Καστοριά

Ο Στάθης Μασκαλίδης γράφει για το βιβλίο της Νατάσας Γκουτζικίδου “Το τελευταίο χαρτί”

Η συγγραφέας μας μιλάει για άγνωστες πτυχές του κόσμου των βιβλίων. Μας γράφει τι συμβαίνει πίσω τα φανταχτερά φώτα της δημοσιότητας, τα όμορφα εξώφυλλα, και τσαλακώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν

Μόλις διάβασα και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, το έκλεισα και άφησα τις αναμνήσεις να με κατακλύσουν. Νοερά το έτρεξα για λίγο από την αρχή μέχρι το τέλος του. Το γνώριμο μειδίαμα της ικανοποίησης, ζωγραφίστηκε και πάλι στα χείλη μου. Με αφορμή την υπόθεση του βιβλίου σκέφτομαι: Πόσα συναισθήματα, άραγε, γεννιούνται μέσα από τη συγγραφή και πόσο όμορφα μπορεί να νιώσει ένας συγγραφέας όταν ολοκληρώνει το έργο του;
Με αυτήν τη σκέψη, αφήνω τον χρόνο να κυλήσει. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο, η νύχτα πήρε σιγά σιγά να επιβάλλεται, κι όμως, η μέρα πασχίζει ακόμα να κρατηθεί. Παίζει το τελευταίο της χαρτί.
Έπλεαν με δεξιοτεχνία στα νερά της επιτυχίας, ήταν και οι δυο τους συγγραφείς ξακουστοί στο αναγνωστικό κοινό. Πόσο όμορφα εναρμονίστηκαν στο περιβάλλον… ασίγαστος ο ενθουσιασμός που απορρέει από την καταξίωση!
Μόνο που ξεχάστηκαν και πήραν να βαραίνουν από συναισθήματα που γεννιούνται από το μούλιασμα της επίπλαστης ζωής. Και κάπως έτσι, στα ξαφνικά, βρέθηκαν στον βυθό οι δύστυχοι και δεν γνωρίζανε πως να βρουν τον δρόμο για να ανέβουν επάνω. Πόσο εφήμερα μοιάζουν όλα.
Στα σκοτεινά σημεία του μυαλού, εκεί όπου εμφωλεύει η απόγνωση, καμιά φορά, ξεπηδούν μικρές αχτίδες ελπίδας… ποιος ξέρει, ίσως αυτό να οφείλεται στην επιθυμία του ανθρώπου να επιβιώσει. Τότε είναι που έρχονται οι ιδέες οι πρωτότυπες, αυτές που σε οδηγούν στο φως… βέβαια αυτές οι ίδιες ικανές είναι να σε σύρουν σε ακόμα πιο βαθύ σκοτάδι.
Σε φωτεινό σηματοδότη μονομάχοι γίνονται για το μεροκάματο και έκπληκτοι ανακαλύπτουν πως η πιο σκληρή μάχη είναι αυτή που δίνεται για να σου διασφαλίσει τα προς το ζην. Ίσως γιατί είναι αέναη, ίσως πάλι γιατί πίσω από τα πλανερά λαμποκοπήματα που έχουν πια ξεθωριάσει σκληρά μα απολύτως ρεαλιστικά σου παρουσιάζεται η πραγματικότητα.
Λένε πως όταν σφίγγει ο κλοιός, όταν γίνεται πνιγερός ο καιρός, τότε αποκούμπι μονάχα μπορείς να βρεις στους φίλους. Εκεί και καταφεύγουν. Θα προδώσουν άραγε την εμπιστοσύνη τους ή αντάξιοι θα φανούν των προσδοκιών τους και των άγραφων νόμων που τους ορίζουν και τιμή σε κείνους δίνουν;
Τι βάζει κανείς πάνω από όλα, τη φιλία, την επαγγελματική συνεργασία ή ακόμα και τον έρωτα που φυτρώνει εκεί όπου δεν τον σπέρνουν; Διλήμματα μεγάλα που καταστρέφουν σχέσεις ή ίσως τις κάνουν πιο ισχυρές.
Σε βροχή που πέφτει, ξεπλένονται οι αμαρτίες οι παλιές και θεραπεύονται οι βαθιές πληγές, ώρα είναι να αναδυθούν και αισθήματα που στη λήθη χάθηκαν μα επιζητούσαν χώρο ζωτικό για να επανέρθουν και να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων. Θα καθαγιαστούν από τα σταγονίδια της αισιοδοξίας που έπεσαν για να φέρουν τα πάνω κάτω;
Η συγγραφέας μας μιλάει για άγνωστες πτυχές του κόσμου των βιβλίων. Μας γράφει τι συμβαίνει πίσω τα φανταχτερά φώτα της δημοσιότητας, τα όμορφα εξώφυλλα, και τσαλακώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν. Δε διστάζει να μας δείξει ένα διαφορετικό του πρόσωπο, πολύ πιο σκοτεινό, ίσως και μιαρό. Ένα προσωπείο που σε κάνει να αναρωτηθείς αν όλα αυτά είναι μονάχα μυθοπλασία ή κρύβεται και κάτι άλλο, κάτι που αν ισχύει τρομάζει; Όπως και να ’χει μέσα από την ιστορία, από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών της, μπορείς να σχηματίσεις τη δική σου γνώμη στο ερώτημα αυτό. Όμως στην πλοκή υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι που ομορφαίνει τη ζωή όλων μας και αποτελεί τη σταθερά στον βίο των περισσοτέρων από μας. Κάτι που αναπάντεχα έρχεται στο δρόμο μας..
Η Ναταλία (τι ωραίο όνομα!) και ο Ερρίκος (οι πρωταγωνιστές) με τη στάση τους, τη συμπεριφορά τους, ακόμα και από τα λάθη τους που δεν είναι και λίγα, μας δίνουν μαθήματα (κάποια σκληρά) και μέσα από αυτά, τελικά, εγώ βαστάω το νόημα έτσι όπως το περιγράφει η συγγραφέας: Σημασία έχει να κρατήσεις την αόρατη κλωστή της ψυχής σου που θα σε οδηγήσει στο φως.
Ξέρεις στη ζωή υπάρχουν βραβεία που μπορεί να τα αποδεχθείς και να νιώθεις κατά βάθος πικρία ή μπορεί να τα απαρνηθείς και να χάσεις τη δόξα που τα συνοδεύει, αλλά και πάλι πού ξέρεις; μπορεί να κερδίσεις κάτι περισσότερο. Την ανθρωπιά!
Στο τελευταίο χαρτί, μέσα από τη γραφή, αξιοποιείται έξυπνα το όπλο που λέγεται χιούμορ, οι λέξεις ρέουν με χαρακτηριστική άνεση, δε διπλώνουν η μία πάνω στην άλλη, και η πλοκή είναι γρήγορη και ενδιαφέρουσα. Το τέλος έχει ανατροπές (όπως πρέπει δηλαδή) και εκπλήξεις.
Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί. Θα το αγαπήσεις πολύ για την πλοκή του αλλά και για τα μηνύματα που περνάει. Δύο σε ένα!
Θέλω να τελειώσω με ένα αγαπημένο μου απόφθεγμα: Μην αγγίζεις τα είδωλα, θα σου μείνει η χρυσόσκονη στο χέρι.

Back to top button