Καστοριά

Γεωπολιτική και τουρισμός (του Θοδωρή Βασιλείου)

Έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε τον τουρισμό, κυρίως από την οπτική του κοινωνικού φαινομένου και βεβαίως ως προς την συμβολή του στην οικονομία.
Δυστυχώς όμως για τον καθιερωμένο τρόπο σκέψης ο Τουρισμός αποτελεί ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο και η ολοκληρωμένη μελέτη του απαιτεί την χρήση Γεωπολιτικών εργαλείων, για την πλήρη κατανόηση των σημαντικών αναταράξεων που υφίσταται, ακόμη και από μικρές διεθνικές μεταβολές.
Το σημερινό μας άρθρο στοχεύει να αναδείξει την άμεση συσχέτιση του του τουρισμού με τα γεωπολιτικά τεκταινόμενα και να παρακινήσει τους ειδικούς αναλυτές και την πανεπιστημιακή κοινότητα να παράξουν νέες μελέτες, προβλέποντας τις ενδεχόμενες εξελίξεις. Μελέτες οι οποίες θα επιτρέψουν τον κόσμο του τουρισμού να προετοιμαστεί έγκαιρα, ενόψει των θεαματικών ανακατατάξεων που έρχονται.
Φυσικά η ανάλυση που ακολουθεί, δεν φιλοδοξεί να ενδυθεί με κάποια επιστημονική εγκυρότητα, διότι αποτελεί καθαρά δημοσιογραφική προσέγγιση του γράφοντος, αφήνοντας το καθαυτού επιστημονικό πεδίο, στους καθ’ ύλην αρμόδιους.
Ο Τουρισμός αποτελεί ένα είδος οικονομικής ροής στο Γεωγραφικό Χώρο η οποία πρέπει μελετάται μεθοδολογικά και μέσω της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης.
Η γεωπολιτική (γη + πολιτική) είναι η μελέτη των επιδράσεων της γεωγραφίας (ανθρώπινης και φυσικής) στις διεθνείς σχέσεις και στη διεθνή πολιτική.
Η γεωπολιτική ως μια θεωρία χωρικών αλληλεξαρτήσεων και ιστορικής αιτιότητας, αναλύει και συσχετίζει σταθερούς και μεταβλητούς γεωγραφικούς παράγοντες καταλήγοντας σε συμπεράσματα κατανομής της ισχύος στο διεθνή χώρο.
Η γεωπολιτική αποτελεί μια μέθοδο μελέτης της εξωτερικής πολιτικής ώστε να γίνει κατανοητή, να εξηγηθεί και τελικά να μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά των διεθνών πολιτικών δρώντων μέσα από γεωγραφικές μεταβλητές. Αυτές οι μεταβλητές περιλαμβάνουν το κλίμα/περιβάλλον, τον πολιτισμό, την τοπογραφία, τη δημογραφία, τους φυσικούς πόρους και τις εφαρμοσμένες επιστήμες της περιοχής που εξετάζεται.
Ο όρος “γεωπολιτική” σαν επιστημονικός όρος εισήχθη το 1899 από τον Σουηδό πολιτικό και πολιτικό επιστήμονα Rudolf Kjellén, μαθητή του γεωγράφου και θεωρούμενου ως πατέρα της γεωπολιτικής Friedrich Ratzel.
Ως επιστήμη, η γεωπολιτική δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και στη συνέχεια διαδόθηκε στην κεντρική Ευρώπη κατά το διάστημα του μεσοπολέμου. Η γεωπολιτική αποτελεί εργαλείο της στρατηγικής με κεντρικό σημείο την εθνική ισχύ και τον έλεγχο μιας γεωγραφικής επικράτειας.
Κράτη που είναι ισχυρότερα στην προβολή των ικανοτήτων τους σε μεγαλύτερες αποστάσεις, αποτελούν τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο μέσα στο διεθνές σύστημα. Επομένως, η γεωπολιτική υπονοεί την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισμών και υποστηρίζει τη στρατηγική σχεδίαση σε διάφορους τομείς π,χ, το μέλλον του τουρισμού μιας περιοχής.
Η γεωπολιτική σταθερότητα μιας ευρύτερης περιοχής αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους για τον τουρισμό.
Είναι λοιπόν λογικό η ολοκληρωμένη ανάλυση της σημερινής κατάστασης να βοηθήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων και προβλέψεων για το μέλλον και για την άσκηση μακροχρόνιων πολιτικών στον τουρισμό και όχι μόνο.
