεί. Να μη μείνει κανείς ζωντανός. Και πραγματικά έτσι θα ήταν, αν δεν επενέβαιναν για άλλη μια φορά οι Βρετανοί να ενημερώσουν τους αντάρτες, οι οποίοι με την σειρά τους τον κόσμο, να φύγει. Να εγκαταλείψει το χωριό γιατί θα γίνει χαλασμός. Και έφυγαν όλοι ευτυχώς. Γιατί μπήκαν στα σπίτια, λεηλάτησαν, έκαψαν, κατέστρεψαν.
Και όταν πλέον δεν είχε μείνει κάτι να ισοπεδώσουν, πήραν τον ανήφορο για το Κρυονέρι. Εκεί ήταν ο δρόμος που θα τους οδηγούσε μακριά, στην Ήπειρο. Και δεν ξαναφάνηκαν στο χωριό, αλλά δεν υπήρχε και λόγος. Ό, τι ζημιά ήταν να κάνουν, την προκάλεσαν και με το παραπάνω. Το βράδυ είχε κοκκινίσει ο ουρανός. Το έβλεπαν το αποτρόπαιο θέαμα από τις κρυψώνες τους οι Λαγκιώτες και ξαναζούσαν τον γνώριμο εφιάλτη.
Ξεκίνησαν οι Γερμανοί από την Πλακαριά μέσα και έφτασαν το «Κόνισμα». Στον Αι- Λιά, μέσα από το ρέμα. Εκεί είχε βρει καταφύγιο η Γεωργία Τούλη. Ο θάνατός της από τα εχθρικά βόλια ήταν ακαριαίος. Εν ψυχρώ εκτέλεση μιας γυναίκας που έτυχε να βρεθεί στο δρόμο τους. Την βρήκαν μετά από δύο ή τρεις μέρες οι χωριανοί τυλιγμένη σε μια κουβέρτα ακόμα ξαπλωμένη εκεί που είχε προσπαθήσει να κρυφτεί.
Και συνέχισαν τον δρόμο τους χωρίς να βρουν το παραμικρό εμπόδιο για το Κρυονέρι, και από εκεί μέσα στα Γούπατα. Εκεί, το βουνό ήταν γεμάτο από Λαγκιώτες. Αρκεί βέβαια να ήξεραν που να τους ψάξουν. Αλλά ευτυχώς δεν ήξεραν. Αρκούσε βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις να σηκώσουν το βλέμμα τους πάνω στα δέντρα. Θεόρατα δέντρα, με πυκνή φυλλωσιά. Τα αγόρια είχαν ανεβεί εκεί πάνω και είχαν κρυφτεί, για να ειδοποιήσουν τον κόσμο για την επέλαση των Ναζί. Και μετά δεν κατέβηκαν. Δεν πρόλαβαν. Έμειναν εκεί παρακολουθώντας έντρομοι το πέρασμα της στρατιάς. «Μιλούνια ήταν. Με τα πόδια, με τις μοτοσυκλέτες, με τα άρματα. Και δε μας είδε κανείς. Κανείς!».
Κι έφτασαν οι Γερμανοί στο Παλιοκριμίνι κοντά, σε σταβλικές εγκαταστάσεις Λαγκιωτών, τόσο αθόρυβα και τόσο κοντά, που έπιασαν τον κόσμο εκεί κυριολεκτικά στα πράσα. Και την ώρα που άρμεγαν τα πρόβατα, μπροστά ήταν ο Γιάννης Καλύβας με τον Αποστόλη Ριζόπουλο, και πίσω ήταν ο Ελευθέριος Γεωργίου και ο Θανάσης Παπαδημητρίου. Ο Αποστόλης Ριζόπουλος γυρίζοντας το κεφάλι του προς την στρούγκα για να πάρει το επόμενο πρόβατο ν’ αρμέξει είδε τους Γερμανούς στο πίσω μέρος, και λέει στο Γιάννη Καλύβα: «Γιάννη! Οι Γερμανοί!» Και ξεκίνησαν και οι δύο για να φύγουν και να κρυφτούνε. Ο μεν Απoστόλης τραυματίστηκε ελαφρά, στάθηκε τυχερός όμως. Όπως έκανε προς τον κατήφορο, βρήκε μια οξιά κούφια, που τον χωρούσε μέσα ο κορμός, και μπροστά είχε φύλλα από τις μπαρμπούτες. Όταν φώναξαν «Αλτ!» ο Γιάννης Καλύβας δεν γύρισε να παραδοθεί. Κι έτσι τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Και έπεσε στο ρέμα μπροστά στον Αποστόλη. Και μπροστά στα μάτια του ο Αποστόλης είδε να αποτελειώνουν οι Γερμανοί τον Γιάννη με την χαριστική βολή. Έπιασαν και τους άλλους δύο, αιχμαλώτους. Τον Ελευθέριο Γεωργίου και τον Αθανάσιο Παπαδημητρίου. Λόγω του περασμένου της ηλικίας, μάλλον, ο Αθανάσιος Παπαδημητρίου, αφέθηκε ελεύθερος. Τον Ελευθέριο Γεωργίου τον πήραν αιχμάλωτο στη Θεσσαλονίκη στου Παύλου Μελά. Και έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Δεν ξαναφάνηκαν οι Γερμανοί στη Λάγκα.
