Καστοριά

Μεγάλη Τρίτη: Αγκαλιασμένες λέξεις, ενός ανεκπλήρωτου έρωτα (του Κώστα Καπουργά)

Στα στενά σοκάκια της Πόλης των πόλεων το νέο διαδόθηκε γρήγορα, βρισκόμαστε κάπου στο 830 μχ για να σας μεταφέρω λίγο στον χρόνο. Ο νεαρός αυτοκράτορας Θεόφιλος βρίσκεται σε ηλικία γάμου και η μητριά του η κυρά Ευφροσύνη οργανώνει σήμερα το βράδυ μια περίεργη συνεύρεση, κάλεσε τις ωραιότερες κόρες της βασιλεύουσας στο παλάτι ώστε ο Θεόφιλος να διαλέξει μια για γυναίκα του. Το κουτσομπολιό στα πέριξ είχε αρχίσει από νωρίς, ποια θα ήταν η τυχερή? είχε μήπως ήδη κάποια κατά νου? Η ώρα πέρασε και κατά το βραδάκι καμιά εικοσαριά από τις ομορφότερες νέες της Κωνσταντινούπολης είχαν μαζευτεί στο Μέγα Παλάτιον περιμένοντας με αγωνία αυτόν τον κάπως ανορθόδοξο διαγωνισμό ομορφιάς. Ίσως να ήταν και το μεγαλύτερο event που πραγματοποιήθηκε στην Βασιλεύουσα την τελευταία εικοσαετία, η τυχερή δεν θα έπαιρνε απλά έναν τίτλο ομορφιάς και ίσως κάποιο συμβολαιάκι με κάποια εταιρία όπως είθισται με τα σημερινά καλλιστεία του Αντένα, αλλά θα γινόταν η νέα Αυτοκράτειρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ίσως για εκείνη την εποχή ο μεγαλύτερος τίτλος που θα μπορούσε να έχει κάποια γυναίκα σε όλον τον πλανήτη.
Οι κόρες παρατάχθηκαν σε σειρά μπροστά από τον θρόνο. Άλλες χαρούμενες άλλες αγχωμένες άλλες σκεπτικές, απέναντί τους κάθισε ο Θεόφιλος με την μητριά του, ψηλός και ευθυτενής με τα πράσινα του μάτια, με το ατημέλητο μούσι και με την χρυσοποίκιλτη ενδυμασία του ‘έμοιαζε με ήρωα παραμυθιού, πολλής ο ερωτισμός εκείνο το βράδυ, που να χωρέσει σε ένα παλάτι? Απ τα παράθυρα το σκαγαν τα οιστρογόνα και σαν ομίχλη σκέπασαν όλη την πόλη.
Η κυρά ευφροσύνη δίνοντας ένα χρυσό μήλο στον Θεόφιλο του είπε “ δωσ’το στην εκλεκτή της καρδιά σου” Ο Θεόφιλος το πήρε στα χεριά του και κατέβηκε σιγά σιγά τα σκαλιά του θρόνου και κατευθύνθηκε μπροστά στις κοπέλες. Προσπάθησε να κάνει τάχατις πως τις παρατηρεί όλες, μα…. μπορεί να κοροϊδεύει όλους όχι όμως την ίδια του την καρδιά. Από την πρώτη στιγμή την είδε, την πιο μικρόσωμη, αυτήν την νεαρή, τέταρτη από το τέλος.
Αυτήν με τα όμορφα λεπτά φρύδια με την φλόγα στα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια της, αυτήν με την λάμψη στο πρόσωπο, αυτήν με τα αδύνατα χεράκια που μπορεί να μην καταφέρνει να κρατήσει ένα μπουκάλι αλλά αυτά τα χέρια σου σφίγγουν την καρδιά και κάνουν ανίκανο να πεις και να κάνεις το οτιδήποτε. Αυτό ακριβώς συνέβηκε και με τον Θεόφιλο ανίκανος να αντισταθεί σ αυτήν τη λάμψη στάθηκε μπροστά της. Την κοίταξε στα μάτια και θέλοντας να την τσεκάρει πρώτα της είπε «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα»
δηλαδή : Από την γυναίκα προέρχονται τα χειρότερα εννοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Η Νεαρή Κασσιανή, που αυτό ήταν το όνομά της, ετοιμόλογη καθώς ήταν δεν δίστασε ούτε ένα δευτερόλεπτο για να απαντήσει «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω»!!! δηλαδή : και από την γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, εννοώντας την παναγία.
Αυτό ήταν, αλοιφή ο Θεόφιλος σερνόταν στα πατώματα, όλα έμοιαζαν τέλεια αυτή ήταν αυτή και καμία άλλη στον κόσμο. Όλα τέλεια εκτός….. από το κατσούφιασμα στο πρόσωπο της κυρά Ευφροσύνης, τον πήρε παράμερα και άρχισε το ψαλτήρι. Μπουρού μπουρού, είναι κοντή, είναι καχεκτική είναι στενή η λεκάνη της, δεν έχει καθόλου στήθος και εκτός αυτού είναι και γλωσσού, αυτήν θα βάλουμε στο παλάτι? πας καλά Θεόφιλε? σκέψου τον θρόνο σκέψου την αυτοκρατορία σκέψου Θεόφιλε σκέψου.
Σαν Κυκλώνας στριφογύριζαν οι σκέψεις στο μυαλό του Θεόφιλου, τελικά έγινε αυτό που γίνετε πάντα όταν το μυαλό σκέφτεται αντί για την καρδιά, ο Θεόφιλος έδωσε το μήλο στην Θεοδώρα. Η Κασσιανή δεν κατανοούσε πια τον κόσμο. Γιατί??? αφού….. δεν μπορεί να μην το ένιωσε δεν μπορεί τα μάτια μου του το είπαν… γιατί?? Γιατί αφού το είδα στα μάτια του, γιατί??? Η Κασσιανή δεν πήρε ποτέ απάντηση γιατί αυτή άκουγε μόνο τα λόγια της καρδιά της και όχι τους ψίθυρους της Ευφροσύνης και των αυλικών. Στα χρόνια του βυζαντίου η καρδιά δεν ήταν δοκιμαστική κολώνια απ τα Hondos. Μια ήταν και την έδινες σε έναν, μόνο σε έναν και η Κασσιανή την είχε δώσει στο Θεόφιλο, άσχετα αν αυτός δεν την πήρε, αυτή πάντως την έδωσε, την ακούμπησε εκεί, πάνω στα κρύα μάρμαρα του παλατιού. Μάζεψε τα κομμάτια της και βγήκε απ το παλάτι, ο κόσμος γύριζε γρήγορα γύρω της σαν σβούρα, οι λάμψεις των κεριών, οι φωνές, με κάθε της βήμα το σώμα άδειαζε λες και χύνονταν όλο της το αίμα στα πέτρινα καλντερίμια της πόλης, πόνος οργή, θλίψη όλα τριγύρω την περιγελούν και μετά σκοτάδι.