Η “γερμανική γεωπολιτική σχολή σκέψης” εκφραζόμενη κυρίως από τον Friedrich Ratzel, αναγνωρίζει την αξία της χωρικής διάστασης, δίνοντας έμφαση στις μεταφορές (συγκοινωνίες και επικοινωνίες θα λέγαμε σήμερα) και στην προκύπτουσα έννοια της κυκλοφορίας που συντίθεται από α) τον γεωγραφικό χώρο εκκίνησης, β) τον γεωγραφικό χώρο προορισμού και γ) τη μεταξύ τους απόσταση.
Βασικό σημείο του έργου του είναι η έννοια του «ζωτικού χώρου» (lebensraum), και η άποψη ότι η αντίθεση μεταξύ χερσαίων και θαλάσσιων δυνάμεων, έχει θεμελιώδη σημασία για τις σχέσεις μεταξύ των λαών.
Χωρίς να υποτιμούμε καθόλου την μαρξιστική ερμηνεία για τα γενεσιουργά αίτια των πολέμων (ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί του μεγάλου κεφαλαίου), θα ήταν χρήσιμο να εμπλουτίσουμε την ανάλυση μας και με τα διαθέσιμα γεωπολιτικά εργαλεία.
Υπο αυτό το πρίσμα αν θελήσουμε να εξηγήσουμε τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο με βάση π.χ. την Γερμανική σχολή σκέψης, τότε θα αναγνωρίσουμε ως βασική αντίθεση που τον γέννησε, τον ανταγωνισμό μεταξύ των “θαλάσσιων δυνάμεων”(Αγγλοσαξονικός άξονας- ή αλλιώς αυτό που αποκαλούμε Δύση ) και μίας χερσαίας υπερδύναμης, δηλαδή της Ρωσίας, για τα όρια του ζωτικού χώρου όπως τον ερμηνεύουν οι ίδιες.
Σε αυτήν την αντιπαράθεση, που την είδαμε στο παρελθόν και στην περίοδο του ψυχρού πολέμου (ΝΑΤΟ – ΕΣΣΔ), η Ελλάδα ως κατεξοχήν και κατά παράδοσιν ναυτική χώρα, εντάχθηκε και παραμένει ενταγμένη στον συνασπισμό των “ναυτικών δυνάμεων”.
Σήμερα, η έκβαση αυτού του πολέμου (και της αντιπαράθεσης που τον γέννησε) είναι πιθανό να οδηγήσει σε μακροχρόνια (θερμή ή ψυχρή αντιπαράθεση) των δύο αυτών αντιμαχόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένων και των θεωρούμενων συμμάχων τους, που θα είναι πλέον υποχρεωμένοι να πάρουν καθαρή θέση εντασσόμενοι ενεργά στους αντίστοιχους συνασπισμούς.
Μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο με το χθες.
Η Ευρώπη και κυρίως η Γερμανία αποκόπτεται άμεσα και απότομα από τον οικονομικό ομφάλιο λώρο που την συνέδεε με την Ρωσία.
Η ιδιαίτερα στενή σχέση (Οικονομική και ενεργειακή) που διατηρούσε με την Ρωσία και με την Κίνα, της επέτρεπε (αξιοποιώντας την ηγεμονική της θέση στην Ευρώπη) να πλασάρεται στον παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ως μια αναδυόμενη Γερμανο-ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Τώρα πλέον υποχρεώνεται να πάει αναγκαστικά με την πλευρά της Δυτικής συμμαχίας και τίθεται υπό ασφυκτικό ΝΑΤΟΙΚΟ έλεγχο.
Σταδιακά κατά τα επόμενα χρόνια, ενδέχεται να έχουμε αντίστοιχη όξυνση των σχέσεων και με την Κίνα, καθώς είναι ορατή πλέον η προσπάθεια του αγγλοσαξονικού άξονα να οριοθετήσει και περιορίσει την Ρωσία, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με την άλλη μεγάλη χερσαία υπερδύναμη, δηλαδή την Κίνα, η οποία κατά την δική τους ανάλυση αποτελεί τον κύριο αντίπαλο.
Η επερχόμενη στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας υπο τον άγρυπνο έλεγχο του ΝΑΤΟ, αναμένεται να αναδιατάξει και όλη την οικονομία της Ευρώπης.