Η Λάγκα θρήνησε και ακόμα ένα παιδί της. Το Νικόλαο Καραντίνο, του Δημητρίου και της Βασιλικής. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ το 1942, και τον Μάρτιο του 1943 κατατάγηκε στον ΕΛΑΣ. Προήχθη σε ανθυπολοχαγό και σκοτώθηκε σε μάχη με τους Γερμανούς εκείνο το καλοκαίρι του 1944 στην Αβδέλλα των Γρεβενών.
Γιατί άραγε συνέβησαν όλα αυτά; Μια μαρτυρία από τον κ. Γιώργο Μαστορίδη, κάτοικο Βασιλειάδας τα λέει όλα: σε ερώτησή μου:
-Γιατί ήταν τόσο σημαντική η Λάγκα;
-Μα… Ελεύθερη Ελλάδα ήταν η Λάγκα»…
Οι Γερμανοί φεύγοντας διά παντός από τη Λάγκα κατευθύνθηκαν στον Πεντάλοφο. Οι μνήμες όμως των ανθρώπων είναι ακόμα εκεί, όχι για άλλο λόγο, παρά για να υπενθυμίζουν ότι το τέρας αυτό που λέγεται πόλεμος γεννάει και πολλαπλασιάζει καθετί κακό στον άνθρωπο και τον κάνει να χάνει την φύση του και κάθε τι καλό που έχει μέσα του. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν, ούτε τους ανθρώπους που χάθηκαν, που βασανίστηκαν, ούτε και ότι η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό. Όλοι οι αγώνες γι’ αυτήν έχουν γίνει. Και όταν μία μικρή Λάγκα τολμάει να σηκώσει το ανάστημά της εναντίον του γίγαντα κατακτητή, τότε η ελπίδα δεν έχει χαθεί! Και κοντά σ’ όλα αυτά, στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει και η συγχώρεση. Εκεί φαίνεται το μεγαλείο του νου και της καρδιάς.
Δύο φορές επιχείρησε ο γερμανικός στρατός Κατοχής να εξαφανίσει το χωριό από τον χάρτη της Ελλάδας, και τις δύο απέτυχε. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να περάσει η Λάγκα στην αθάνατη ιστορική μνήμη ολόκληρης της Υφηλίου. Και η ελληνική καρδιά της να μείνει παροιμιώδης ως σήμερα. Η Λάγκα ανακηρύχτηκε Μαρτυρικό Χωριό και καταγράφηκε στην Ιστορία με το Φ.Ε.Κ. 11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020.
Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω κι έναν τελευταίο χαιρετισμό από τους Καστοριανούς της Νέας Υόρκης, που λόγω της απόστασης δεν έχουν εκπρόσωπο, αλλά παρά όλα αυτά έστειλαν ένα κείμενο με το οποίο χαιρετίζουν την εκδήλωση:
Η ύπαρξη της Μαρτυρικής Λάγκας στο Δήμο Άργους Ορεστικού αποτελεί ξεχωριστή τιμή για όλους μας. Νιώθουμε μαζί με όλους εσάς την ανάγκη να μείνει η ιστορία μας ζωντανή. Να δικαιωθεί αιώνια και να παραμείνει άσβεστη η μνήμη των ηρώων- μαρτύρων προγόνων μας. Πολλές φορές η λέξη «Μαρτυρικός» δε μπορεί να αποδώσει στην πραγματική της διάσταση την θυσία αυτού του τόπου. Δε μπορεί να εκφράσει πόσο πένθος κάλυψε την κοινωνία του χωριού και πόσο πόνο τη γέμισε.
Κλείνει όμως μέσα της όλα τα συστατικά του Εθνικού αγώνα. Δείχνει το τίμημα της κοινής και προσωπικής αντίστασης και του άσβεστου πόθου για την ελευθερία. Οι μνήμες περνάνε στις επόμενες γενιές κι έτσι έγιναν κληρονομιά σ’ εμάς. Θεματοφύλακες αυτών, μοιραζόμαστε με υπερηφάνεια αυτόν τον ένδοξο τόπο. Όλοι εμείς οι Έλληνες, μέσα ή έξω από την Ελλάδα, είμαστε παρόντες όταν πρόκειται για την ιστορία. Είμαστε παρόντες σήμερα μαζί σας για να τιμήσουμε τη μαρτυρική Λάγκα και την ιστορία της. Θα την τιμάμε ως την τελευταία μας ανάσα. Και όταν έλθει αυτή, θα την έχουμε παραδώσει στα παιδιά μας για να κάνουν το ίδιο.
Με υπόκλιση ευλάβειας και τιμής στους νεκρούς και ζωντανούς ήρωες του τόπου
Ο πρόεδρος του Συλλόγου
Δαμιανός Δήμος Σιώκης