Σκοτάδι και μια γλυκιά ηρεμία μια γλυκιά μουσική, μια ζεστασιά ένα χέρι, ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ.
Κασσιανή σήκω και έλα σε εμένα, τα λόγια του, η φωνή τόσο ζεστή τόσο οικεία. Την άλλη μέρα η Κασσιανή ξύπνησε στο πατρικό της , από βραδύς την βρήκαν περαστικοί που την γνώρισαν και την μετέφεραν στο σπίτι της. Η Κασσιανή ξύπνησε και το πρώτο που θυμήθηκε ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ, είχε πάρει πια την απόφασή της, θα γίνω Καλόγρια είπε, θα αφιερωθώ σε Αυτόν που είναι η μόνη αλήθεια, η μόνη παρηγοριά, ο μόνος που δεν θα με απαρνηθεί ποτέ.
Στην αίθουσα του θρόνου στο μέγα Παλάτιον είναι όλα σκοτεινά, κλειστές κουρτίνες, σβησμένα κεριά. Μόνο ένα κεράκι τρεμοπαίζει στην άκρη της αίθουσας. Στην άκρη εκεί που πριν πολλά χρόνια είχε ξανασταθεί ο Θεόφιλος κα ίσως να πήρε την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του, την μεγαλύτερη λάθος απόφαση της ζωής του ίσως? Αυτή η σκέψη μαράζωνε εδώ και πολλά χρόνια τον μεσήλικο πια Θεόφιλο. Σε μια καρέκλα καθισμένος στο ίδιο σημείο όπως τότε, έφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Εάν τότε είχε αποφασίσει αλλιώς, εάν επέμενε, εάν έτρεχε ξωπίσω της ποτέ… Είναι αργά, είναι πια αργά, ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια επάνω του και αυτή η καταραμένη ασθένειατου έλειωνε κάθε μέρα τα σωθικά. Το καταλάβαινε μέρα με τη μέρα πως το τέλος πλησίαζε. Θα έφευγε σε λίγο , θα έφευγε και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν πως δεν κατάφερε ποτέ του να την ξαναδεί. Αυτά τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, αυτά τα λευκά αδύνατα χεράκια και αυτήν την λάμψη του προσώπου της.
Βγήκε από το παλάτι, ο ανοιξιάτικος ήλιος τον τύφλωσε προς στιγμήν και δεν είδε την άμαξά του που στεκόταν απ έξω για να τον μεταφέρει. Μπήκε μέσα χωρίς να μιλήσει.
Στην αγορά? τον ρώτησε ο οδηγός. -Ο Θεόφιλος δεν απάντησε, στην αγορά? ξαναρώτησε ο οδηγός, πήγαινε με όπου θέλεις του απάντησε ο Θεόφιλος. Θα σας πάω εκεί που θέλει η καρδιάς σας βασιλιά μου.
Εκεί όπου θέλει η καρδιά μου σκέφτηκε χαμογελώντας ο Θεόφιλος, εκεί που θέλει η καρδιά μου ψέλλισε. Οδηγέ τράβα για το μοναστήρι της Κασσίας. Είσαι σίγουρος Βασιλιά? μου είναι έξω από την πόλη θέλουμε αρκετές ώρες να φτάσουμε.- Εσύ μου είπες πως θα με πας εκεί που τραβάει η καρδιά μου οδηγέ, λοιπόν εκεί θέλω να πάω. Ο Οδηγός χαμογέλασε σήκωσε το φρένο, τίναξε τα γκέμια και η άμαξα ξεκίνησε.
-Αδελφή Κασσιανή, αδελφή Κασσιανή, τα βήματα γοργά ανέβηκαν τα σκαλιά της παλιάς κυκλικής ξύλινης σκάλας, με κομμένη την ανάσα έσπρωξε την βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκε στο κελί ψηλά στον πύργο. -Αδελφή Κασσιανή φώναξε είναι εδώ, είναι εδώ ο βασιλέας και ζητάει να σε δει. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την νεαρή δόκιμη σαν χαμένη, όλη η ζωή της περνούσε γρήγορα από τα μάτια της ότι έζησε ότι είδε, σαν να καβάλησε έναν πελώριο αετό και πετούσε μέσα στην ίδια της την ζωή, ξαναβρέθηκε λιπόθυμη στο καλντερίμι έξω από το Παλάτι, έλα σε μένα της είχε πει τότε ο Κύριος και τον ακολούθησε, τι έγινε τώρα? γιατί γύρισε? γιατί ήρθε να της θυμίσει πάλι τα παλιά?, γιατί ήρθε πάλι να της ανοίξει την παλιά πληγή? γιατί ήρθε πάλι να της ξυπνήσει πόθους που ευλαβικά κρατούσε σφραγισμένους μέσα της. Ήρθε πάλι κρατώντας την καρδιά της που είχε αφήσει εκείνη τη νύχτα στα κρύα μάρμαρα του παλατιού και να την τοποθετήσει στο άδειο σώμα της? Ήρθε να της θυμίσει πως είναι γυναίκα?
-Τι θα κάνεις τώρα αδελφή?? –Άφησε με μόνη αδελφή της απάντησε και η δόκιμη βγήκε από το κελί της. Κατέβηκε γρήγορα την σκάλα στην εξώθυρα αντίκρισε τον Θεόφιλο που μόλις έφτασε. -Είναι εδώ? την ρώτησε. Η δόκιμη δεν απάντησε κοίταξε ψηλά προς το κελί της και έφυγε τρέχοντας.
Ανεβαίνει αργά την κυκλική σκάλα, τα μάτια του παρατηρούσαν τα σκοροφαγωμένα σκαλοπάτια, τα φθαρμένα απ τον καιρό ριχτάρια, τα μεγάλα καρφιά που προεξείχαν τα κεφάλια τους και έτριζαν σε κάθε του βήμα. Το καταπονημένο του σώμα δυσκολεύονταν να ανέβει τα σκαλιά και του φαίνονταν ατέλειωτα, σε λίγο δεν άκουγε πια το τρίξιμο των καρφιών, ούτε τον γδούπο των βημάτων του. Το μόνο που άκουγε ήταν ο χτύπος της καρδιάς του , βιάζονταν η καρδιά του, βιάζονταν να στείλει το αίμα στις φλέβες του, βιάζονταν να τη δει. Όσο πλησίαζε τόσο πιο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά του, η αδρεναλίνη του στα ύψη και η καρδιά του έτοιμη να πεταχτεί απ το σώμα του και να πετάξει.
Τελευταίο σκαλί, τελείωσαν όλα, έφτασε η στιγμή, η στιγμή που περίμενε τόσα χρόνια, η στιγμή που την είχε πλάση χιλιάδες φορές μέσα στο μυαλό του. Έπιασε το μάνταλο της πόρτας έβαλε τον αντίχειρα στην κορωνίδα και κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθειά ανάσα και έσπρωξε σιγά σιγά την πόρτα. Μισοσκόταδο στο κελί, στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο λίγο φώς. Μια αχτίδα έμπαινε μοναχά από το μισόκλειστο παράθυρο και έπεφτε πάνω στο ξύλινο γραφείο στην μέση του δωματίου. Σιγά σιγά άρχισε να διακρίνει τον χώρο…… Κενός, κανείς εκεί, τι έγινε σκέφτηκε, μήπως δεν είναι εδώ μήπως μου είπαν ψέματα? μήπως έφυγε? Μααα όχι δεν μπορεί, αφού την νιώθω, νιώθω την ανάσα της, νιώθω τον χτύπο της καρδιάς της. Έστρεψε το βλήμα του λίγο δεξιά. Στην παλιά δίφυλλη ντουλάπα, ένα θρόισμα ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο βγήκε μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα της ντουλάπας. Ο κόσμος γύρισε ανάποδα για τον Θεόφιλο. Μα γιατί? γιατί δεν θέλει να με δει? μήπως φοβάται? μήπως με εκδικείται για τότε?? ερωτήματα, ερωτήματα, βασάνιζαν το μυαλό του Θεόφιλου, ερωτήματα όμως που έμειναν αναπάντητα, αναπάντητα όπως τα ερωτήματα της Κασσιανής πριν πολλά πολλά χρόνια.
Έκανε να φύγει και κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά στο παλιό γραφείο, πάνω υπήρχε ένα χαρτί μισογραμμένο και ένας κονδυλοφόρος με το μελάνι. Περπάτησε μέχρι εκεί στάθηκε πάνω απ το γραφείο και διάβασε το χαρτί:

“Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα
γυνή τη συν αισθομένη θεότητα
μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν
οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού σου κομίζει. Οίμοι λέγουσα ότι νυξ μοι υπάρχει,
οίστρος ακολασίας,
Ζοφώδης Τε και ασέληνος έρως
της αμαρτίας
∆έξαι μου τας πηγάς των δακρύων
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ, κάμθητι μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας αποσμήξω τούτους δε πάλιν
τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις
Ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,

δηλαδή:
Κύριε,
Η γυναίκα που έπεσε, σε τόσες αμαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένιωσε τη θεϊκή σου Χάρη σαν μυροφόρας ένδυμα, στα κλάματα πνιγμένη μύρα προ του θανάτου Σου, εντάφια σου φέρνει, και ωιμέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολλή με δέρνει νύχτα ασέληνη και σκοτεινή έρως της αμαρτίας νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους ακολασίας.
∆έξου Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της θάλασσας το κύμα.
Γύρισε την συμπόνια Σου, στους στεναγμούς μου,
Συ πώγυρες τους ουρανούς στην θεία γέννησή Σου.
Τα πόδια σου τα άγια, άφησε να φιλήσω και να σκουπίσω άφησε με τα ξανθά μαλλιά μου
Όπως η Εύα το δειλινό μεσ’ στον παράδεισο,
Ο Θεόφιλος διάβασε το ημιτελές τροπάριο αλλά πριν φύγει, σεβόμενος την απόφαση της να μην τον συναντήσει και να μείνει αφιερωμένη για πάντα στον θεό, έσκυψε πήρε στα χέρια του τον κονδυλοφόρο και έγραψε κάτι.