Αν θεωρήσουμε δε πως τα μέτρα και αντίμετρα αντιστοίχως, που ανακοινώθηκαν από τις δύο πλευρές, ότι θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια, τότε οι διαφαινόμενες επιπτώσεις στο παγκόσμιο τουριστικό τοπίο αρχίζουν και γίνονται προβλέψιμες και δυστυχώς δυσοίωνες.
Όσον αφορά την χώρα μας, οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναμένεται να επηρεάσουν σοβαρά τον τουρισμό, άμεσα σε ό,τι αφορά στις αφίξεις από Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία, καθώς και των γειτονικών προς αυτές περιοχών λόγω της αστάθειας που θα δημιουργηθεί.
Επίσης και έμμεσα μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών σε όλες τις χώρες προέλευσης των τουριστών, ακόμα και τις θεωρούμενες πλούσιες χώρες του Βορρά, ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και την διαφαινόμενη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για ταξίδια.
Εισερχόμαστε λοιπόν σε μια νέα εποχή, στην εποχή του “περιχαρακωμένου τουρισμού”.
Ο “δυτικός τουρισμός” (Αμερική – Ευρώπη – Αυστραλία) μετατρέπεται σε μια εν πολλοίς μικρότερη και κλειστή τουριστική αγορά. Μπορούμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι θα απωλέσει σταδιακά μεγάλο μέρος από τις παγκόσμιες τουριστικές Ροές, υποθέτοντας ότι οι παγκόσμιες εντάσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων δεν θα σταματήσουν σύντομα.
Ίσως μελλοντικά, μια οικονομικά αναπτυσσόμενη Ινδία που θα διαθέτει πολίτες με εισοδήματα ικανά για ταξίδια,- υπο την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθούν οι καλές σχέσεις της με την δύση – να Ισοφαρίσει αυτές τις απώλειες.
Δυστυχώς όμως – τουλάχιστον για αρκετά χρόνια – και έως ότου οι υπερδυνάμεις του πλανήτη βρουν ένα δρόμο ειρηνικής συνύπαρξης (αισιόδοξο σενάριο), το τουριστικό τοπίο θα χάσει μεγάλο μέρος από τα παγκόσμια χαρακτηριστικά του.
Και επειδή ο τουρισμός είναι ένας καθοριστικός τομέας της οικονομίας , ιδιαίτερα ευαίσθητος στις συνέπειες των κολοσσιαίων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και των συνεπειών που αυτές επιφέρουν (αυξημένο ενεργειακό κόστος, γενική ακρίβεια, πληθωριστικά φαινόμενα, απαγορευτικές ταξιδιωτικές οδηγίες κ.λ.π.), απαιτείται άμεση δραστηριοποίηση των κυβερνήσεων της Ευρώπης και της Ελλάδος, προς την κατεύθυνση της χάραξης ενός νέου οδικού χάρτη του “Ευρωπαϊκού τουρισμού”, αναθεωρώντας ας μεγάλο βαθμό τα περί σύντομης πράσινης μετάβασης, ώστε να αμβλυνθούν οι αρνητικές συνέπειες που προέκυψαν μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και να διατυπωθούν αναλυτικά τα βήματα προς τον “καινούργιο κόσμο” που θα προκύψει, δηλαδή έναν κόσμο με διαιρεμένη δυστυχώς την Ευρώπη, που θα σκιάζεται και από την αναβίωση ενός νέου ψυχρού πολέμου.
Να ευχηθούμε αυτός ο οδικός χάρτης και οι πολιτικές που θα τον προσδιορίζουν να μην είναι βασισμένες στις κλασικές συνταγές λιτότητας.
Καθώς επίσης να ευχηθούμε ότι η στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας και οι εξοπλιστικές δαπάνες που θα αναληφθούν από τα κράτη του δυτικού συνασπισμού, να μην φορτωθούν στα συνηθισμένα υποζύγια, δηλαδή τον απλό καθημερινό άνθρωπο, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των ταξιδευτών.
Μόνο μια ευφυής στρατηγική συνδυασμένων κινήτρων για τον τουρισμό, από όλες τις κυβερνήσεις των χωρών του Δυτικού κόσμου, ίσως αποτρέψει την μετατροπή των τεράστιων τουριστικών επενδύσεων της Ευρώπης – σε άδεια κτίρια – που θα θυμίζουν την αίγλη μια παρελθούσας εποχής.”

Εφημερίδα “Ελληνικός τουρισμός”

Back to top button