Καστοριά

Οι πρώτες σελίδες από τη νέα συλλογή διηγημάτων «Η μνήμη του ξύλου» του Ηλία Παπαμόσχου


«Θα ’ρχόντουσαν τα ξύλα εκείνη τη μέρα. Το φορτηγό μπήκε με την όπισθεν στο στενό και κόντεψε ως τη σκάλα που οδηγεί στο σπίτι μου. Η καρότσα σηκώθηκε, χύθηκαν τα ξύλα με πάταγο και μύρισε σφαγμένο δάσος. Ένας κότσυφας ψέλλισε κάτι και σώπασε. Ο εργάτης που θα κουβαλούσε τα ξύλα δεν είχε έρθει ακόμη κι εγώ έπρεπε να λείψω για μια δουλειά. Όταν επέστρεψα, τον είδα σκυμμένο πίσω απ’ τον σωρό των ξύλων. Ορθώθηκε και μου χαμογέλασε. Τα ξύλα είχαν κλείσει την πρόσβαση στα σκαλιά κι εκείνος άνοιγε ένα μονοπάτι στο πλάι. Ο σωρός μού θύμισε τα φράγματα που χτίζουν κατά μήκος των ποταμών οι κάστορες – τα σκαλιά, ξεραμένου ποταμού κοίτη. Στη μέση τους είναι η είσοδος του σπιτιού. Είδα έναν νεαρό να βγαίνει και ν’ ανηφορίζει, γυμνός από τη μέση και πάνω. Ξανθός, γεροδεμένος, κι έπαιρνε το φως μαζί του. Ήταν ο γιος του εργάτη. Άμα άνοιξε το μονοπάτι, πήγα τους έδειξα πού να ντανιάσουν τα ξύλα. Ανέβηκα έπειτα στο σπίτι και τους έφτιαξα καφέ.

Έβγαινα κάθε τόσο, να δω αν θέλουν τίποτα, τους άκουγα να μιλούν τη γλώσσα τους, τα γέλια τους κυνηγιούνταν, φτάναν ως τη σκεπή. Μια βαριά μυρωδιά άρχισε ν’ απλώνεται στο κλιμακοστάσιο, ήταν ίδια μ’ εκείνη την αποφορά που αναδίνουν των νεκρών πουλιών τα σπλάχνα. Προτού πάει να λουστεί ο πατέρας, τα ξεσπλάχνιζε. Έψαχνα εγώ στη ράχη του γιλέκου του, σε μια μεγάλη θήκη που ’χε αυτό, για πούπουλα· μικρά κι απαλά, τα ’παιζα με τις ρώγες των δαχτύλων, τα κοιτούσα. Αξημέρωτα σηκωνόταν για κυνήγι, κατέβαινε απαλά της εσωτερικής σκάλας τα ξύλινα σκαλιά, έτριζαν κάποια, το πέλμα σαν δάχτυλο στη σκανδάλη. Δεν έριχνε νερό πίσω απ’ τα βήματά του τότε η μάνα, όπως έκανε σε μένα, στα έξω σκαλιά, όποτε έφευγα ταξίδι. Όταν έφυγε η μάνα, σαράντα μέρες η γιαγιά άφηνε ένα ποτήρι νερό κάτω απ’ το καντήλι – τρίζανε πάλι τα σκαλιά, αλλά κανείς δεν κατέβαινε· δεν τ’ άγγιζε το νερό η μάνα, μπορεί να το ’παιρνε για δάκρυα, που βραδαίνουν την αναχώρηση και κάνουν πιο πικρό τον αποχωρισμό. Οι εργάτες μού ευχήθηκαν καλό χειμώνα και έφυγαν· πίσω τους δεν έχυσα νερό, τον θόλωσαν τον δρόμο τους τα μάτια μου. Υγρασία, των ξύλων δάκρυ, τη νύχτα, που ’χει ησυχία, σε σώνει η φωτιά κι ακούγεσαι σαν σφύριγμα, πουλί μικρό πιάνει το μοιρολόι».
Οι πρώτες σελίδες από τη νέα συλλογή διηγημάτων «Η μνήμη του ξύλου» του Ηλία Παπαμόσχου.
Είκοσι διηγήµατα για «του κόσµου το ξανάνιωµα και τη φθορά».
 

 

Back to top button