Τα λεπτά μέσα στην σκοτεινή ντουλάπα ήταν μαρτυρικά, ήθελε τόσο μα τόσο να βγει να του μιλήσει να τον αγκαλιάσει είχε να του πει τόσα πολλά, μα δεν κουνήθηκε καθόλου σχεδόν δεν ανέπνεε, αφού πέρασαν κάποια λεπτά άνοιξε λιγάκι την ξύλινη πόρτα της ντουλάπας και βγήκε, ο Θεόφιλος είχε φύγει, αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσε να τον συναντήσει και αυτή η ευκαιρία μόλις χάθηκε για πάντα και οριστικά.
Πήγε πάλι στο γραφείο της έσκυψε στο χαρτί και είδε πως ο Θεόφιλος είχε γράψει κάτι πάνω στο τροπάριό της
“Κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη,” δηλαδή “ Σαν ‘ακουσε τον κρότο (των βημάτων του) από φόβο κρύφτηκε.
Η Κασσιανή έπεσε οδυρόμενη πάνω στο χαρτί, έκλαψε έκλαψε και όταν δεν της έμειναν πια δάκρυα πήρε μια απόφαση. Να αφήσει γραμμένο στο τροπάριο της αυτό που έγραψε ο Θεόφιλος. Εφόσον δεν μπορούμε εμείς να είμαστε μαζί, εφ όσον δεν μπορούμε εμείς να αγκαλιαστούμε έστω για μια φορά, ας μείνουν για πάντα οι λέξεις σου μέσα στις δικές μου. Αγκαλιασμένες λέξεις για πάντα. Κλείνοντας η Κασσιανή συμπλήρωσε
“Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων μου αβύσσους ης εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σώτερ μου.
Μη με την συν δουλών Περίδης ο αμέτρητων έχων το έλεος.”
“Χριστέ μου, ψυχοσώστη
Μη με αφήνεις έρημη και ταπεινή σου δούλη Σου, όπου έχεις, ως Θεός άπειρη καλοσύνη”
Σε λίγες μέρες έρχεται Μεγάλη Εβδομάδα, δεν ξέρω που θα είμαι, πάντως το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης θα είμαι σίγουρα σε κάποια εκκλησία, όπως εδώ και πάνω από χίλια χρόνια να σταθώ σε κάποιο ξύλινο στασίδι και να ακούσω από το στόμα του παπά, την παλιά ιστορία, αυτήν που η Ελληνορθόδοξη εκκλησία κράτησε ατόφια όπως γράφτηκε και συνεχίζει εδώ και χίλια χρόνια να την εξιστορεί. Αυτό που όλη μας ξέρουμε ως το “Τροπάριο της Κασσιανής”
Αν βρεθείτε τυχαία το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης σε κάποια εκκλησία, μόλις έρθει η στιγμή που ο παπάς θα ψάλει το τροπάριο της Κασσιανής σταθείτε για λίγο κλείστε τα μάτια και αφήστε την φαντασία σας να σας γυρίσει πίσω, πολλά πολλά χρόνια, πίσω στην Πόλη, σεργιανήστε στα καλντερίμια, καθίστε στα μάρμαρα στο Μέγα Παλάτιον και σίγουρα θα ακούσετε τις αγκαλιασμένες λέξεις του Θεόφιλου και της Κασσιανής.

Καπουργάς Κωνσταντίνος

 

Back to top button